Τον φώναζαν «πάπα». Τον είχαν χαρακτηρίσει «μάγειρα του αιώνα». Σύνθημά του ήταν ότι «δεν υπάρχει μοντέρνα ή κλασική κουζίνα – υπάρχει μόνο η καλή κουζίνα». Η γαλλική και όχι μόνο γαστρονομία πενθεί. Ο θρυλικός Πολ Μποκίζ, άφησε την τελευταία του πνοή το Σάββατο σε ηλικία 91 ετών. Για τη Γαλλία ο Μποκίζ ήταν ένα σύμβολο, το πρόσωπο που κράτησε ψηλά τη σημαία της γαλλικής κουζίνας. Δεν είναι τυχαίο ότι την είδηση του θανάτου του ανακοίνωσε ο υπουργός Εσωτερικών και πρώην δήμαρχος της Λιόν Ζεράρ Κολόμπ.
«Ο Πολ Μποκίζ πέθανε. Η γαστρονoμία θρηνεί», ανέφερε στο Twitter o Kολόμπ ο οποίος έκανε λόγο για «έναν άνθρωπο απλό και γενναιόδωρο». Απλό δεν τον έλεγες τον Μποκίζ, ένα θηρίο των γεύσεων και των παθών, αλλά ας είναι. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Ηταν όμως απίστευτα γενναιόδωρος.
Paul Bocuse est mort, la Gastronomie est en deuil.
Monsieur Paul, c’était la France. Simplicité & générosité. Excellence & art de vivre.
Le pape des gastronomes nous quitte. Puissent nos chefs, à Lyon, comme aux quatre coins du monde, longtemps cultiver les fruits de sa passion. pic.twitter.com/XI0ozzzGJK— Gérard Collomb (@gerardcollomb) January 20, 2018
Ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν είπε: «Ο Πολ Μποκίζ δεν είναι πια εδώ. Οι σεφ κλαίνε στις κουζίνες τους, στο Ελιζέ και παντού στη Γαλλία. Η γαλλική γαστρονομία θα συνεχίσει να τον κάνει υπερήφανο».
Paul Bocuse n’est plus là. Les chefs pleurent dans leur cuisine, à l’Élysée et partout en France. La gastronomie française continuera à le rendre fier. https://t.co/gm7M9ztBua
— Emmanuel Macron (@EmmanuelMacron) January 20, 2018
«Ο μάγειρας του αιώνα», όπως είχε ανακηρυχθεί, πέθανε σε ηλικία 91 ετών στο Κολόνζ-ο-Μον-ντ’Ορ, κοντά στη Λιόν, σύμφωνα με έναν σεφ της πόλης, στενό φίλο της οικογένειας που προς το παρόν δεν έχει προβεί σε κάποια επίσημη ανακοίνωση.
Ο Μποκίζ έπασχε εδώ και πολλά χρόνια από Πάρκινσον ενώ το BBC ανέφερε πως πέθανε μέσα στο εστιατόριό του.
Ηταν ο πρώτος σταρ της κουζίνας. Η ζωή του ήταν η μαγειρική, οι γυναίκες και η δημόσια εικόνα του.
Γεννήθηκε το 1926 στο Κολόνζ-ο-Μον-ντ’Ορ, σε μια οικογένεια μαγείρων. Αρχισε να εκπαιδεύεται στην κουζίνα σε ηλικία 16 ετών, στο πλευρό μεγάλων σεφ όπως η Εζενί Μπραζιέ, η πρώτη γυναίκα που απέσπασε τρία αστέρια Michelin για τα εστιατόριά της. Στα 17 του μπήκε στον πόλεμο στις τάξεις του στρατού της Ελεύθερης Γαλλίας του στρατηγού Σαρλ ντε Γκολ. Στις 8 Μαΐου του 1945, όταν η Ευρώπη πανηγυρίζει το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα της χιτλερικής Γερμανίας, ο 19χρονος Μποκίζ απέκτησε το πρώτο του παράσημο -ένα τατουάζ που χτύπησε με τη βοήθεια αμερικανών στρατιωτών στο αριστερό μπράτσο.
Το δικό του πρώτο αστέρι Michelin το κέρδισε σε ηλικία 32 ετών, το 1958, και ακολούθησε ένα δεύτερο, δύο χρόνια αργότερα, αφού μετέτρεψε την οικογενειακή ταβέρνα του σε ναό της γαλλικής γαστρονομίας.
Ο Μποκίζ έφτασε να έχει χτίσει μια αυτοκρατορία αξίας 50 εκατ. ευρώ. Υπηρετώντας τη μαγειρική όσο και τη δημόσια εικόνα του ήταν πάντα έτοιμος να ποζάρει με την ποδιά και τον σκούφο του μολονότι τα τελευταία χρόνια ορισμένοι κριτικοί δεν δίσταζαν να πουν ότι δεν ήταν πια τόσο καλό το εστιατόριό του στις όχθες του ποταμού Σον.
«Δουλεύω σαν να επρόκειτο να ζήσω 100 χρόνια και απολαμβάνω τη ζωή σαν η κάθε μέρα να ήταν η τελευταία», αστειευόταν.
Η ζωή του ήταν γεμάτη γεύσεις και πάθη. Ο Μποκίζ ήταν ένας πολύγαμος. Αν και από το 1946 ήταν παντρεμένος με τη Ρεϊμόντ, με την οποία απέκτησε μια κόρη, μοιράστηκε τη ζωή του ταυτόχρονα με άλλες δύο γυναίκες: τη Ραϊμόν, μητέρα του γιου του Ζερόμ, επί πάνω από 60 χρόνια και την Πατρίσια, την επικεφαλής των δημοσίων σχέσεων του επί 40 χρόνια.
«Λατρεύω τις γυναίκες και σήμερα ζούμε πάρα πολύ για να περάσουμε μια ολόκληρη ζωή μόνο με μία» είχε πει ο ίδιος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News