Μπορεί η προσοχή όλων, όσον αφορά τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, να είναι στραμμένη στην Αμερική και στον Ντόναλντ Τραμπ -εξαιτίας της αποχώρησης των ΗΠΑ από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και της μεταφοράς της αμερικανικής πρεσβείας στο Ισραήλ-, αλλά πολλοί είναι οι διεθνείς αναλυτές που υποστηρίζουν πως αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να υποτιμώνται τα γεγονότα στην Τουρκία.
Οχι μόνον επειδή ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τάσσεται υπέρ της Τεχεράνης (και της τήρησης των συμφωνηθέντων) στην αντιπαράθεσή της με τον Λευκό Οίκο. Και ούτε διότι έχει καταλήξει να είναι ο πιο σφοδρός επικριτής της αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του ισραηλινού κράτους από τον αμερικανό ομόλογό του. Αλλά γιατί η Τουρκία βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μια ανησυχητική υποτίμηση του εθνικού νομίσματός της και μια τεταμένη, όπως διαγράφεται, προεκλογική περίοδο.
Φαίνεται πως τα δύο γεγονότα είναι κάθε άλλο παρά ασύνδετα. Αρκετοί θεωρούν πως η απόφαση του προέδρου της Τουρκίας για την προκήρυξη πρόωρων διπλών εκλογών (προεδρικών και βουλευτικών) στις 24 Ιουνίου, μήνες πριν από την προκαθορισμένη περίοδο, και οι παρεμβάσεις του το τελευταίο διάστημα στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής, συνέβαλαν σημαντικά στην κατρακύλα της τουρκικής λίρας. Ομως για να μπορέσει να συνεχίσει να ασκεί (ή για να μη χάσει;) την εξουσία, ο Ερντογάν χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προ ημερών «σουλτανική» εμφάνισή του στο Σαράγεβο, πρωτεύουσα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Παρ’ ότι δεν επρόκειτο για επίσημη εκδήλωση στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας, ο Ερντογάν άδραξε την ευκαιρία για να υπενθυμίσει -όχι μόνο στους παρευρισκόμενους, αλλά και στους ψηφοφόρους της Τουρκίας- ότι «οι ευρωπαϊκές χώρες που υποστηρίζουν ότι αποτελούν το λίκνο του πολιτισμού απέτυχαν».
Αφού πρώτα εκθείασε την οθωμανική κληρονομιά και επιρροή στα Βαλκάνια, τόνισε επίσης πως στις επικείμενες εκλογές ο τουρκικός λαός δεν θα επιλέξει μόνον τον επόμενο πρόεδρο και τους βουλευτές του, αλλά «θα προβεί σε μια επιλογή για τον επερχόμενο αιώνα» – αυτά υποστήριξε ο νεοσουλτάνος της Τουρκίας, ένας εκ των επίδοξων «άτεγκτων» ηγετών του μουσουλμανικού κόσμου.
Το ότι ο Ερντογάν ασκεί σημαντικό μέρος της εξωτερικής πολιτικής του με γνώμονα τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας και με στόχο να τις επηρεάσει προς όφελός του, αυτό είναι γνωστό εδώ και καιρό. Παρ’ ότι αυτό συχνά επιδρά αρνητικά στις σχέσεις του με τις ΗΠΑ και τις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ. Το κλίμα, ωστόσο, στην πατρίδα του, σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί θετικό.
Γιατί εάν πριν από περισσότερο από μια δεκαετία ο Ερντογάν μπορούσε να επαίρεται για το οικονομικό θαύμα της Τουρκίας, σήμερα οι οίκοι αξιολόγησης βυθίζουν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας βαθύτερα «στα σκουπίδια». Η προκήρυξη προώρων εκλογών είχε ως άμεσο αποτέλεσμα να σημειώσει άνοδο η τουρκική λίρα, αλλά όταν ο Ερντογάν δήλωσε ότι επιδιώκει να έχει υπό τον έλεγχό του και την άσκηση της νομισματικής πολιτικής, τότε ακολούθησε η πτώση.
Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να επρόκειτο για μια προμελετημένη κίνηση. «Η φαινομενική απερισκεψία του προέδρου όσον αφορά το νόμισμα προκάλεσε αμηχανία σε πολλούς παρατηρητές», σημείωσε η Λάουρα Πίτελ στους Financial Times (με συνδρομή), προσθέτοντας, ωστόσο, ότι «ο Ντουρμούς Γιλμάζ, πρώην κεντρικός τραπεζίτης και σύμβουλος, σήμερα, του αντιπολιτευόμενου Καλού Κόμματος, υπαινίχθηκε ότι ο πρόεδρος ενδέχεται να πλήττει εκούσια τη λίρα, ούτως ώστε να δημιουργήσει μια αίσθηση εθνικής κρίσης και να ενισχυθεί έτσι ενόψει των εκλογών».
Για πολλοστή φορά επιφανή στελέχη του καθεστώτος Ερντογάν επέρριψαν την ευθύνη σε εξωτερικούς παράγοντες που επιδιώκουν την καταστροφή της Τουρκίας. Γιατί θεωρούν πως τα κόμματα της αντιπολίτευσης «είναι “αντιπρόσωποι” (proxies) εξωτερικών δυνάμεων που συνωμοτούν με στόχο την υπονόμευση της ατζέντας του Ερντογάν για μια μεγάλη Τουρκία», υποστήριξε, μιλώντας στο Today’s WorldView ο Σόνερ Καγκαπτάι, συνεργάτης του ινστιτούτου ερευνών Washington Institute for Near East Policy, επικεφαλής του προγράμματος για την Τουρκία. «Ούτε καν μια οικονομική κατάρρευση θα μπορούσε να αλλάξει τις απόψεις των Τούρκων για τον Ερντογάν. Η μισή Τουρκία τον μισεί και θεωρεί πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα σωστά. Αλλά την ίδια ώρα, η άλλη μισή τον λατρεύει και πιστεύει πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα λάθος» υπενθύμισε.
Ομως την ίδια ώρα κάποιοι πιστεύουν πως ο άκρατος εθνικισμός και η προβολή της Τουρκίας ως θύματος εξωτερικών δυνάμεων ενδέχεται να μην επαρκούν για την επανεκλογή του. «Ο Ερντογάν μπορεί να ελέγξει πολλά πράγματα, αλλά το δολάριο δεν είναι ένα από αυτά», υποστήριξε από την πλευρά του ο Γκονούλ Τουλ, αναλυτής του Middle East Institute στην Ουάσινγκτον. «Η τάση του να έχει την τελευταία κουβέντα και επί της οικονομίας κατέληξε να αποτελεί τροχοπέδη. Η ελεύθερη πτώση της λίρας ενδέχεται να του κοστίσει τις εκλογές».
Μάλλον γιατί, όπως επισήμανε σε άρθρο του στους New York Times ο Πολ Κρούγκμαν, «το γεγονός ότι όσοι χαράσσουν τις οικονομικές πολιτικές δεν έχουν την παραμικρή ιδέα περί τίνος μιλάνε, δεν φαίνεται να έχει μεγάλη σημασία. Εως τη στιγμή που την αποκτά».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News