H Corriere della Sera για το ενδεχόμενο μιας «επανάστασης» στην Ελβετία / Oι New York Times για τον Γκράχαμ Μπελ και τον Μαρκ Ζούκερμπεργκ / Tο BBC για τις ανισότητες της εφηβείας / Και το Atlantic για...
  • Corriere della Sera

    Δημοψήφισμα μεγέθους... Brexit την Κυριακή στην Ελβετία

    Προσοχή! Παρότι σπάνια απασχολεί τη διεθνή κοινότητα, την Κυριακή θα πρέπει να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας στην Ελβετία. Γιατί εάν εγκριθεί (μέσω του δημοψηφίσματος που θα πραγματοποιηθεί στη Συνομοσπονδία) η μεταρρύθμιση γνωστή ως «Vollgeld» (Κρατικό Χρήμα), τότε θα γίνουμε μάρτυρες της μεγαλύτερης επανάστασης στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα εδώ και πολλές δεκαετίες, μιας ριζικής αλλαγής του τρόπου λειτουργίας των τραπεζών, όπως αυτός νοείται σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο. Αυτό που καλούνται να κάνουν μεθαύριο οι Ελβετοί είναι να πουν «ναι» ή «όχι» στη δυνατότητα των ιδιωτικών τραπεζών να δημιουργούν χρήμα.

    Η μεταρρύθμιση υποστηρίζεται και από την φιλελεύθερη Δεξιά και από δυνάμεις της Αριστεράς που εναντιώνονται στην παντοδυναμία των τραπεζών, αλλά πρόκειται περισσότερο για μια πρωτοβουλία πολιτών, οι οποίοι, έχοντας τρομάξει με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, είναι πεπεισμένοι πως αργά ή γρήγορα θα ξεσπάσει ξανά. Για τον λόγο αυτό ζητούν την κατάργηση του συστήματος κλασματικών αποθεματικών, χάρη στο οποίο μια τράπεζα δεν κρατάει όλες τις καταθέσεις των αποταμιευτών της αλλά δανείζει μέρος αυτών υπό τη μορφή δανείων σε επιχειρήσεις και ιδιώτες. Αυτό σημαίνει ότι τα διαθέσιμα κεφάλαια μια τράπεζας αποτελούν μόνον ένα κλάσμα του συνόλου των καταθέσεων. Καθώς οι περισσότερες τραπεζικές καταθέσεις αντιμετωπίζονται ακριβώς σαν ηλεκτρονικό ή λογιστικό χρήμα, το σύστημα κλασματικών αποθεμάτων αυξάνει τη ροή χρήματος, και έτσι οι τράπεζες ουσιαστικά δημιουργούν νέο χρήμα.

    Αντιθέτως όλοι όσοι τάσσονται υπέρ της μεταρρύθμισης επιθυμούν τη διασφάλιση του συνόλου των καταθέσεων των αποταμιευτών και τη δημιουργία νέου χρήματος μόνον από την Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας (BNS). Ο πρόεδρός της, ωστόσο, Τόμας Γιόρνταν μίλησε για «ένα επικίνδυνο πείραμα» ενώ ο Σέρτζιο Ερμότι, διευθυντής της UBS, της μεγαλύτερης ιδιωτικής τράπεζας της Ελβετίας περιορίστηκε – αναφέρει η Corriere della Sera – να πει πως «δεν αναμένω ότι οι Ελβετοί θα αποδειχτούν αυτοκτονικοί και θα εγκρίνουν τη μεταρρύθμιση». Πράγματι, γιατί, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, τουλάχιστον το 60% των Ελβετών τάσσεται κατά. Αλλά αυτό δεν αλλάζει το ότι πρόκειται για κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, «για ένα δημοψήφισμα μεγέθους Brexit στις Άλπεις», όπως σημείωσε χαρακτηριστικά από την πλευρά της η τράπεζα ING.

    «Αγαπητή Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας, σε παρακαλώ θυμήσου γιατί σε ιδρύσαμε», έγραψαν με σπρέι μέλη της πρωτοβουλίας «Κρατικό Χρήμα» έξω από την BNS. Στη συνέχεια, ωστόσο, κλήθηκαν να το σβήσουν. /  Φωτογραφία: REUTERS/Denis Balibouse
  • New York Times

    Μήπως ήρθε η ώρα να σπάσουμε το μονοπώλιο του Facebook;

    Αυτό διερωτώνται οι αρχισυντάκτες των New York Times σε κύριο άρθρο τους με αφορμή το τελευταίο λαβράκι της εφημερίδας όσον αφορά τα ατοπήματα της αυτοκρατορίας του Μαρκ Ζούκερμπεργκ. Όπως αποκαλύφτηκε την Τρίτη, το Facebook παρείχε πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα μερίδας των χρηστών του σε τουλάχιστον τέσσερις κινεζικές εταιρείες, μία από τις οποίες, μάλιστα, απειλεί, σύμφωνα με κρατικούς αξιωματούχους, την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Μάθαμε επίσης ότι παρείχε πρόσβαση σε απόρρητα στοιχεία χρηστών, εν αγνοία τους φυσικά, και σε εταιρείες όπως η Apple, η Amazon, η Samsung και η Microsoft.

    Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα έχουν προηγηθεί, και, κυρίως, το πρόσφατο σκάνδαλο της Cambridge Analytica, οι νεοϋορκέζοι δημοσιογράφοι καταλήγουν στο (αυτονόητο) συμπέρασμα ότι το Facebook «καταχράται την ισχύ» που κατέχει, και για αυτό θα πρέπει να σπάσει το μονοπώλιό του, όπως συνέβη και με την AT&T, η οποία άρχισε την πορεία της ως μια θυγατρική της τηλεφωνικής εταιρείας που ίδρυσε το  1880 ο Γκράχαμ Μπελ.

    «Όταν η κυβέρνηση προέβη στη διάσπαση του τηλεφωνικού δικτύου, το γεγονός ότι η AT&T υπολόγιζε μεταξύ των πελατών της τους περισσότερους πολίτες και ήταν κατά γενική ομολογία η καλύτερη τηλεφωνική εταιρεία στον κόσμο δεν αρκούσαν για τη διασφάλιση της μονοπωλιακής της ισχύος» με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί «ένα κύμα ανταγωνιστικότητας και καινοτομίας που τελικά ωφέλησε τους καταναλωτές και την οικονομία». Το Facebook, σήμερα, βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση. Γιατί οι δύο δισεκατομμύρια ενεργοί, ανά μήνα, χρήστες του και, κυρίως, «ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται και προβάλλονται οι λογαριασμοί τους» κατέστησαν το Facebook την πιο ισχυρή εταιρεία επικοινωνιών στον κόσμο, παρότι ο Ζούκερμπεργκ εξακολουθεί να διατείνεται ότι αυτός ίδρυσε μια τεχνολογική εταιρεία.

    Αλλά αυτό δεν απέτρεψε, όπως έχει αποδειχτεί πολλές φορές, το Facebook από το «να αφήσει ανοιχτή την πόρτα σε συνεργάτες και πελάτες του έτσι ώστε να αξιοποιούν ελεύθερα» τα προσωπικά δεδομένα εκατομμυρίων ανθρώπων. Και κατά τις ακροάσεις του στο αμερικανικό κογκρέσο και στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ εμφανίστηκε κάθε άλλο παρά πειστικός με τον ρεπουμπλικανό γερουσιαστή από τη Λουιζιάνα Τζον Κένεντι να δηλώνει ευθαρσώς «πως το συμφωνητικό χρήσης (του Facebook) είναι χάλια».

    Πάντως η Ουάσινγκτον και οι Βρυξέλλες έχουν αρχίσει να λαμβάνουν κάποια μέτρα ώστε να περιορίσουν την παντοδυναμία του κραταιού μέσου κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά δεν αποκλείεται να χρειάζεται πλέον μια πιο δραστική λύση. «Κάποια στιγμή μια κυβερνητική υπηρεσία θα μπορούσε να αποσπάσει κάποια από τα τμήματα του και να περιορίσει το μέγεθός τους. Άλλωστε έχει συμβεί ξανά».   

    Παρά τα χαμόγελα ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ δυσκολεύεται να πείσει για τις καλές του προθέσεις. / Φωτογραφία: REUTERS/Charles Platiau
  • BBC

    Η μισθολογική ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων αρχίζει από την εφηβεία

    Φαίνεται πως η μισθολογική ανισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα δεν απασχολεί μόνον τους άνδρες και τις γυναίκες αλλά αφορά και τα αγόρια και τα κορίτσια. Αυτόν, τουλάχιστον, υποστηρίζει η Γιάσεμιν Μπεσέν Κασίνο, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο πολιτειακό πανεπιστήμιο του Μοντκλέρ και συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του «Το κόστος του να είσαι κορίτσι: οι εργαζόμενοι έφηβοι και η προέλευση της μισθολογικής ανισότητας με βάση το φύλο».

    «Έφηβες ηλικίας 14 και 15 ετών πληρώνονται συστηματικά λιγότερο από τα συνομήλικα αγόρια», επισημαίνει σε κείμενο της στο BBC. Και στην περίπτωση που τολμήσουν να διαπραγματευτούν, καταλήγουν να θεωρούνται απαιτητικές, έως και αντιπαθητικές, από τα όποια αφεντικά τους, με αποτέλεσμα να συνεχίσουν να αμείβονται με λιγότερα χρήματα. Ειδικά όσον αφορά τις έφηβες μπέιμπι σίτερ, οποιαδήποτε αναφορά στο χρηματικό, μετατρέπει τα κορίτσια σε εγωιστικά όντα που ενδιαφέρονται μόνο για το χρήμα, ανίκανα να προσφέρουν τη φροντίδα που χρειάζεται ένα μικρό παιδί.

    Αυτό σημαίνει ότι «πρέπει να ξεκινήσουμε να αντιμετωπίζουμε τη μισθολογική ανισότητα ως μια συστηματική αποτυχία των θεσμών, και όχι ως μικρές διαπραγματευτικές αποτυχίες» των κοριτσιών (και, κατ’ επέκταση, και των γυναικών στη συνέχεια), εξηγεί η ειδικός από την Αμερική. Οι χαμηλές απολαβές των έφηβων κοριτσιών που εργάζονται οφείλονται σε πολλούς παράγοντες, όπως η περιορισμένη πληροφόρηση όσον αφορά τις αμοιβές για συγκεκριμένες εργασίες ή η διστακτικότητα, ή ακόμα και ο φόβος, των κοριτσιών να διαπραγματευτούν. Σημαντικό ρόλο, ωστόσο, διαδραματίζουν και οι αντιλήψεις εκείνων που προσφέρουν εργασία. Με λίγα λόγια, δεν πρέπει να μάθουν τόσο τα κορίτσια και οι γυναίκες να διαπραγματεύονται την αμοιβή τους, όσο οι εργοδότες να προσφέρουν όλα όσα δικαιούνται οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από το φύλο τους.

     Τα κορίτσια που αγαπάνε τα μωρά δεν συζητάνε ποτέ για λεφτά, υποστηρίζουν πολλοί εργοδότες – γονιοί. / Φωτογραφία: Shuttershock
  • The Atlantic

    Γιατί είμαστε διστακτικοί, έως και απρόθυμοι (πλέον) να απαντάμε στο τηλέφωνο

    Αποτελεί γεγονός πως ανήκουμε στη γενιά της κινητής τηλεφωνίας ή μάλλον της κινητής επικοινωνίας. Γιατί καλώς ή κακώς είμαστε διαρκώς με το «έξυπνο» κινητό στο χέρι, είτε για να δουλέψουμε είτε για να ψυχαγωγηθούμε ή απλά για να περάσει η ώρα. Με το τηλέφωνο μας σήμερα κάνουμε σχεδόν τα πάντα. Πέρα από το να απαντάμε, όμως. Γιατί, όπως υποστηρίζει ο Αλέξις Μάτριγκαλ στο The Atlantic, έχει ήδη αρχίσει να ατονεί η κουλτούρα του τηλεφωνήματος. Πριν από μερικά χρόνια, ένα κουδούνισμα ήταν αρκετό για να τρέξουμε να αρπάξουμε το ακουστικό ενώ το τηλεφώνημα αποτελούσε ολόκληρη ιεροτελεστία και θεωρούταν σχεδόν αμαρτία να μην προλάβουμε να απαντήσουμε, «σαν να χτυπάει κάποιος την πόρτα μας και εμείς να στεκόμαστε από πίσω δίχως να ανταποκρινόμαστε». 

    Το τηλέφωνο, πρώτα με και στη συνέχεια χωρίς καλώδια, ήταν ένας από τους κύριους καταλύτες της καθημερινότητάς μας. Αντιθέτως σήμερα οι περισσότεροι επιλέγουμε το «τσατάρισμα» ή την αποστολή μηνυμάτων, γραπτών ή φωνητικών. Πλέον είμαστε διστακτικοί, έως και απρόθυμοι, να τηλεφωνούμε και να απαντάμε όταν μας καλούν γιατί «σήμερα απλά υπάρχουν περισσότεροι τρόποι επικοινωνίας. Η υπηρεσία αποστολής γραπτών μηνυμάτων και οι σχετικές ψηφιακές πολυμεσικές εφαρμογές προσφέρουν πολλά και είναι υπέροχες». Σημαντικό ρόλο, ωστόσο, διαδραματίζει επίσης το ότι πάρα πολύ συχνά, πλέον, στην άλλη άκρη της «γραμμής» βρίσκεται κάποιος ή κάποια που αναγκάζεται (γιατί αυτή είναι η δουλειά του) και συνήθως καταφέρνει να μας συγχύσει.

    Σημασία, τελικά, δεν έχει το μέσο αλλά η επικοινωνία καθαυτή. / Φωτογραφία: Shutterstock



text
  • Και η συγγνώμη, σε όποια γλώσσα κι αν την πεις, είναι εντελώς δωρεάν, κύριε Σταϊνμάγερ μας


    31 Οκτωβρίου 2024, 22:30