Μουδιάζω. Δεν μπορώ να φανταστώ τον γονιό που περίμενε το κορίτσι του να βγει από το Manchester Arena και τον πέταξε κάτω το ωστικό κύμα. Και μετά έψαχνε την κόρη του ανάμεσα στα πτώματα. Μουδιάζω ακόμα περισσότερο. Δεν μπορώ να φανταστώ τον γονιό που περιμένει την κόρη του να γυρίσει με τις φίλες της από τη συναυλία. Και ακόμα να γυρίσει. Το τηλέφωνό της χτυπάει. Αλλά δεν το σηκώνει. Και έχει ξημερώσει. Πού είναι; Γιατί δεν επικοινωνεί; Είναι καλά; Παίρνω στα νοσοκομεία. Είναι οκτώ στο Μάντσεστερ. Και επικρατεί χάος. Και αν δεν έχει καταφέρει να δώσει το όνομά της; Θέλω να είναι ένας εφιάλτης που να ξυπνήσω. Αλλά χτυπάει το τηλέφωνο και είμαι ξύπνιος. Είναι η μάνα της. Και αυτή τίποτα.
Δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να περιγράψει τον εφιάλτη του γονιού που περιμένει το παιδί του να γυρίσει. Τώρα που μεγάλωσα θαυμάζω τους γονείς μου που επέζησαν της δικής μου εφηβείας. Και με άφηναν να τριγυρνάω και να τους λέω, ο μάγκας, απλώς ότι «θα αργήσω». Και τότε δεν υπήρχαν κινητά. Πώς άντεχαν; Ή αυτή η εκ των πραγμάτων αδυναμία της επικοινωνίας τους έπαιρνε ένα βάρος από επάνω τους; Ήταν άλλες οι εποχές, θα πει κάποιος, πιο ασφαλείς. Οχι, δεν ήταν. Ηταν θέμα τύχης. Να μην χρειαστεί να περιμένεις το παιδί σου να γυρίσει.
Προσπαθείς να μπεις στο μυαλό του γονιού που περιμένει. Ανήμπορος να δράσει. Τώρα θα είχα πάρει ήδη σβάρνα τα νοσοκομεία. Θα παρακαλούσα κάθε αστυνόμο να με βοηθήσει. Κάποιοι θα με λυπούνταν. Και σε κάθε μου μιλιά θα παρακαλούσα να ακολουθήσει ένα χαμόγελο, ένα νεύμα τους ότι την βρήκαν και ζει.
Πώς περιμένεις το παιδί σου να γυρίσει;
Η τραγωδία στο Μάντσεστερ μού θύμισε την τραγωδία στο Χίλσμπορο, το 1989. Τότε δεν ήταν συναυλιακός χώρος, ήταν γήπεδο. Επαιζε η Λίβερπουλ με τη Νότιγχαμ Φόρεστ, στον ημιτελικό του Κυπέλλου. Πολλοί πιτσιρικάδες έφυγαν το πρωί από το σπίτι τους στο Λίβερπουλ, χαιρέτησαν τη μάνα τους και εκείνη τους φίλησε στο μέτωπο -αν τους φίλησε μέσα στη βιασύνη της κι αυτή- πιστεύοντας ότι πάνε στο σχολείο. Αυτοί, το είχαν αποφασίσει, θα έκαναν κοπάνα. Το είχα κάνει και εγώ για να πάω στο γήπεδο. Εφτασαν με τρένο στο Σέφιλντ. Εγκαίρως. Μπήκαν στην εξέδρα των ορθίων. Ηταν πιο κοντοί από τους ενηλίκους οπαδούς. Κατάφεραν να φτάσουν στα κάγκελα για να βλέπουν καλύτερα τα είδωλά τους. Και τότε άρχισε. Στην αρχή ένιωσαν μια δυσφορία. Μετά δυσκολεύονταν να αναπνεύσουν. Αρχισαν να καταρρέουν καθώς η ασύλληπτη δύναμη χιλιάδων άλλων που έμπαιναν στην εξέδρα τους συνέθλιβε τα πλευρά στα κάγκελα. Ηταν ήδη αργά. «Μαμά…» θα ψέλλισαν. «Μπαμπά»…
Τριάντα οκτώ παιδιά, ηλικίας από 10 έως 19 ετών, πέθαναν έτσι εκείνο το απόγευμα της 15ης Απριλίου 1989. Οι γονείς τους όμως, πίσω στο Λίβερπουλ, τα περίμεναν να γυρίσουν από το σχολείο. Είχαν ακούσει για την τραγωδία στο ράδιο ή και στην τηλεόραση. Αλλά κάποιοι ήταν ήσυχοι ότι ο μικρός ήταν στο σχολείο. Και άρχισε να αργεί. Και η ώρα να περνάει. «Δεν γύρισε ακόμη;» η φωνή του πατέρα. Η βουβή ανησυχία της μητέρας που διογκώνεται εκθετικά κάθε δευτερόλεπτο. Πήρε τις άλλες μάνες των φίλων του. Δεν γύρισε ούτε και ο δικός τους; Πού είναι; Ας είναι καλά και δεν πειράζει η κοπάνα. Δεν ήταν καλά, το παιδί δεν γύρισε.
Πώς είναι να περιμένεις το παιδί σου να γυρίσει; Η σκέψη μου με αυτούς τους ανθρώπους στο Μάντσεστερ. Και μια συγγνώμη στους γονείς μου, για τόσα και τόσα βουβά ανήσυχα βράδια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News