«Εμείς τη βγάλαμε με του Αγούδημου, στο σαλόνι, γιατί στο κατάστρωμα μάς είπαν πως θα φυσάει πολύ». Αυτά συζητούσαν οι προσκυνήτριες στο λιμάνι της Τήνου περιμένοντας την άφιξη του πλοίου από τη Μύκονο, με προορισμό τον Πειραιά ή τη Ραφήνα. Και εμείς, οι Τηνιακοί που ζούμε στην Αθήνα αλλά και οι άλλοι Κυκλαδίτες (και) με τον Αγούδημο πηγαινοερχόμασταν όλα αυτά τα χρόνια, για να κάνουμε Πάσχα και διακοπές στο νησί. Ετσι, ως φευγαλέα ανάμνηση από εκείνα τα ταξίδια που τώρα λόγω υποχρεώσεων έχουν περιοριστεί, μυρωδιά φουγάρου ήρθε στη μύτη μου με το που διάβασα την είδηση: Ο καπετάν Μάκης (όπως τον προσφωνούσαν) Αγούδημος πέθανε σε νοσοκομείο της Ελβετίας όπου διέμενε με την οικογένειά του τα τελευταία χρόνια.
Ενας άνθρωπος που ήταν καθημερινά στο λιμάνι του Πειραιά, και που σύνδεσε τη ζωή του με τις ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες της Ελλάδας, πέθανε, τελικά, μακριά από τη θάλασσα. Αν όμως εκείνος, έπειτα από ένα δραματικό χρονικό δικαστικών διενέξεων και πτωχεύσεων (και αφού πολλά γράφτηκαν για τις σχέσεις του με την εκάστοτε εξουσία, για τις επιχορηγήσεις που έπαιρνε, για τον τρόπο με τον οποίο αυγάτισε την περιουσία του κλπ.) γύρισε την πλάτη στη θάλασσα που τον έκανε ισχυρό και πλούσιο και αποσύρθηκε στα βουνά, εμείς, οι επί σειρά ετών πελάτες του, στις αναμνήσεις μας ακόμα με την «Νταλιάνα», τη «Ροδάνθη», την «Πηνελόπη Α» (για να θυμηθώ μερικά από τα πλοία του), ταξιδεύουμε. Πάντα «με του… Αργούδημου», όπως λέγαμε τότε κάνοντας πλάκα με τις συχνές πυκνές καθυστερήσεις και τις διαρκείς βλάβες.
Διαβάζω την ανάρτηση του Πάνου Καμμένου στο Twitter, σύμφωνα με την οποία ο εκλιπών «ποτέ δεν αρνήθηκε να κάνει δρομολόγιο με οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες έστω για έναν ασθενή χωρίς αντάλλαγμα στο Αιγαίο». Ακούγεται συγκινητικό. Κάνουν τέτοιες μεγαλόψυχες κινήσεις οι έλληνες εφοπλιστές. Την ίδια στιγμή, δεν μπορώ να μην θυμηθώ και τον έμπειρο ναυτικό (πλοίαρχο σε εμπορικά πλοία) πατέρα μου, ο οποίος (και δεν ήταν ο μόνος) αποκαλούσε τα καράβια που μας πηγαινοέφερναν στο νησί «σκυλοπνίχτες». Κάτι ήξερε.
Σκυλοπνίχτες! Οσο και αν νοσταλγείς τα νιάτα σου, τα ανέμελα καλοκαίρια πάνω στο κατάστρωμα όπου όλα ήταν αισιόδοξα και ανοιχτόκαρδα ακόμα και αν φυσούσαν 8 μποφόρ, δεν χρειάζεται να ωραιοποιείς τις αναμνήσεις. Ολοι γνωρίζουν πως τα επιβατικά πλοία που δραστηριοποιούνταν τα χρόνια εκείνα στις θάλασσές μας δεν ήταν σε καμία περίπτωση σκαριά της… τελευταίας τεχνολογίας.
Ομως, αφού επιζήσαμε της σκουριασμένης λαμαρίνας, αφού δεν πάθαμε δηλητηρίαση από τα «βαλσαμωμένα» τοστ που πωλούσαν οι καντίνες, αφού ήπιαμε τον άνοστο καραβίσιο καφέ την εποχή που δεν ήταν της μόδας οι εσπρεσιέρες και το αφρόγαλο, αφού δεν γδάραμε το αυτοκίνητό μας στα ασφυκτικά γεμάτα γκαράζ, και αφού περάσαμε και ξαναπεράσαμε το Κάβο Ντόρο χωρίς να αφήσουμε εκεί τα κοκαλάκια μας (άλλος με δραμαμίνες, άλλος κάνοντας τάμα στην Παναγία και άλλος καθισμένος δίπλα στις σωστικές λέμβους ώστε σε περίπτωση ναυαγίου να είναι ο πρώτος που θα μπει) δεν φοβόμαστε τις φουρτούνες. Γιατί εμείς ενηλικιωθήκαμε ταξιδεύοντας στο Αιγαίο. Με του… Αργούδημου, που κι αν αργούσε, έφτανε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News