Πάσχω από μια αρρώστια. Την «ψεματίαση». Δηλαδή εισπράττω την αλήθεια ως ψέμα και ίσως το ψέμα σαν πιο αλήθεια από την αλήθεια. Κι έτσι, ό,τι και να βλέπω να συμβαίνει, όσο τραγικό και να είναι, το αντιμετωπίζω με απάθεια. Εχω εντοπίσει, ότι αυτό το έπαθα από την πολυμέτωπη ενημέρωση, άρα μοιραία και την επανάληψη. Ενώ στο πρώτο δευτερόλεπτο μετάδοσης μιας εικόνας αντιδρώ με ανθρώπινα αντανακλαστικά, όπως για παράδειγμα, βλέποντας τον ρώσο πρεσβευτή να ξετινάζει την τελευταία του πνοή μπροστά στα μάτια μου σφίχτηκε το στομάχι μου και έβαλα το ένα χέρι στο στόμα μου -σαν σε συμφορά- και ανέβηκαν τα φρύδια μου και μεγάλωσαν τα μάτια μου… Μετά τη διαρκή επανάληψη της ίδιας εικόνας, σε τόσα πολλά κανάλια και στο Διαδίκτυο επίσης, έπιανα τον εαυτό μου να μην ανταποκρίνεται. Εφτασα να πω… (Ντρέπομαι που το λέω)… «Εντάξει μωρέ! Το είδαμε!» ανασηκώνοντας ώμους όπως στη βαρεμάρα. Και κάπως έτσι, επανάληψη την επανάληψη και ανάλυση την ανάλυση και ζουμάρισμα το ζουμάρισμα, ενώ το κύριο θέμα μου θα έπρεπε να είναι η φρίκη μου μπροστά σε on camera ξεψύχισμα, ωστόσο η ματιά μου έφτασε να μελετάει το κοστούμι και τη στενή γραβατούλα του φονιά. Πολύ μόδα!
Ανατρέφοντας έναν δεκατριάχρονο γιο, πέραν ενός τριαντάχρονου και μιας κόρης τριανταδυάχρονης που ξέμπλεξα από την ανατροφή τους, είχα τη δυσάρεστη ευκαιρία να διαπιστώσω -μέσα στα χρόνια διαφοράς των ηλικιών τους- πόσο η δοσολογία βίας έχει θεριέψει και πόσο, όλο και περισσότερη δόση, μπορεί να απορροφάει ο οργανισμός χωρίς να παρουσιάζει αντίδραση-ψυχικό κραδασμό. Θυμάμαι το δέος μου απέναντι στα «κουκλάκια» Gormitti, εκείνα τα φρικτά τέρατα στα δικά μου μάτια, που μου τα σύστησε: «Είναι φιλικά τέρατα, μαμά. Κοίτα τα, πόσο γλυκούλια!». Μεγάλωσα με Μίκι Μάους και Καραγκιόζη και έφτασα να παρατηρώ, μαζί με την ανθρωπότητα των πολιτισμένων, ομαδικώς απαθείς, ομαδικές εκτελέσεις από τζιχαντιστές «on camera». Και δεν με έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα τα πρόσωπα των εκτελεσθέντων αλλά… Το εκτυφλωτικό κιτρινοπορτοκαλί της στολής!
Εχω χρόνια να δω κινηματογραφικό έργο, που να μην ενεργεί σαν ατομική βόμβα στα αφτιά και στον οργανισμό μου. Αυτή η άτιμη αμερικάνικη αισθητική κατεύθυνση με έχει σακατέψει. Βοήθησε όσο τίποτα, στην αρρώστια μου την «ψεματίαση» να φουντώσει.
Συγχρόνως ζω σε μια χώρα που δεν είναι χώρα αλλά υποψία χώρας. Την ίδια μέρα με τη δολοφονία του ρώσου πρέσβη, έπρεπε να θρηνήσω θύματα τρομοκρατίας στο Βερολίνο αλλά και τρία λεωφορεία να καίγονται, έτσι για πλάκα, στην Πατησίων. Ο,τι και να βλέπω να συμβαίνει «εκτός», στο επόμενο δευτερόλεπτο βλέπω μια δομή κράτους να λειτουργεί. Ενώ στη χώρα μου, στα «εντός»…. «Υπάρχει κανείς εδώ; Υπάρχει κανείς εδώ;» φωνάζω με τα χέρια μου σαν χωνί και στο τέλος κάνει αντίλαλο η φωνή μου στο «τίποτα» μας. Ακυβέρνητοι, ακατοίκητοι και ποτίζοντας μεθοδικά την ανομία και την τρομοκρατία για να βγάζει καρπούς. Αφού ζήσαμε φόνους στο κατάμεστο Σύνταγμα και αφήσαμε στην ησυχία τους φονιάδες των θυμάτων της Marfin…. Τι να λέμε;… Εμείς!…
Νοιώθω τις δονήσεις της γης από τις μετακινήσεις πληθυσμών. Μας νοιώθω απροετοίμαστους για συμβιώσεις. Πώς θα παντρευτούν οι «αιώνες» που μας χωρίζουν; Ξανακούω στο ένστικτό μου, εκείνο που ακούγαμε στα μικράτα μαςQ «Ο επόμενος πόλεμος θα είναι θρησκευτικός». Φοβάμαι. Ατάκτως και γενικώς. Ή παραμένω απαθής. Ειδικώς και γενικώς. Μεγαλώνει ο εγκέφαλος μου για να χωράει πληροφορίες που όμως δεν έχω χρόνο να επεξεργαστώ. Πληροφορούμαι για να ξέρω και να μη με νοιάζει, ότι ξέρω. Παράνοια! Χαζεύω πολλά δράματα καθημερινά. Το χειρότερο μου; Το ότι χαζεύω. Ολο και πιο πολύ, όλο και πιο ρηχά… Χαζεύω.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News