Δεν είναι «κλοσάρ», «αναλφάβητοι», «πρεζόνια» και «μέθυσοι», μαζί με όλα τα υπόλοιπα κλισέ που μας εξυπηρετεί να τους φορτώσουμε. Είναι άνθρωποι που πήραν μία λάθος στροφή στη ζωή τους και βρέθηκαν στη σκοτεινή πλευρά του δρόμου.
Η πρώτη πιλοτική κρατική καταγραφή του αριθμού των αστέγων στη χώρα μας, με στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα από την αναπληρώτρια υπουργό Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώ Φωτίου, έρχεται να επιβεβαιώσει ένα πράγμα: δεν πρόκειται να βγούμε από την κρίση, αν πρώτα δεν ξαναβρεί στέγη και ο τελευταίος άστεγος που ξεσπιτώθηκε εξαιτίας της.
Στα τέλη του 2011, σε έναν χειμώνα με πρωτοφανές κρύο για τα δεδομένα της Αθήνας, έκανα ρεπορτάζ για το BHMagazino για τη φυλή των «νεοαστέγων», τους ανθρώπους δηλαδή που έχασαν ξαφνικά τη δουλειά τους εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και αναγκάστηκαν να μείνουν στον δρόμο.
Με την πολύτιμη συμβολή του φωτορεπόρτερ Αγγελου Τζωρτζίνη, ο οποίος είχε προσεγγίσει πολλούς ανθρώπους που ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες, πήγαμε και ξαναπήγαμε στα υπαίθρια «σπίτια» τους και σε άλλα στέκια τους.
Μέχρι να τους γνωρίσω από κοντά, είχα κι εγώ όλα τα γνωστά στερεότυπα στο μυαλό μου. Οταν τους γνώρισα, άλλαξα τελείως άποψη. Σοκαρίστηκα, συγκινήθηκα, πάγωσα. Ομως εγώ, σε αντίθεση με εκείνους, είχα ένα ζεστό σπίτι για να επιστρέψω.
Ονειρα γλυκά στο βαγόνι
Ο Ανδρέας, 43 ετών, μου είπε ότι περιπλανιόταν όλο το βράδυ στους δρόμους της Αθήνας, από φόβο ότι αν τον έπαιρνε ο ύπνος σε κάποιο παγκάκι μπορεί να του την έπεφτε κάποια συμμορία και δεν θα μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Το βράδυ περπατούσε και το πρωί κοιμόταν. Πού κοιμόταν; Μέσα στο τρένο και στο μετρό. Περίμενε πώς και πώς να πάει 5 το πρωί, να αρχίσουν τα δρομολόγια, για να βολευτεί σε μία θέση και να κοιμηθεί με ασφάλεια. «Το 99% των ανθρώπων που βλέπεις να κοιμούνται στα βαγόνια, είναι άστεγοι» μου είχε πει.
Εκείνο που μου είχε κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι η απάντησή του στην ερώτησή μου «ποιο είναι το πιο πολύτιμο πράγμα που σου έχει απομείνει».
«Τα ένσημά μου από τότε που δούλευα σε φαρμακαποθήκη. Τα έχω αφήσει στη μητέρα μου να τα φυλάει». Αυτή η απάντηση είχε ταυτόχρονα κάτι αισιόδοξο και κάτι πολύ στενόχωρο. Από τη μία, η πίστη αυτού του ανθρώπου ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψει στην κανονικότητα, θα βρει δουλειά και θα προσθέσει και άλλα ένσημα στο ενεργητικό του. Από την άλλη, υπήρχε κάπου μία μητέρα που ενώ είχε σπίτι, είχε αφήσει τον γιο της στον δρόμο. Οικογενειακές ιστορίες που δεν παραπέμπουν σε φωτογενή φωτογραφικά άλμπουμ και κυριακάτικα τραπεζώματα.
Σε εκείνο το ρεπορτάζ μιλούσαμε για το τι εστί «νεοάστεγος», με τη βοήθεια του Μη Κυβερνητικού Οργανισμού «Κλίμακα». Επτά χρόνια αργότερα, οι «νεοάστεγοι», κατά κύριο λόγο έκπτωτοι της μεσαίας τάξης, έχουν παλιώσει ως όρος. Και το πρόβλημα παραμένει.
Οι άνθρωποι πίσω από τους αριθμούς
Η πρόσφατη έρευνα λοιπόν, που πραγματοποιήθηκε υπό την εποπτεία του υπουργείου Εργασίας σε συνεργασία με το Πάντειο Πανεπιστήμιο στους Δήμους Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Πειραιά, Ηρακλείου, Νέας Ιωνίας και Ιωαννίνων, κατέγραψε συνολικά 1.645 άστεγους, 691 στον δρόμο και 954 σε διάφορες δομές. Οι 793 βρίσκονται στην Αθήνα, εκ των οποίων οι 353 κοιμούνται στον δρόμο, σε παγκάκια, πεζοδρόμια, εισόδους κλειστών κτιρίων και οι 440 σε δομές.
Εκείνο που προκαλεί μεγαλύτερη αίσθηση είναι ότι σήμερα το μεγαλύτερο ποσοστό των αστέγων είναι άνδρες ελληνικής καταγωγής, ηλικίας 18-44 ετών. Στο παρελθόν, και συγκεκριμένα πριν από την υπογραφή του Μνημονίου, η πλειοψηφία των αστέγων ήταν μετανάστες. Κάνοντας το ρεπορτάζ του 2011, είχα πάρει από διάφορους φορείς την απάντηση ότι «υπολογίζεται πως τα τελευταία δύο χρόνια έχουν αυξηθεί κατά 25% και ότι υπάρχουν περίπου 20.000 σε όλη την Ελλάδα. Ακριβής αριθμητική καταγραφή των αστέγων στη χώρα μας δεν υπάρχει, μιας και ως σήμερα οι άστεγοι στην Ελλάδα δεν έχουν αναγνωριστεί ως ειδική ομάδα που χρήζει μέτρων προστασίας».
Ο άστεγος στον πεζόδρομο της Βαλτετσίου στα Εξάρχεια έχει πάνω στο μαξιλάρι του ένα μικροσκοπικό λούτρινο λιονταράκι
Εφθασε λοιπόν αισίως η ώρα να γίνει έστω μία πρώτη απόπειρα καταγραφής αυτών των ανθρώπων, καθώς, ακόμη και όσοι επιμένουν να κάνουν ότι δεν τους βλέπουν, τους είναι πλέον αδύνατον. Βρίσκονται παντού, σε κάθε γωνιά του δρόμου, στην καρδιά της Αθήνας, δίπλα στα τουριστικά αξιοθέατα, να γεμίζουν τα μάτια σου με αντιθέσεις και την ψυχή σου με ένα αβάσταχτο σφίξιμο. Τον χειμώνα, αν είναι τυχεροί, σκεπάζονται με κουβέρτες και το καλοκαίρι κυκλοφορούν φορώντας το χειμωνιάτικο μπουφάν, γιατί δεν έχουν πού να το αποθηκεύσουν.
Αυτό που δεν καταλαβαίνουν όσοι νιώθουν ότι προσβάλλεται η αισθητική τους στη θέα αυτών των ανθρώπων είναι ότι σχεδόν ο καθένας από εμάς θα μπορούσε να βρεθεί σε μία παρόμοια θέση. Σε μία χώρα που οι σημερινοί σαραντάρηδες ζουν ακόμη με την πετσοκομμένη σύνταξη των γονιών τους, αν οι ίδιοι οι γονείς τους δεν είχαν προνοήσει να τους πάρουν κάποιο διαμέρισμα -με στεγαστικό δάνειο- κάπου στα τέλη των ’90s και στις αρχές των ’00s, θα μπορούσαν κάλλιστα να βρεθούν χωρίς σπίτι.
Ζωή χωρίς «Φιλαράκια»
Η ελληνική πραγματικότητα δεν θυμίζει σε τίποτα το σίριαλ «Friends» που βλέπεις και ξαναβλέπεις σε επανάληψη. Η κρίση δεν μας έφερε πιο κοντά, αντιθέτως μας έκανε να κλειδαμπαρωθούμε στον εαυτό μας. Οσοι έχουν βρεθεί την τελευταία οκταετία σε μεγάλη ανάγκη, θα ξέρουν από πρώτο χέρι ότι στις δύσκολες στιγμές τα «Φιλαράκια» που θα κουδουνίζουν ένα δεύτερο ζευγάρι κλειδιά ώστε να σε φιλοξενήσουν για όσο χρειαστεί είναι είδος υπό εξαφάνιση.
Με αφορμή τη συγκεκριμένη καταγραφή των αστέγων, ανακοινώθηκαν από τους αρμόδιους φορείς κάποια μέτρα αντιμετώπισης του φαινομένου. Μέχρι όμως να γίνουν όλα αυτά, θα μπορούσαμε να κάνουμε όλοι κάτι, ο καθένας ξεχωριστά. Η δυσπιστία υπάρχει παντού: «Πού να τρέχω να δώσω ρούχα και φαγητό; / Και αν τα πάω στην εκκλησία και τα πάρουν οι παπάδες; / Και αν τα πάω σε ΜΚΟ και τα μοιραστούν μεταξύ τους;».
Η κρίση δεν μας έφερε πιο κοντά, αντιθέτως μας έκανε να κλειδαμπαρωθούμε στον εαυτό μας
Αν λοιπόν θέλουμε να ξέρουμε ακριβώς πού πάνε αυτά που μπορούμε να διαθέσουμε, δεν έχουμε παρά να προσφέρουμε κάτι με τα ίδια μας τα χέρια στον πρώτο άστεγο που θα βρούμε μπροστά μας – δεν είναι καθόλου δύσκολο να εντοπίσουμε κάποιον, για την ακρίβεια γίνεται όλο και πιο δύσκολο να κάνουμε ότι δεν τους βλέπουμε. Ενα ταπεράκι με φαγητό που σου έχει περισσέψει, ένα φρούτο που ξέμεινε στην τσάντα σου, τόσα ρούχα που κάθονται στην ντουλάπα σου και δεν τα φοράς ποτέ, από την εποχή που έβγαινες κάθε Σάββατο για ψώνια λες και σκόπευες να ανοίξεις βεστιάριο.
Στρώμα από χαρτόκουτα και «Καλά Χριστούγεννα»
Πλησιάζοντας έναν άστεγο που έχει στήσει το δικό του σπιτικό στον δρόμο, γιατί δεν μπορεί να το κάνει αλλού, θα ξαφνιαστείς με εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που συνθέτουν το προσωπικό του σύμπαν και τον βοηθούν να αντιμετωπίσει ακόμη μία δύσκολη μέρα. Ο άστεγος στον πεζόδρομο της Βαλτετσίου στα Εξάρχεια έχει πάνω στο μαξιλάρι του ένα μικροσκοπικό λούτρινο λιονταράκι. Εκείνος στη Σταδίου, απέναντι από την Κλαυθμώνος, κάποια στιγμή είχε στολίσει τον χώρο του με την ασπρόμαυρη αφίσα ενός όμορφου κοριτσιού. Και τα Χριστούγεννα του 2015 είχε βρει ένα ελατάκι στα σκουπίδια και είχε δημιουργήσει τη δική του γιορτινή ατμόσφαιρα δίπλα στις επαγγελματικά στολισμένες βιτρίνες.
Κάποιος που έχει για κρεβάτι ένα παγκάκι μπροστά από την Παλιά Βουλή και πίσω από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη το στρώνει με χαρτόνια προτού καθίσει – να μια ωραία απάντηση σε κάτι ξεπεσμένες αριστοκράτισσες που σιχαίνονται ακόμη και να τους κοιτάξουν επειδή είναι «βρωμιάρηδες».
Υπάρχει επίσης η γυναίκα που καθρεφτίζεται και χτενίζεται μπροστά από τη γυαλιστερή αντανάκλαση που κάνουν οι διαφημιστικές αφίσες στις στάσεις λεωφορείου στη Βασιλίσσης Σοφίας. Και ένα αγόρι γύρω στα 25 που αν του δώσεις χρήματα, θα τρέξει γρήγορα ξοπίσω σου και θα σε ρωτήσει πολύ ευγενικά: «Σίγουρα δεν σου τα στερώ;»
Και ένα ζευγάρι στην Πανεπιστημίου, που έχει στήσει ολόκληρο νοικοκοκυριό, έχει ακόμα και κάτι ξύλινες τάβλες που σχηματίζουν κάτι μεταξύ παπουτσοθήκης και κομοδίνου. Και ένα ακόμη ζευγάρι, που στρώνει «διπλό χαρτόνι» και κοιμάται έξω από τα McDonald’s στην Ερμού, την ώρα που τόσοι και τόσοι προνομιούχοι αυτής της πόλης αποφεύγουν να κοιμηθούν αγκαλιά με κάποιον επειδή φοβούνται τη δέσμευση.
Είναι οι άστεγοι της διπλανής εξώπορτας που ζουν ανάμεσά μας και ζούμε ανάμεσά τους. Κάποια στιγμή κλειδώθηκαν απέξω και από τότε έχουν χάσει τα κλειδιά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News