Ολες οι ελληνικές κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης είχαν μια σταθερή πολιτική απέναντι στην Τουρκία. Βασικό συστατικό της ήταν να αποφεύγουν τις προκλήσεις της άλλης πλευράς, για να μην παίζουν στο παιχνίδι της έντασης, που εκείνη επιδίωκε.
Τον κανόνα αυτό φαίνεται ότι έχει επιλέξει να αλλάξει η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου. Για την ακρίβεια, ο συγκυβερνών υπουργός Εθνικής Αμυνας, ο οποίος επιλέγει την τακτική των λεκτικών τσαμπουκάδων. Πετάει μια απειλή η τουρκική πλευρά (Τσαβούσογλου: «Αν ο Τούρκος αρχηγός ήθελε να ανεβεί στα Ιμια, θα το είχε κάνει»), ανταπαντά στο ίδιο ύφος ο Καμμένος: «Αν πατήσει εκεί το πόδι του, να δούμε πώς θα κατεβεί».
Βεβαίως και οι πέτρες γνωρίζουν ότι ο κ. Καμμένος έχει κάνει, κατά καιρούς, διάφορους «τσαμπουκάδες». Όπως όταν λοιδορούσε τους πολιτικούς αντιπάλους του ότι ψηφίζουν τα Μνημόνια «στα τέσσερα» (εδώ). Φυσικά, όταν ήρθε η δική του ώρα, ψήφισε με την ουρά στα σκέλια «ναι σε όλα» (εδώ). Και είναι ακόμα ζωντανός.
Ο κ. Καμμένος συνεχίζει την ίδια τακτική και στα εθνικά θέματα. Μάλιστα, αυτή τη φορά δεν αρκέστηκε στην επίδειξη τσαμπουκά απέναντι στον Τούρκο υπουργό. Του «υπενθύμισε» ότι το 1996 ( πρώτο επεισόδιο στα Ιμια) «Πρωθυπουργός ήταν ο Σημίτης και υπουργός Εξωτερικών ο Πάγκαλος, ενώ σήμερα Πρωθυπουργός είναι ο Τσίπρας, υπουργός Εξωτερικών ο Κοτζιάς και υπουργός Αμυνας εγώ». Σαν να ήθελε να πει: εκείνοι ήταν οι ενδοτικοί και οι μειοδότες, εμείς είμαστε οι πατριώτες.
Αλήθεια, τι έγινε το 1996 στα Ιμια, ποιες ήταν οι επιδιώξεις της Τουρκίας και τι ακολούθησε;
Πρώτον, η Τουρκία προκάλεσε σκόπιμα το επεισόδιο, με αντικειμενικό στόχο, αμέσως μετά από μια σύντομη πολεμική εμπλοκή, να σύρει την Ελλάδα σε εφ’ όλης της ύλης διάλογο για το καθεστώς του Αιγαίου, από τον οποίο εκείνη είχε μόνο να κερδίσει και η Ελλάδα να χάσει.
Δεύτερον, η ελληνική κυβέρνηση (μόλις είχε αναλάβει η κυβέρνηση Σημίτη) απέφυγε την πολεμική εμπλοκή, γνωρίζοντας τι επιδίωκε η άλλη πλευρά.
Τρίτον, στα χρόνια που ακολούθησαν η Ελλάδα πέτυχε δύο μεγάλους στόχους της. Η ίδια έγινε μέλος της Ευρωζώνης και η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ενωση, παρά την λυσσώδη αντίδραση της Τουρκίας.
Τέταρτον, σήμερα η Ελλάδα, παρά τη δεινή οικονομική κρίση, είναι μέσα στις 30 πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Εχει σταθερό δημοκρατικό καθεστώς.
Πέμπτον, η Τουρκία είναι μια από τις πιο ασταθείς χώρες της περιοχής. Είναι δημοκρατική χώρα κατ’ ευφημισμόν (τα πραξικοπήματα είναι σύνηθες φαινόμενο), η οικονομία της παραπαίει, η φτώχεια εκεί δεν έχει καμιά σχέση με την αντίστοιχη ελληνική. Επιπλέον, δεν έχει καλές σχέσεις με καμία μεγάλη δύναμη (ΗΠΑ, Ρωσία, Ε.Ε) και αισθάνεται απειλούμενη σε πολλές πλευρές των συνόρων της.
Αυτά, λοιπόν, πέτυχε η «αντιπατριωτική» (κατά Καμμένον) ελληνική κυβέρνηση με τη στάση της στα Ιμια του 1996 και όλες οι επόμενες, που δεν επέλεξαν την παγίδα της πολεμικής σύγκρουσης και των τσαμπουκάδων. Οσο για το τι «πέτυχε» η Τουρκία, είναι πολύ ορατό.
Είναι βέβαιο ότι αυτά δεν βολεύουν τον κ. Καμμένο. Μαζί με τον κ. Τσίπρα έχουν επιλέξει να πουλάνε «πατριωτισμό» και να υβρίζουν τους αντιπάλους τους ως «αντιπατριώτες» (εδώ). Αν μείνουν σ’ αυτό, το κακό θα είναι μικρό. Ο κίνδυνος είναι αλλού. Σε μια ενδεχόμενη τυχοδιωκτική ενέργεια (προβοκάτσια) εκ μέρους της Τουρκίας πώς θα απαντήσουν; Με τον ίδιο τυχοδιωκτικό τρόπο; Αλήθεια ο κ. Καμμένος έχει διασφαλίσει ότι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού υπάρχουν ευήκοα ώτα για να συμβάλουν στην όποια απεμπλοκή; Ή θα εισπράξουν την προσφιλή απάντηση του Τραμπ «τι δουλειά έχουμε εμείς εκεί, ας το λύσουν οι Ευρωπαίοι;» (εδώ).
Αυτά είναι μερικά ερωτήματα, στα οποία ελπίζουμε ότι έχουν απάντηση ο Τσίπρας και οι συν αυτώ. Εκτός αν έχουν εναποθέσει τα πάντα στους τσαμπουκάδες του κ. Καμμένου. Αν-ο μη γένοιτο- συμβαίνει αυτό, ας προσέξουν την ρήση του Αμερικανολιβανέζου οικονομολόγου Νασίμ Νίκολας Ταλέμπ: «Μια λεκτική απειλή είναι το πιο γνήσιο πιστοποιητικό ανικανότητας».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News