Στις 18 Ιουνίου 1940 ο στρατηγός Σαρλ Ντε Γκολ απηύθυνε ένα διάγγελμα. Πραγματικό διάγγελμα, όχι σαν κι αυτά που ονομάζουμε εμείς διαγγέλματα.
Είχε μόλις διαφύγει στο Λονδίνο από την κατεχόμενη Γαλλία και έπειτα από ειδική άδεια του Ουίνστον Τσόρτσιλ απευθύνθηκε στους Γάλλους από την ραδιοφωνική συχνότητα του BBC, κηρύσσοντας την έναρξη της γαλλικής Aντίστασης, μεταξύ άλλων με τις φράσεις: «Εχει ειπωθεί η τελευταία λέξη; Πρέπει να εξαφανιστεί η ελπίδα; Είναι η ήττα οριστική; Όχι!»
Η επέτειος της 18ης Ιουνίου είναι μία από τις σημαντικότερες στην Γαλλία. Και παρόλο που η ομιλία του Ντε Γκολ παραδόξως δεν είχε ηχογραφηθεί, σώζεται το δακτυλογραφημένο αντίτυπο από το οποίο εκφωνήθηκε.
Στην εφετινή επέτειο, σημειώθηκε ένα περιστατικό, το οποίο μπορεί και να αποδειχθεί ιστορικής σημασίας, στην εποχή του ξεχαρβαλώματος και του «έλα μωρέ», στην οποια ζούμε. Η Γαλλία, η Ευρώπη, εμείς, ο κόσμός ολόκληρος.
Στο Μον Βαλεριάν, έξω από το Παρίσι, ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Εμανουέλ Μακρόν παρέστη στους τοπικούς εορτασμούς.
Όσο χαιρετούσε κάποιους από τους παρευρισκόμενους μαθητές, ένας από αυτούς, εμφορούμενος από τις φθηνές επαναστατικές ιδέες και συνήθειeς, άρχισε να τραγουδάει την Διεθνή («Εμπρός της γης οι κολασμένοι», κλπ.) και μόλις βρέθηκε κοντά του ο πρόεδρος εκστόμισε το εξής: «Είσαι καλά, Μανού;» (χαϊδευτικό του Εμανουέλ).
Αυτό που πλέον έχει γίνει κανόνας και έδειξη μαγκιάς, άνεσης, χαλαρότητας, δεν πέρασε έτσι από τον γάλλο πρόεδρο. Ο οποίος με την δέουσα αυστηρότητα και το ανάλογο ύφος έκοψε τον αέρα του νεαρού, άκοπου επαναστάτη: «Οχι, αυτό δεν γίνεται, όχι, όχι, όχι, όχι!», είπε ο Μακρόν. Ο «μάγκας» μαζεύτηκε αμέσως και ψέλλισε: «Συγγνώμη, κύριε πρόεδρε».
Όμως μία συγγνώμη δεν αρκούσε.
«Είσαι εδώ σε έναν επίσημο εορτασμό, πρέπει να συμπεριφέρεσαι όπως πρέπει. Μπορεί γενικά να φέρεσαι σαν βλάκας, αλλά σήμερα είναι η μέρα της Μασσαλιώτιδας και θα με αποκαλείς “Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας” ή “Κύριε”. Εντάξει; Λοιπόν…», συνέχισε σε ύφος που δεν άφηνε πολλά περιθώρια ο γάλλος Πρόεδρος.
Δεν τελειώσαν όμως όλα εκεί. Υπήρχε και συνέχεια:
«Και πρέπει να μάθεις να κάνεις τα πράγματα με τη σωστή σειρά. Τη μέρα που θα θέλεις να κάνεις την επανάσταση θα πρέπει πρώτα να έχεις πτυχίο και δουλειά, να τρέφεσαι μόνος σου, εντάξει; Τότε να πας να δώσεις μαθήματα και σε άλλους».
Ο πειρασμός για συγκρίσεις με τα όσα συμβαίνουν στην χώρα μας και τις εύκολες χρήσεις του ενικού ή την περιφρόνηση του πρωτοκόλλου, εν γένει και από ηγετικές προσωπικότητες, είναι μεγάλος.
Δύσκολα αντιστέκεται κανείς σε αυτόν.
Τι παράδειγμα, φερ’ ειπείν, δίνει ένας πρωθυπουργός, ο οποίος αποκαλεί τον πρόεδρο της Γαλλίας δημοσίως «Φρανσουά» ή «Εμανουέλ», τον πρόεδρο των ΗΠΑ «Μπαράκ», τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Ζαν Κλοντ» ή τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «Μάρτιν», «Αντόνιο» ή οτιδήποτε άλλο;
Ή ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας που δέχεται να συνομιλεί με οποιονδήποτε, όπως και αν αυτός είναι ενδεδυμένος και όπως και αν συμπεριφέρεται;
Τι σεβασμό εμπνέει μία τέτοια χαλαρότητα για το ίδιο, το οποιοδήποτε, αξίωμα;
Για να είναι κανείς δίκαιος, αυτά δεν ξεκίνησαν τώρα. Εχουν προηγηθεί άλλοι. Τα τελευταία χρόνια όμως η κατάσταση εκτροχιάστηκε.
Αρκεί απλώς να ξανασκεφτούν όλοι ότι τους προέδρους, τους βασιλιάδες και τους πρωθυπουργούς, τους αξιωματούχους, τους ηλικιωμένους, είναι καλύτερα να τους προσφωνεί κάποιος με τον τίτλο, την ιδιότητά τους ή το επώνυμό τους. Με το «Κύριε/Κυρία», με το «Σεις» και με το «Σας»…
Αν μη τι άλλο, για να μην εκτίθεται ανεπανόρθωτα για τον λάθος λόγο. Και επειδή, ούτως ή άλλως, δεν πετυχαίνουν τίποτε με την βεβιασμένη οικειότητα.
Οσο για τον πρόεδρο Μακρόν, μάλλον δεν είχαν καταλάβει οι περισσότεροι με τι έχουν να κάνουν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News