H Repubblica για τη χαρά της οδήγησης (γερμανικών αυτοκινήτων) στην Αμερική/ Το Atlas Obscura για την ντόπα πριν από την ντόπα/ Το 1843 για έναν παγκόσμιο ύμνο του ποδοσφαίρου και οι Financial Times για...
  • La Repubblica

    Γιατί ο Τραμπ μισεί το θρυλικό «Σκαθάρι»

    Για όλα φταίει το «Σκαθάρι». Αυτό, τουλάχιστον, υποστηρίζει ο ο Βιτόριο Τσουκόνι, ανταποκριτής επί σειρά ετών της La Repubblica στις ΗΠΑ, σχολιάζοντας την κήρυξη πολέμου κατά της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας από την πλευρά του Ντόναλντ Τραμπ. Μάλιστα ο ιταλός δημοσιογράφος κάνει εξαρχής λόγο για μια «καθυστερημένη βεντέτα ενός ηλικιωμένου δισεκατομμυριούχου» κατά του μύθου «Made in Germany που γέννησε εκείνο το αμαξάκι με την αποβίβασή του (εν μέσω της χλεύης των εγχώριων κατασκευαστών) στην Αμερική το 1949».

    Ας ξεχάσουμε την πολιτική και τους εμπορικούς πολέμους και τους δασμούς και την «Νέα Παγκόσμια Αταξία», μας προτρέπει ο Τσουκόνι, σύμφωνα με τον οποίο το μίσος του Τραμπ για τα αυτοκίνητα που εξέρχονται από τις γραμμές παραγωγής του Μονάχου, της Στουτγάρδης, του Βόλφσμπουργκ ή των εργοστασίων της κραταιής Volkswagen ανά τον κόσμο, «οφείλεται στη μνησικακία ενός εθνικιστή που είδε την αυτοκρατορία του Ντιτρόιτ να καταρρέει εξαιτίας της αναίδειας και των ικανοτήτων των ηττημένων του πολέμου».

    Η άφιξη του Σκαραβαίου στις ΗΠΑ, ενός αυτοκινήτου που σχεδίασε ο Φέρντιναντ Πόρσε το 1938 έπειτα από εντολή του Φύρερ, σήμανε την αρχή αυτής της ιδιότυπης σχέσης αγάπης και μίσους των Αμερικανών με τα γερμανικά αυτοκίνητα. Κατά τη δεκαετία του 1950 στους αυτοκινητοδρόμους του προέδρου Αϊζενχάουερ, το Σκαθάρι προκαλούσε το γέλιο στους μεγαλομανείς νικητές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίοι γνώριζαν ότι τα ¾ όλων των αυτοκινήτων που κυκλοφορούσαν στους δρόμους όλου του κόσμου, κατασκευάζονταν στα εργοστάσια της Chrysler, της General Motors και της Ford στο Ντιτρόιτ.

    Κατά την επόμενη δεκαετία, ωστόσο, το Σκαθάρι ξεκίνησε να ανοίγει τον δρόμο για την μετέπειτα επέλαση των υπόλοιπων Volkswagen και των BMW και των Mercedes και των Porsche στις ΗΠΑ. Το αποκαλούμενο «The Bug» – (Tο Έντομο) – από τους Αμερικανούς αυτοκίνητο κατέληξε να αποτελεί το κατεξοχήν όχημα της αμερικανικής αντικουλτούρας, αγαπημένο μεταφορικό μέσο των παιδιών των λουλουδιών.

    Σταδιακά οι μεγαλοβιομήχανοι του Ντιτρόιτ σταμάτησαν να περιγελούν τον Σκαραβαίο ενώ από το 1974 και έπειτα, η εκτίναξη της τιμής του πετρελαίου αποκάλυψε την ανικανότητα των Αμερικανών να κατασκευάζουν οικονομικά αλλά και αξιόπιστα αυτοκίνητα. Η υπεροχή των Γερμανών ήταν αδιαμφισβήτητη και με το πέρασμα των χρόνων το Made in Germany κατέληξε να αποτελεί συνώνυμο, όχι μόνον της αξιοπιστίας αλλά και της πολυτέλειας. Την ώρα που οι συνταξιούχοι των ΗΠΑ οδηγούσαν Cadillac και οι νεαροί Αμερικανοί Corvette, τα μέλη της αμερικανικής ελίτ μιλούσαν για την Fahrvergnügen, την απόλαυση της οδήγησης.

    Όσον αφορά το σήμερα, «δεν θα βρείτε κανέναν λύκο της Wall Street στο τιμόνι ενός αμερικανικού αυτοκίνητου, κανέναν διανοούμενο, κανέναν αστέρα του κόσμου του θεάματος σε μια Chevrolet», καταλήγει ο Τσουκόνι, υποστηρίζοντας πως εάν απειλείται από κάποιον η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, αυτός δεν είναι ο Ντόναλντ Τραμπ αλλά κατασκευαστές της Ασίας.

    Το θρυλικό «Σκαθάρι» στα χρώματα της Coca – Cola. Φωτογραφία: Shutterstock.
  • Atlas Obscura

    Σαμπάνια ή μπράντι, ακόμα και στρυχνίνη για καλύτερες επιδόσεις

    Μπράντι και σαμπάνια, κοκαΐνη, ηρωίνη ακόμα και στρυχνίνη! Ήταν αυτά τα τονωτικά ποτά των μαραθωνοδρόμων των αρχών του περασμένου αιώνα. Γιατί οι ειδικοί εκείνη την περίοδο θεωρούσαν πως το αλκοόλ αποτελεί ένα ιδανικό διεγερτικό και σημαντική πηγή ενέργειας λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς του σε ζάχαρη. Ειδικά η σαμπάνια ήταν το αγαπημένο ποτό των καλύτερων αθλητών της εποχής χάρη στις (υποτιθέμενες) αναζωογονητικές ιδιότητές της ενώ αίσθηση, σίγουρα, προκαλεί ότι η στρυχνίνη δεν ήταν ακόμα ένα πανίσχυρο δηλητήριο αλλά ένα σχεδόν θαυματουργό φάρμακο, πραγματικό βάλσαμο για τους αποκαμωμένους δρομείς μεγάλων αποστάσεων.

    Οπότε δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση – αναφέρει το αμερικανικό διαδικτυακό περιοδικό Atlas Obscura – ότι «το 1896, κατά τη διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, ο έλληνας μαραθωνοδρόμος Σπύρος Λούης κατέβασε ένα ποτήρι κονιάκ ενώ υπολείπονταν δέκα χιλιόμετρα για την ολοκλήρωση της διαδρομής. Αναζωογονημένος κατέληξε να κερδίσει το χρυσό μετάλλιο». Το 1904 στους Ολυμπιακούς του Σεντ Λιούις οι μαραθωνοδρόμοι αγωνίστηκαν κάτω από τις πλέον αντίξοες συνθήκες με το θερμόμετρο να δείχνει 35 βαθμούς. Νικητής αναδείχτηκε τελικά ο Αμερικανός Τόμας Χικς, ο οποίος ανά τακτά χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια της πορείας του προς το χρυσό μετάλλιο έπινε ένα «σχεδόν θανατηφόρο κοκτέιλ» με στρυχνίνη, μπράντι και θειικό άλας μέσα σε ασπράδια. Τέσσερα χρόνια μετά στο Σικάγο, ο πρώην επιστάτης και νυν δρομέας Άλμπερτ Κόρεϊ, έκοψε πρώτος το νήμα του τερματισμού, χάρη στις γερές δόσεις, όπως αποκάλυψε ο ίδιος στη συνέχεια, σαμπάνιας που πήρε ενόσω έτρεχε.

    «Όσο παράξενο και αν φαίνεται σήμερα, οι άνθρωποι πίστευαν κάποτε ότι το αλκοόλ και η στρυχνίνη βελτίωναν την απόδοση. Τα ποτά μοιράζονταν όπως το Gatorode και τα ενεργειακά πηκτώματα στους αθλητές αγωνισμάτων αντοχής. Σύμφωνα με τον δρ. Μάθιου Μπαρνς από τη σχολή Αθλητισμού, Γυμναστικής και Διατροφής του πανεπιστημίου Massey της Νέας Ζηλανδίας, το μπούκωμα των αθλητών με αλκοόλ άρχισε στην αρχαία Ελλάδα και την αυτοκρατορική Κίνα».

    O Σπύρος Λούης προσφέρει έναν κότινο στον Αδόλφο Χίτλερ στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου το 1936. Φωτογραφία: Getty Images
  • 1843

    Πώς το Guantanamera έγινε ο παγκόσμιος ύμνος του ποδοσφαίρου

    Η τελευταία φορά που η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Κούβας συμμετείχε στους αγώνες της τελικής φάσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου ήταν το μακρινό 1938. Αλλά η ψυχή της Κούβας είναι παρούσα σε όλα τα Μουντιάλ χάρη στο Guantanamera, ένα τραγούδι που έγραψε τη δεκαετία του 1920 ο Χοσεΐτο Φερνάντεθ, ο «βασιλιάς της μελωδίας» στην Αβάνα εκείνη την εποχή. Πώς, όμως, ο ρυθμός του πασίγνωστου τραγουδιού κατέληξε να αποτελεί έναν παγκόσμιο ποδοσφαιρικό ύμνο που ακούγεται στα γήπεδα όλου του κόσμου; Την απάντηση μάς προσφέρει το 1843, «το βραβευμένο περιοδικό ιδεών, τρόπου ζωής και πολιτισμού» του Economist.

    Χάρη στις αμερικανικές εκδοχές του Πιτ Σίγκερ (1963) και των Sandpipers (1966) το πιο διάσημο κουβανέζικο τραγούδι έγινε παγκόσμια επιτυχία. Και ήταν το 1966, χρονιά που το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου κέρδισε η Αγγλία και το Guantanamera βρισκόταν στην κορυφή των charts και στην Αμερική και στον Καναδά και στη Βρετανία, που ο ρυθμός του ακούστηκε για πρώτη φορά σε γήπεδο της Αγγλίας. Χάρη σε έναν οπαδό της ομάδας του Πόρτσμουθ, τον Ντέιβ Άλεν ο οποίος μετέτρεψε τo άσμα του «βασιλιά της μελωδίας» στο «There is only one…», αγαπημένο ποδοσφαιρικό ύμνο όλων των βρετανών οπαδών.

    «Το φθινόπωρο του 1966, αφότου η Αγγλία κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο, όλοι ήταν ενθουσιασμένοι με το ποδόσφαιρο. Η ομάδα μου είχε έναν αμυντικό που τον έλεγαν Φρεντ Σμιθ. Μου άρεσε πολύ ιδέα να τραγουδήσω “There is only one Fred Smith”, (Υπάρχει μόνον ένας Φρεντ Σμιθ), παρότι ήταν ένας μέτριος παίκτης. Επιπλέον τη δεκαετία του 1960 το όνομα “Φρεντ Σμιθ” ήταν κοινό στην Αγγλία. Τραγουδούσαμε για τον αμυντικό μας επαινετικά και με χαρά αλλά και με μια δόση ειρωνείας», εξήγησε ο ίδιος, μιλώντας στο βρετανικό περιοδικό. Πολύ γρήγορα το άσμα υιοθετήθηκε και από τους οπαδούς και των άλλων ομάδων της Γηραιάς Αλβιώνας για να διαδοθεί στη συνέχεια σε δεκάδες χώρες σε όλον τον κόσμο.

    O ακούσιος συνθέτης ενός από τα πιο γνωστά ποδοσφαιρικά άσματα όλων των εποχών Χοσεΐτο Φερνάντεθ. Φωτογραφία: Youtube
  • Financial Times

    Εξηγώντας την παγκοσμιοποίηση με ποδοσφαιρικούς όρους

    Θα μπορούσε το ποδόσφαιρο να μας διδάξει κάτι για την οικονομία και την παγκοσμιοποίηση; Ο οικονομολόγος Στέφαν Σζιμάνσκι, για παράδειγμα, και ο αθλητικογράφος των Financial Times Σάιμον Κούπερ, συγγραφείς του Soccereconomics, είναι πεπεισμένοι. Και το ίδιο φαίνεται πως πιστεύει και ο Tιμ Χάρφορντ, επίσης των FT, ο οποίος σε άρθρο του επικαλείται μια μελέτη του Σζιμάνσκι και της συναδέλφου του Μέλανι Κράους για να εξηγήσει το φαινόμενο που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «σύγκλιση».

    Πρόκειται για τον μηχανισμό που επιτρέπει (θεωρητικά) στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες να αναπτυχθούν με ταχύτερους ρυθμούς από ότι τα ανεπτυγμένα κράτη και να κλείσουν την οικονομική ψαλίδα μεταξύ τους. Γιατί η κατασκευή δρόμων, λιμανιών ή σιδηροδρομικών δικτύων εκεί όπου δεν υπάρχουν, επιφέρει μεγαλύτερη αύξηση των επενδύσεων συγκριτικά με την κατασκευή νέων σε χώρες όπου υπάρχουν ήδη δίκτυα υποδομών. Στην πραγματικότητα, όμως, όπως απέδειξε ο Ρίτσαρντ Μπάλντγουιν στο βιβλίο του «The Great Convergence», αυτό συνέβη την περίοδο 1970 – 2010 μόνο σε μια μικρή ομάδα χωρών – στην Κίνα, τη Νότια Κορέα, την Ινδία, την Πολωνία, την Ινδονησία και την Ταϊλάνδη. Για αυτό σήμερα γίνεται λόγος για «σύγκλιση υπό συνθήκες».

    Συχνά, όμως, μεμονωμένοι κλάδοι της οικονομίας χωρών που δεν ικανοποιούν τις εν λόγω όποιες συνθήκες καταφέρνουν να ενταχθούν στην παγκόσμια οικονομία και αναπτυχθούν. Και εδώ έρχεται η αναλογία με το ποδόσφαιρο: ένας παίχτης μιας χώρας περιορισμένων δυνατοτήτων στο ποδόσφαιρο μπορεί να διακριθεί στην παγκόσμια ποδοσφαιρική αγορά και να καταλήξει σε μια μεγάλη ομάδα, απολαμβάνοντας το προνόμιο να έχει αξιόλογους γυμναστές, προπονητές και συμπαίκτες. Και φορώντας τη φανέλα της εθνικής ομάδας, μπορεί με τη σειρά του να συμβάλλει στην ανάπτυξη της χώρας του, κομίζοντας νέες ιδέες, συστήματα και πρακτικές. Με λόγια απλά, όπως η Αίγυπτος έβγαλε τον Μοχάμεντ Σαλάχ, έτσι και ένας κλάδος της οικονομίας της Αιγύπτου θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε παγκόσμιο επίπεδο ανεξάρτητα από την πορεία της οικονομίας στο σύνολό της.

    Μαθήματα…οικονομίας από τους βιρτουόζους της στρογγυλής θεάς. Ανεξαρτήτως καταγωγής. Φωτογραφία: Getty Images



text
  • Οι μισοί υποδέχονται το 2025 με ελπίδα και οι άλλοι μισοί με ανησυχία και φόβο. Στο τέλος της χρονιάς θα δικαιωθούν και οι δύο


    28 Δεκεμβρίου 2024, 22:21