Τα περιστατικά εκφοβισμού στην ηλικία της εφηβείας δείχνουν πλέον να αυξάνουν και στην Ελλάδα. Πολλές φορές με τραγικά αποτελέσματα. Τελευταίο συμβάν, η αυτοκτονία ενός 15χρονου παιδιού στην Αργυρούπολη. Το παιδί άφησε ιδιόχειρο σημείωμα πριν αυτοκτονήσει, στο οποίο δήλωνε τον σεβασμό και την αγάπη του στην οικογένειά του και ταυτόχρονα κατονόμαζε τους νταήδες συμμαθητές του, που όπως σημείωνε, του κατέστρεψαν τη ζωή, ζητώντας και τη δική τους καταστροφή. Η πνευματική διαύγεια και η ψυχική συνοχή του παιδιού αυτού, λίγο πριν βάλει τέλος στη ζωή του, είναι πραγματικά συγκλονιστική! Και αποκαλύπτει ωμότατα το κοινωνικό αυτό πρόβλημα σε όλη του την ένταση και έκταση.
Δεν θα ήθελα να αναφερθώ στο παρόν σχόλιο σε γενικόλογες αναλύσεις και θεωρήσεις του φαινομένου. Φυσικά οι φιλονικίες και τα πειράγματα μεταξύ συνομήλικων κατά την εφηβεία είναι αναμενόμενα, ως αποτέλεσμα τόσο της ορμονικής έξαρσης, όσο ως αποτέλεσμα της αναστολής της σεξουαλικής ορμής. Αρκεί να μην ξεπερνιούνται κάποια όρια. Και επειδή πρόκειται για παιδιά, όταν ακριβώς τα όρια ξεπερνιούνται, σχεδόν ολόκληρη την ευθύνη φέρουν οι γονείς.
Θέλω να σταθώ σε έναν συνήθη ψυχοκοινωνικό τύπο πατέρα νταήδων – δεν είναι ο μόνος φυσικά – καθώς, στις περισσότερες των περιπτώσεων, εκείνος ευθύνεται για την δολοφονική αυτή συνήθεια του παιδιού του. Παραβλέπω τη μάνα εδώ με την εξήγηση ότι τις περισσότερες περιπτώσεις δεν «υπάρχει μάνα» με την έννοια ότι πρόκειται για ένα άβουλο όν, έρμαιο στις διαθέσεις του άνδρα της, χωρίς ψυχικό σθένος. Διαφορετικά, αν υπάρχει ισχυρή παρουσία της μάνας, και η διαφωνία της ενάντια σε όλα αυτά , είναι σχεδόν αδύνατο το παιδί να πάρει αυτόν τον λάθος δρόμο καθότι η σχέση μάνας – γιού είναι ισχυρότερη από την αντίστοιχη σχέση με τον πατέρα και έτσι θα αναστέλλει διαρκώς όσες συμπεριφορές κι αν προσπαθήσει να περάσει ο πατέρας.
Είναι λοιπόν ο πατέρας εκείνος που σέρνει το παιδί του από πολύ μικρό, συνήθως από την ηλικία των τριών περίπου ετών, στην πιάτσα του καφενείου, του κουρείου και σε κάθε ανδροπαρέα του. Συνήθως αποκαλεί το παιδί του με κάποιο αστείο υποκοριστικό και η σχέση του μαζί του μοιάζει περισσότερο με τη σχέση αφεντικού – σκυλιού. Το κούρεμα του μικρού του φέρει συχνά αλογοουρά, ή κάποια άλλη extreme αποτύπωση. Το παιδί – κλόουν θα μάθει από νωρίς να ψυχαγωγεί την ανδροπαρέα και συνήθως η πρώτη λέξη που μαθαίνει να λέει είναι μ@λ@κα@ς προκαλώντας τους θορυβώδεις γέλωτες των ανδρών. Το λεξιλόγιο σιγά σιγά … εμπλουτίζεται και καθώς προκαλεί το ενδιαφέρον όλων, το χρησιμοποιεί κατά κόρον παντού, εκτός από την αγορά, στο σπίτι και στο σχολείο.
Σίγουρα μαζί, πατέρας και γιός, θα κάνουν το χουνέρι στη γάτα ή το σκύλο της γειτονιάς, μαγκώνοντας την ουρά του ζωντανού σε κάποια πόρτα , ή πετυχαίνοντάς το στο σημάδι με ένα μπουκάλι νερό. Μαζί κρυφά θα ρίξουν κλωτσιά στο αυτοκίνητο του γείτονα που πρόλαβε να παρκάρει σε καλύτερη θέση από αυτούς ή επειδή «έχουν πολλά φράγκα και δεν δίνουν τίποτα». Κι αν αποκαλυφθούν οι πράξεις τους, θα λουφάξουν μπροστά στον δυνατότερο ή θα επιτεθούν με μένος μπροστά στον ασθενέστερο. Είναι ο πατέρας εκείνος που θα γελάσει μέχρι δακρύων αν ο γιός του, του μεταφέρει γεμάτος ενθουσιασμό ότι ένας συμμαθητής του είναι π@στάρα, κοροϊδεύοντας ταυτόχρονα τους φραγκάτους γονείς του: ας τα βάλουν τώρα στον κ@λο του!
Κι εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται η τεράστια μειονεξία των ανθρώπων αυτών. Το μεγάλο κοινωνικό τους μίσος που εκφράζεται με διάφορους τρόπους φανερώνει το αίσθημα της αποτυχίας που είναι κυρίαρχο μέσα τους. Επειδή κατά βάθος μισούν τον δικό τους αποτυχημένο εαυτό, δεν μπορούν παρά να μισήσουν και το δικό τους αγόρι σαν αναπαράσταση του εαυτού τους.
Η κοσμοθεωρία τους είναι απλή: Υπάρχουν δυό λογιών άνθρωποι: οι φραγκάτοι που από κάπου τα κονόμησαν εύκολα και οι φτωχομπ@νέδες που δεν τους έλαχε χρήμα. Η τρίτη κατηγορία, η ατομική επιτυχία ως αποτέλεσμα μόχθου και κόπων δεν υπάρχει στη συλλογιστική τους, έχει απωθηθεί στο υποσυνείδητο. Γιατί αυτόν το μόχθο απέφυγαν. Γιατί διάλεξαν το εύκολο. Μεγαλύτεροι εχθροί τους είναι τα φτωχόπαιδα της ηλικίας τους που δούλεψαν σκληρά , σπούδασαν και κατάφεραν να αποκτήσουν κοινωνικό πρόσωπο. Ο πατέρας έχει τα ίδια εχθρικά ένστικτα με το παιδί του, εκείνος όμως έχει μάθει να φοβάται τον νόμο.
Γι’ αυτό αν κάποιος τού διαμαρτυρηθεί για τη συμπεριφορά του γιού του απέναντι σε κάποιο άλλο παιδί, εκείνος γεμάτος χαμόγελα θα του πεί: έλα ρε κ@λοπαιδο μην το ξανακάνεις! Και το ύφος του είναι σα να του λέει. Κάντο αγόρι μου, κάντο ξανά! Γι αυτό υπάρχουν οι αδύναμοι! Να κρύβουν τη δική μας αδυναμία!
Παναγιώτης Κουβαλάκης, κοινωνικός ανθρωπολόγος
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News