Δεν είναι ό,τι καλύτερο οι φράσεις-κλισέ, όπως αυτή του τίτλου Αλλά τι να κάνουμε, ταιριάζει πολύ καλά σε ορισμένα που γίνονται αυτές τις μέρες και άλλα που έχουν ήδη γίνει.
Πρώτα να πούμε -για τους αδαείς- ότι η φράση «πες κάτι αριστερό» είχε γίνει «σουξέ» πριν από πέντε χρόνια. Oταν την είχε χρησιμοποιήσει ο ιταλός σκηνοθέτης Νάνι Μορέτι για να ειρωνευτεί τον τότε αρχηγό του Δημοκρατικού Κόμματος Μάσιμο Ντ΄Αλέμα, παίρνοντας αφορμή από μια τηλεοπτική αντιπαράθεσή του με τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι (εδώ το απολαυστικό στιγμιότυπο).
Η φράση θα μπορούσε να ταιριάζει γάντι στον Αλέξη Τσίπρα και τους συν αυτώ ΣΥΡΙΖΑίους, αλλά με μια παραλλαγή: το «πες» να γίνει «κάνε». Διότι θα ήταν άδικο να τους κατηγορήσουμε ότι δεν λένε «κάτι αριστερό». Από αριστερές παρόλες άλλο τίποτα, έχουμε πήξει από το 2012, όταν οι ψηφοφόροι τούς ανέθεσαν τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Και για να μην παρεξηγηθούμε: δεν εννοούμε να πουν -πόσω μάλλον να κάνουν- «κάτι αριστερό» στην οικονομική πολιτική. Διότι εκεί δεν γίνεται. Η χώρα είναι υπό επιτροπεία και -παρά τις κατά καιρούς φανφάρες όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων- δεν υπάρχει καμιά τέτοια δυνατότητα.
Ομως, υπάρχουν άλλα πεδία, στα οποία κανένα Μνημόνιο και καμιά Τρόικα δεν εμποδίζει τις κυβερνήσεις -και ειδικά τη σημερινή- να κάνουν κάτι διαφορετικό. Ας πάρουμε δυο παραδείγματα:
1. Το πρώτο είναι πολύ επίκαιρο, με αφορμή την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία (εδώ). Δεν ξέρω αν η απόφαση είναι «σκοταδιστική», όπως λέει ο θιγόμενος πρώην υπουργός Νίκος Φίλης, ο οποίος είχε αλλάξει τον τρόπο διδασκαλίας –όντως επί το προδευτικότερον, αν μιλάμε για ευρωπαϊκό κράτος δυτικού τύπου.
Ομως, εδώ υπάρχουν δύο μεγάλες ενστάσεις. Η πρώτη είναι ότι τον κ. Φίλη, μόλις έκανε αυτήν την αλλαγή, τον πέταξε έξω από την κυβέρνηση, ο Αλέξης Τσίπρας με απαίτηση του Πάνου Καμμένου ή του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου ή και των δύο. Ποιος, λοιπόν, έδωσε στην πλειοψηφία των δικαστών του ΣτΕ το σήμα (αν και δεν το χρειάζονταν, τυπικά πατάνε πάνω στις συνταγματικές διατάξεις) ότι η κυβέρνησή του επί της ουσίας δεν ενδιαφέρεται να κάνει κάτι ουσιαστικά διαφορετικό στις σχέσεις της με την Εκκλησία;
Η δεύτερη ένσταση έχει σχέση με αυτό ακριβώς. Ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ έχουν εγκαταλείψει κάθε σκέψη για ουσιαστική αναθεώρηση του Συντάγματος, με στόχο τον διαχωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος. Η λέξη «διαχωρισμός» δεν υπάρχει πλέον πουθενά στο λεξιλόγιο του Πρωθυπουργού. Αν το έκανε, δεν θα ήταν μεν «κάτι αριστερό», μάλλον μια πράξη αστικού εκσυγχρονισμού θα ήταν, αλλά θα ήταν σημαντικό.
Και όσοι οχυρώνονται πίσω από τις αναμενόμενες αντιδράσεις της Ιεραρχίας, απλώς υπεκφύγουν. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι, όταν υπήρχαν κυβερνήσεις αποφασισμένες να κάνουν κάτι, οι απειλές των ρασοφόρων πήγαν περίπατο.
Το 1982 η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ καθιέρωσε τον πολιτικό γάμο αγνοώντας τις πολιτικές και εκκλησιαστικές αντιδράσεις. Ο Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε στον τότε αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ να καταλάβει ότι δεν τον παίρνει να κάνει τίποτα. Κι εκείνος το κατάλαβε.
Το 2000 ένας αποφασισμένος Πρωθυπουργός (Κώστας Σημίτης) κι ένας εύψυχος Πρόεδρος της Δημοκρατίας (Κωστής Στεφανόπουλος) αγνόησαν τις απειλές του Χριστόδουλου και απάλειψαν από τις αστυνομικές ταυτότητες το θρήσκευμα.
Ας υπενθυμίσουμε κάτι ακόμα. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η ΝΔ (το 1982 με αρχηγό τον μακαρίτη Ευάγγελο Αβέρωφ και το 2000 με τον Κώστα Καραμανλή) ταυτίστηκε με την Ιεραρχία, αποδεικνύνοντας ότι είναι ένα ακραία συντηρητικό κόμμα, που δεν αντέχει να υποστηρίξει (όχι αριστερά, αλλά) στοιχειώδη μέτρα αστικού εκσυγχρονισμού. Δυστυχώς, την ίδια στάση τηρεί και σήμερα η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη στο θέμα των Θρησκευτικών. Εδώ η αποκαλυπτική ανακοίνωσή της, με την οποία αποφεύγει να πει οτιδήποτε για την ουσία. Βεβαίως, ουδεμία έκπληξη για τη στάση της ΝΔ. Απλώς την επισημαίνουμε, για να μην μας παραμυθιάζουν κάποιοι για το, δήθεν, φιλελεύθερο (δικό της) πλεονέκτημα.
2. Το δεύτερο παράδειγμα αφορά το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα», το οποίο ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ έχουν ξεπατικώσει από τον Ενρίκο Μπερλιγκουέρ. Ο τότε γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος το χρησιμοποίησε στη δεκαετία του ’80, για να δείξει τη διαφορά της δικής του Αριστεράς από την παραδοσιακή Δεξιά στη διαχείριση του κράτους, το οποίο η Δεξιά είχε αλώσει.
Αν και μόλις τρία χρόνια στην εξουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ του κ. Τσίπρα όχι μόνο δεν κάνει κάτι διαφορετικό, αλλά μιμείται το παλιό, όπως το αποκαλεί ο ίδιος, πολιτικό σύστημα. Με την έωλη δικαιολογία του «εχθρικού» κράτους, όχι μόνο διορίζουν τα δικά τους παιδιά, αλλά δεν φροντίζουν κάν να διορίζουν τα καλύτερα. Μόνο ένα παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη αντικατάσταση του επικεφαλής της Επιτροπής Προϋπολογισμού της Βουλής. Επελέγη ένα πατεντάτο κομματικό στέλεχος με βιογραφικό σαφώς κατώτερο από αυτού που αντικατέστησε, αλλά και άλλων ομοϊδεατών του, που θα μπορούσαν να επιλεγούν.
Για να μην πάμε και σε άλλο πεδίο του «ηθικού πλεονεκτήματος», που έχει σχέση με τον πόλεμο κατά της «ολιγαρχίας» και της «διαπλοκής», στον οποίο η κυβέρνηση Τσίπρα χρησιμοποιεί παρόμοιες μεθόδους με τις προηγούμενες: προσπαθεί να φτιάξει τη δική της με πρόσωπα που δεν διεκδικούν δάφνες διαφάνειας στην επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Οι περιπτώσεις Καλογρίτσα και Σαββίδη είναι ενδεικτικές.
Υπάρχουν, λοιπόν, πεδία που θα μπορούσαν οι σημερινοί να δείξουν ότι διαφέρουν από τους προηγούμενους. Και (όχι απλώς να λένε, αλλά) να κάνουν «κάτι αριστερό» ή έστω «κάτι που δεν είναι αριστερό, αλλά πολιτισμένο», όπως έλεγε ο Μορέτι στον Ντ΄Αλέμα. Αλλά δεν το έκαναν.
Κάπως έτσι ο Τσίπρας και οι συν αυτώ φαίνεται ότι χάνουν οριστικά την ευκαιρία να δείξουν ότι είναι αυτό που είχε πει ο Ζαν Ζακ Ρουσό: «Μπορεί να μην είμαι καλύτερος, αλλά τουλάχιστον είμαι διαφορετικός».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News