Ηταν το κλασικό ελληνικό ντέρμπι. Το θέαμα δεν έχει την παραμικρή σημασία. Μόνον η νίκη μετράει. Για την ακρίβεια, η αποφυγή της ήττας. Η μπάλα ψηλά ή μακριά. Τραβήγματα από τις φανέλες, σφιχταγκαλιάσματα στις στατικές φάσεις, τσαμπουκάδες, «ψιλές» στα αντίπαλα πόδια και αγκωνιές στο πρόσωπο όταν ο διαιτητής κοιτάζει αλλού. Η τρίτη (σωστή) πάσα, σπάνια. Οι συνδυασμοί, αδύνατοι. Οι οργανωμένες προσπάθειες, συλλεκτικές. «Τα λεφτά μας πίσω», δηλαδή. Μέχρι το 80′, που το γκολ του Καρίμ Ανσαριφάρντ ξεχαρβαλώνει τα συστήματα και τις τακτικές για να δούμε, επιτέλους, κανονική ροή παιχνιδιού.
Οπου τσακώνονται βαριές φανέλες, όπως του Ολυμπιακού και της ΑΕΚ, η κατάσταση δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Γιατί και ο πελάτης, ο οπαδός που πληρώνει το εισιτήριο, αυτό θέλει: νίκη, έστω με… μισό μηδέν. Με γκολ οφ-σάιντ, για να «τσούζει» περισσότερο. Και, προς Θεού, μην το βάλουν οι απέναντι. Αυτή είναι η ποδοσφαιρική μας κουλτούρα. Ακόμη και ο ισπανοαναθρεμένος Οσκαρ Γκαρθία, που σήμερα (5 Φεβρουαρίου) κλείνει ένα μήνα στην Ελλάδα, μπήκε αμέσως στο νόημα.
Για να ναρκοθετήσει το κέντρο του γηπέδου με ανασταλτικούς παίκτες, έβαλε «δεκάρι» τον Οτζίτζα – Οφόε, εξόρισε τον καλύτερό του επιτελικό μέσο (Φορτούνη) στις πτέρυγες, άφησε τον άλλον τεχνίτη του (Μάριν) στον πάγκο και περιφρόνησε τον πρώτο σκόρερ του Πρωταθλήματος (Ανσαριφάρντ). Τόσο αργή ανάπτυξη, δεν πρέπει να θυμάται το «Γ. Καραϊσκάκης». Οταν κατάλαβε το λάθος του, ο Γερμανός και ο Ιρανός τον εξέθεσαν ανεπανόρθωτα, πρωταγωνιστώντας στις δύο διαδοχικές φάσεις που έφεραν το 1-0. Ο Ολυμπιακός, που μετά το 70′ περπατάει αντί να τρέχει (κουσούρι που του έμεινε από την ερασιτεχνική καλοκαιρινή προετοιμασία του Μπέσνικ Χάσι), πίστεψε ότι όλα είχαν τελειώσει. Και έπεσε θύμα μιας απίθανης ανατροπής, για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες, από την ίδια ομάδα: την ΑΕΚ, που ποτέ δεν παραδίδεται.
Ο καταλανός προπονητής, ακόμα, «ψάχνεται». Για δεύτερο διαδοχικό παιχνίδι στο πρωτάθλημα, έπειτα από εκείνο στην Τρίπολη, άλλαξε τη διάταξη του Ολυμπιακού και δεν «του βγήκε». Ηταν μεγάλο ρίσκο, που η διοίκηση αποφάσισε να αλλάξει τεχνικό πάνω στην πιο κρίσιμη καμπή της αγωνιστικής περιόδου. Φαίνεται πως έκανε λάθος. Οπως και τότε που είχε αναθέσει το «χτίσιμο» της ομάδας στο Χάσι. Επιπλέον, παίκτες – «κλειδιά», όπως ο Φορτούνης, ο Οτζίτζα και ο Μιραλάς, είναι σε… κακό φεγγάρι. Ολα αυτά μαζί θα μπορούσαν να εξηγήσουν αυτό που συνέβη χθες (Κυριακή) στο Φάληρο, όμως στην Ελλάδα δεν έχουμε μάθει να χάνουμε. Συνηθίζουμε να αναζητούμε τις αιτίες των αποτυχιών μας έξω και μακριά από εμάς.
Η εχθρική διαιτησία είναι η δημοφιλέστερη δικαιολογία. Αυτή που επί σχεδόν μία εικοσαετία ο Ολυμπιακός χαρακτήριζε ως «κλάψα», όταν την επικαλούνταν οι αντίπαλοί του, μα τώρα την έχει κάνει σημαία του έπειτα από κάθε άτυχο αποτέλεσμα. Σε αυτές τις δύο δεκαετίες, οι οπαδοί του είχαν την τύχη να πανηγυρίσουν αμέτρητες νίκες, να μονοπωλήσουν τους τίτλους, να βλέπουν τους διαιτητές να κλείνουν φιλικά το μάτι στους «παιχταράδες» που φόρεσαν την ερυθρόλευκη φανέλα. Συχνά ο Ολυμπιακός νικούσε και χωρίς να το αξίζει, όπως συμβαίνει με όλες τις ποδοσφαιρικές «αυτοκρατορίες». Γι’ αυτό στον Πειραιά δυσκολεύονται να αποδεχθούν τη νέα κατάσταση: το ότι ο ΠΑΟΚ και η ΑΕΚ έχουν, πλέον, εξίσου καλή ομάδα με τη δική τους, αλλά και το γεγονός ότι ο Ολυμπιακός δεν είναι, πια, το «αγαπημένο παιδί» της διαιτησίας. Η οποία, σημειωτέον, διοικείται από Πορτογάλο διορισμένο από την UEFA. Αυτή την καλή τύχη δεν την είχαν οι αντίπαλοι του Ολυμπιακού, στα χρόνια της παντοκρατορίας του.
Η άρνηση να παραδεχθείς την ήττα σου από μία ομάδα ανώτερη -ή, έστω, πιο τυχερή- οδηγεί σε επικίνδυνα μονοπάτια. Χθες, ήταν η έκτη φορά από τότε που ο Βαγγέλης Μαρινάκης είχε χαρακτηρίσει την ΑΕΚ «ομάδα – απάτη», που ο Ολυμπιακός έφυγε ηττημένος από παιχνίδι του με την Ενωση. Πώς να διορθώσεις κάτι που δεν πιστεύεις ότι κάνεις λάθος; Και πώς να πείσεις τους οπαδούς σου να καθίσουν φρόνιμα, όταν τους λες με τον πιο επίσημο τρόπο ότι μια πανελλήνια συνωμοσία εξυφαίνεται εναντίον της αγαπημένης τους ομάδας; Τα αποτελέσματα αυτής της τακτικής ο Ολυμπιακός τα εισέπραξε με το σφύριγμα της λήξης του χθεσινού ντέρμπι. Εκτός από το ματς, κινδυνεύει να χάσει άλλους τρεις βαθμούς, και το «Γ. Καραϊσκάκης» για δύο έως τέσσερις αγωνιστικές. Καταστροφή! Την οποία, βεβαίως, δεν προκάλεσαν… εγκάθετοι του Κοντονή ή Μακεδονομάχοι που θέλουν να δουν την Κούπα στα χέρια του ΠΑΟΚ, αλλά ακραίοι οπαδοί του που όλοι οι σύλλογοι διαθέτουν. Το «Καραϊσκάκης» έπαψε να είναι… εκκλησία, όπως τόσα χρόνια υπερηφανευόταν ο Ολυμπιακός, όταν μολύνθηκε από το αίσθημα της αδικίας. Οπως συνέβαινε παλαιότερα με την Τούμπα, τη Λεωφόρο και το ΟΑΚΑ.
Ο Ολυμπιακός αρνείται να παραδεχθεί πως δεν διαθέτει την «ανίκητη» ομάδα του πρόσφατου παρελθόντος. Αρνείται να αποδεχθεί ότι η ΑΕΚ (που εφέτος τον νίκησε «μέσα – έξω» για πρώτη φορά μετά το 1998) και ο ΠΑΟΚ έχουν προοδεύσει θεαματικά. Αρνείται πως ήρθε η ώρα που κι αυτός θα χάνει: ένα ντέρμπι, ένα Πρωτάθλημα, ένα Κύπελλο. Στο κάτω – κάτω, αρνείται στους οπαδούς του ΠΑΟΚ ή της ΑΕΚ, που γέρασαν περιμένοντας έναν τίτλο, το δικαίωμα να χαρούν κι εκείνοι από κάποια «ανθρώπινα» λάθη των διαιτητών. Αλλά, καμία άρνηση δεν μπορεί να σταματήσει το τρένο της πραγματικότητας.
Η πραγματικότητα είναι τα πρώτα και τα τελευταία λόγια των δηλώσεων Μαρινάκη: «Σήμερα ο Ολυμπιακός δεν έπαιξε καλά, δεν είμαστε ευχαριστημένοι από την απόδοση της ομάδας και περιμέναμε πολλά περισσότερα» … «Την επόμενη μέρα εμείς θα παλέψουμε, είμαστε υποχρεωμένοι να παλέψουμε μέχρι τέλους και θα το παλέψουμε, και σε Πρωτάθλημα και σε Κύπελλο. Η ομάδα σίγουρα μπορεί να βελτιωθεί». Τα ενδιάμεσα (λόγια) είναι, ακριβώς, αυτά που οι Ολυμπιακοί κορόιδευαν όταν τα άκουγαν από τους αντιπάλους τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News