Στο «Breaking Bad» ένας πενηντάρης καθηγητής Χημείας στο Νέο Μεξικό αποφασίζει να γίνει παρασκευαστής ναρκωτικών μόλις μαθαίνει ότι ο καρκίνος κάθεται στα πνευμόνια του και μετράει μέρες. Μην έχοντας, λοιπόν, τίποτα να χάσει, αρχίζει να «μαγειρεύει» crystal meth σπρώχνοντας πρώτης ποιότητας stuff στα τζάνκια της πόλης.
Ο Γουόλτερ Γουάιτ δεν το κάνει μόνο για τα χρήματα που χρειάζεται για να εξασφαλίσει την οικογένεια του -έχει έγκυο γυναίκα και ένα έφηβο γιο με προβλήματα υγείας. Το κάνει επειδή για πρώτη φορά στη ζωή του αισθάνεται ελεύθερος να κάνει κάτι έξω από τα όρια και τους κανόνες. Οταν έμαθε ότι έχει καρκίνο σκέφτηκε να μην πάρει χημειοθεραπεία. «Δεν είσαι μόνος σου, σκέψου και μας», του είπε η οικογένεια.
Αλλιώς την έχεις τη ζωή και άλλα έρχεται και σου λέει. Ο χρόνος δεν σου παίρνει μόνο τις μέρες, σου αφαιρεί και την αίσθηση της ανεξαρτησίας. Οταν ζεις με άλλους, ανήκεις και σε αυτούς. Σε μοιράζεται η οικογένεια με το κράτος. Και αυτό το αισθάνεσαι σαν καρφί στα πλευρά, όταν διαπιστώνεις ότι η ζωή σου έχει μεγαλύτερη σημασία για εκείνους, παρά για σένα. Ετσι δεν είναι οι οικογένειες; Ακόμα και το δικαίωμα στο θάνατο μπαίνει προς συζήτηση στο οικογενειακό τραπέζι. Ο Γουόλτερ Γουάιτ κάθισε και το υπολόγισε: δίδακτρα δύο παιδιών στο κολέγιο, συν τα καθημερινά έξοδα για μία δεκαετία, μας κάνουν 730 χιλιάδες δολάρια. Το πιο ακριβό πράγμα στη ζωή είναι να πεθάνεις ήσυχος.
Οι περισσότεροι γνωστοί και φίλοι μου που βρίσκονται στη μέση ηλικία είναι όρθιοι αυτή τη στιγμή και γυρίζουν γύρω από τον Γουόλτερ Γουάιτ και την οικογένειά του. Και αισθάνονται τόσο κοντά της που ο τρόμος τους τρυπάει το μυαλό και φεύγει ο ύπνος κάθε βράδυ. Ακόμα και αν δεν είσαι άρρωστος, φοβάσαι μη σου συμβεί. Βλέπεις τα παιδιά και μετράς το μπόι τους με χιλιάρικα, λες ότι θέλεις να τους εξασφαλίσεις όσα περισσότερα μπορείς. Μέμφεσαι τον εαυτό σου για «πολυτέλειες» που έζησε. Τον συγχωρείς και αμέσως μετά του ζητάς τα ρέστα. Αλλά δεν του έμειναν πολλά. Οι ζωές των άλλων σε σφίγγουν σαν θηλιά. Δεν σου δημιουργούν μόνο υποχρεώσεις. Σε γεμίζουν και τύψεις. Και, για φαντάσου, από όλους εκεί μέσα, εσύ έχεις τα λιγότερα χρόνια μπροστά σου. Τέτοιες ιστορίες μεταφέρουν πλέον τα τηλεφωνήματα μεταξύ φίλων της μέσης ηλικίας. Το κλείνεις και ευχαριστείς το ταβάνι, που παριστάνει τον Θεό, επειδή δεν είσαι σε αυτή τη θέση. Απλώς το ίδιο κάνει και ο συνομιλητής σου.
Το χειρότερο με τους μεσήλικες, αυτούς τους καιρούς, είναι ότι θα ήθελαν να είναι είτε δέκα χρόνια μεγαλύτεροι, για να τελειώνουν, είτε δέκα-δεκαπέντε χρόνια νεότεροι, για να το πάρουν από την αρχή. Αν βρίσκεσαι γύρω από τα πενήντα και δεν έχεις λύσει το πρόβλημα, τότε λυπάμαι φίλε, μπορεί να είσαι καλός, αλλά στις μέρες μας μετράει ποιος είναι φθηνότερος. Στη μέση ηλικία συνήθως είσαι too old for rock and roll but too young to die. Και κάπως πρέπει να περάσει ο χρόνος μέχρι να έρθει η ώρα σου.
Οι κοινωνίες δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται και τόσο για τους μεσήλικες που, παραδοσιακά, θεωρούνται η ισχυρότερη ηλικιακή ομάδα λόγω εισοδηματικής ωρίμανσης. Δεν είναι πια έτσι, τουλάχιστον εδώ. Ομως συγκινούμαστε μόνο για την ανεργία των νέων και τη σύνταξη των γερόντων. Κανένας δεν λέει κάτι για αυτούς που βρίσκονται στη μέση. Δεν θυμάμαι πολιτικό αρχηγό να ανοίγει έστω μία παρένθεση στο λόγο του. Μόνο περήφανα νιάτα, τιμημένα γηρατειά και γυναίκες. Αυτά είναι τα ηλικιακά γκρουπ πάνω στα οποία χαράσσεται η πολιτική και η επικοινωνία της. Τα παιδιά σου, η γυναίκα σου και η μάνα σου.
Και εσύ, που είσαι, ας πούμε στα 55, έχεις πληρώσει τριάντα χρόνια φόρους, ψάχνεσαι να δεις τι θα κάνεις ως ελεύθερος επαγγελματίας, γυρίζεις το κλειδί, μπαίνεις στο σπίτι και ελπίζεις να παίζει δυνατά η τηλεόραση. Τι να συζητήσεις πια; Από πού να το πάρεις και πού να το αφήσεις; Σιωπή. Μπορείς να μην ακούς ούτε τον εαυτό σου, φίλε; Ακόμα καλύτερα. Αν βάλεις τις φωνές θα είσαι κακός. Αν βάλεις τα κλάματα, θα φανείς αδύναμος. Και, για φαντάσου, πάντα σιχαινόσουν τη χημεία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News