Με τον Σταύρο Τσακυράκη με έφερε σε προσωπική επαφή ο Πάσχος Μανδραβέλης. Πρέπει να ήταν το 2010, τότε που καιγόταν ο τόπος από δεξιό και αριστερό αντιμνημονιασμό, κι από βίαιες αντιδράσεις.Με πήρε τηλέφωνο ο Πάσχος για να μου προτείνει να συμμετάσχω σε μια εκδήλωση στη Κοζάνη με θέμα τη βία: «θα είναι ο Τσακυράκης, εσύ κι εγώ», μου είπε. Γέλασα! Εκείνη την εποχή, με τέτοιο θέμα και τέτοιους ομιλητές ήταν σαν να πηγαίναμε γυρεύοντας καβγά. Ο Σταύρος, βέβαια, δεν ήταν η περίπτωση του ανθρώπου που γύρευε καβγάδες αλλά όταν οι καβγάδες τον γύρευαν εκείνος δεν τους απέφευγε. Τελικά πήγαμε στην Κοζάνη. Μιλήσαμε, συζητήσαμε. Περάσαμε ωραία.
Έκτοτε οι δρόμοι μας διαρκώς διασταυρώνονταν. Βασικά τον ακολουθούσα. Ασκούσε πάνω μου την επιρροή του δασκάλου, παρόλο που με την τυπική έννοια δεν υπήρξε ποτέ δάσκαλός μου. Ούτε και στο «Ρήγα», που το όνομα του Σταύρου, μαζί με πολλών άλλων, ήταν ανάμεσα στους ζωντανούς θρύλους της οργάνωσης για τη δράση του στα χρόνια της δικτατορίας, συμπέσαμε.
Ανήκα στη νεότερη φουρνιά ρηγάδων, στη «τσογλανοπαρέα» της Μεταπολίτευσης. Είναι αλήθεια πως για εμάς που δεν είχαμε τις εμπειρίες της δικτατορίας, αυτοί της γενιάς του Πολυτεχνείου ήταν λίγο σαν ιδεολογικοί μπαμπάδες μας που μας «έπνιγαν»: ισχυρές παρουσίες με έντονο «υπερεγώ». Πρέπει αυτό, δεν πρέπει τ’ άλλο, όλο καθήκοντα κι υποχρεώσεις! Δεν μας έφταναν εκείνοι που μας περίμεναν στο σπίτι, είχαμε κι αυτούς στην «Οργάνωση». Άσε που μου έπεφταν πολύ κομμουνιστές οι πιο πολλοί από δαύτους.
Χρόνια αργότερα αισθάνθηκα το βάρος της κληρονομιάς εκείνων των νέων ανθρώπων που στη δικτατορία έπαιξαν τη ζωή τους κορώνα-γράμματα, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν, και που ποτέ δεν μιλούσαν για αυτά. Χρόνια αργότερα, μεγαλώνοντας, συνειδητοποίησα πόσο σημαντικό είναι να υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Σταύρο Τσακυράκη, παρόντες στα δύσκολα. Οι άνθρωποι αυτοί είναι η ηθική συνείδηση της κοινωνίας, ώστε η τελευταία να μπορεί να πατήσει στα πόδια της σε πιο ομαλούς καιρούς.
Σταδιακά, ο Σταύρος εξελίχτηκε σε ένα είδος ηθικής πυξίδας για τις δικές μου πολιτικές επιλογές. «Ο Τσακυράκης τι λέει επ’ αυτού;» έπιασα τον εαυτό μου όλα αυτά τα χρόνια να ρωτάει κάθε φορά που σε ένα ζήτημα ανέκυπταν ζόρικα διλήμματα. Ήταν ένας παθιασμένος υπερασπιστής των φιλελεύθερων δικαιωμάτων ακόμη κι αν αυτά αφορούσαν αυτούς που σιχαινόταν. Η θέση του μου έλυνε ζητήματα προσανατολισμού. Όταν ακολουθούσα τη σκέψη του ήξερα πως ήμουν συνεπής με τις αρχές μου.
Δεν ήταν μόνο ο φιλελεύθερος ακαδημαϊκός δάσκαλος και ο ηθικός άνθρωπος. Ήταν ένας άνθρωπος της δράσης. Μια διαρκής πηγή πολιτικής ενέργειας. Συναντηθήκαμε στο Ποτάμι. Στις αρχικές προκαταρκτικές συζητήσεις και μετά στη συνέχεια στις πρώτες στιγμές του εγχειρήματος. Ο ίδιος ήταν γεμάτος ενθουσιασμό για ένα βασικό πράγμα κυρίως, που έμπαιναν νέοι άνθρωποι στην πολιτική. Που το όλο εγχείρημα απέπνεε μια φρεσκάδα όχι μόνο ιδεών αλλά κυρίως ανθρώπινων παρουσιών. Δεν έχω ξαναδεί τόσο αφοσιωμένο άνθρωπο σε αυτήν την υπόθεση. Κάθε φορά, κάθε συζήτηση με τον Τσακυράκη κατέληγε πάντα εκεί: πώς θ’ ασχοληθούν οι νέοι με την πολιτική. Και είχε όλο καινούριες ιδέες για το πώς να ωθήσει μπροστά νέους ανθρώπους.
Ξανασυναντηθήκαμε κατά τη διάρκεια των διαδικασιών για την εκλογή του προέδρου του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς. Δεν είχε πια την παλιά ενέργεια, η ασθένεια τον είχε καταπονήσει, εξακολουθούσε όμως να έχει τη γνωστή φλόγα για τα κοινά και τις εξελίξεις στη χώρα. «Εσύ φταις για όλα. Εξαιτίας σου, και εξαιτίας του άλλου του Καμίνη, μπλεχτήκαμε με τους Πασόκους, το ξέρεις ε;» του είπα μια φορά, «ό,τι τρέλα σου έρχεται στο μυαλό, σ’ ακολουθούμε σαν μαλάκες». Γελούσε, γελούσαμε.
Μετά το αποτέλεσμα, στο οποίο χάσαμε παταγωδώς, κι αφού το ΚΙΝΑΛ ήταν πια για μας ένας βραχνάς, τουλάχιστον για μένα σίγουρα, κάθε φορά που βρισκόμασταν τον πείραζα, εμμέσως αναφερόμενος και σε όσα μου καταλόγιζαν οι διάφοροι επικριτές μου εξαιτίας της αρθρογραφίας μου. «Τη μία μας πήρες και μας πήγες στο Ποτάμι, την άλλη σου ήρθε και μας πήγες στο ΠΑΣΟΚ, τώρα θα σ’ εκδικηθώ και θα σας πάω εγώ στο ΣΥΡΙΖΑ» του είπα την τελευταία φορά που τον είδα. Με το τελευταίο, ο Σταύρος δεν γέλασε απλώς, σήκωσε το χέρι του, το κούνησε, και μου είπε «στο καλό. Εμείς θα σου κουνάμε το μαντήλι».
Μετά την πτώση των Δίδυμων Πύργων, για αρκετό καιρό, οι κάτοικοι της Νέα Υόρκης δυσκολεύονταν να προσανατολιστούν. Είχαν μάθει να αναζητούν τους πύργους τους, ως σταθερό σημείο αναφοράς τους και δεν τους έβρισκαν. Ο Σταύρος ήταν ο δικός μας ηθικός πύργος, το δικό μας σταθερό σημείο αναφοράς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News