Λίγοι άνθρωποι εκτός Γερμανίας γνωρίζουν την καρικατούρα που έχουν σχηματίσει στο μυαλό τους οι Γερμανοί για τους ίδιους τους Γερμανούς. Ο τυπικός Γερμανός δεν είναι ο επιθετικός νταής της πολεμικής προπαγάνδας του 20ου αιώνα, ούτε ο τελειομανής μηχανικός στις διαφημίσεις αυτοκινήτων της Μάντισον Άβενιου ή αυτός που ακολουθεί τους κανόνες και γνωρίζει τα πάντα αλλά ένας νυσταλέος τύπος με νυχτικιά και σκούφο. Μερικές φορές, κρατώντας και ένα κερί, αυτός ο Γερμανός εμφανίζεται ως μια αφελής και πένθιμη φιγούρα που έχει μπερδευτεί από τον κόσμο που τον περιβάλλει.
Αυτός ο χαρακτήρας δεν είναι καινούργιος. Αντιθέτως, ο αποκαλούμενος “Der deutsche Michel”, “o Γερμανός Μίχελ”, έγινε ευρέως γνωστός ως ένα πρόσωπο που εξαιτίας των περιορισμένων προοπτικών του απορρίπτει μεγάλες ιδέες, αποφεύγει την αλλαγή και το μόνο που επιδιώκει είναι μια αξιοπρεπή, ήσυχη και άνετη ζωή.
Αλλά ο Μίχελ επέστρεψε. Και ποιος μπορεί να τον κατηγορήσει; Η Γερμανία διαθέτει σήμερα μια ισχυρή οικονομία, η ανεργία είναι σχεδόν ανύπαρκτη, οι μισθοί αυξάνονται και τα συνδικάτα είναι ευχαριστημένα. Η χρηματοπιστωτική κρίση έχει ξεχαστεί εδώ και καιρό, τα δημοσιονομικά βρίσκονται υπό έλεγχο και η μαζική εισροή προσφύγων και μεταναστών το 2015 αντιμετωπίστηκε σχετικά καλά.
Οι όποιες κακές ειδήσεις υπάρχουν – βιομηχανικά σκάνδαλα (όπως εκείνο που έπληξε την Volkswagen), χρεοκοπίες αεροπορικών εταιρειών, αλλεπάλληλες καθυστερήσεις σε έργα υποδομών – συμβάλλουν ελάχιστα στον μετριασμό αυτής της αίσθησης ασφάλειας και ευημερίας που διακατέχει τους Μίχελ της Γερμανίας. Η μοναδική πραγματική απειλή φαίνεται πως είναι ο κόσμος πέρα από τα γερμανικά σύνορα.
Με αυτήν την έννοια, η προεκλογική εκστρατεία του περασμένου φθινοπώρου ήταν απόλυτα κατάλληλη για τους Μίχελ της Γερμανίας. Το σλόγκαν «Μια χώρα όπου ζούμε καλά και ευτυχισμένα» της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης της Άνγκελα Μέρκελ είχε μεγάλη απήχηση, όπως και τα κενά, κατά κύριο λόγο, περιεχομένου συνθήματα των αντίπαλων κομμάτων. Πέρα από το δεξιό και λαϊκιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland – AfD), τα κόμματα επέδειξαν μια τυπική ευγένεια, αποδεχόμενα με νωθρότητα τη συναίνεση που ειρηνεύει το εκλογικό σώμα.
Μετά τις εκλογές, άρχισε η πραγματική πολιτική, αλλά ακόμα και τότε καταβλήθηκαν επίπονες προσπάθειες για την απόκρυψη αυτών των ενεργειών από τους Μίχελ της Γερμανίας. Ακόμα και οι διαρροές από τις μυστικές συναντήσεις για το σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνασπισμού ήταν ελεγχόμενες, σε τέτοιο βαθμό που δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι οι προπαρασκευαστικές συνομιλίες μεταξύ κομματικών αξιωματούχων ήταν πολιτικά αβλαβείς.
Αλλά οι πολιτικοί της Γερμανίας, όπως και οι Μίχελ της, αρνούνται την πραγματικότητα. Οι υπνωτικές ομοσπονδιακές εκλογές, η κατάρρευση των συνομιλιών για το σχηματισμό μιας κυβερνητικής συμμαχίας μεταξύ της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης, των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών, των Πρασίνων και των Ελεύθερων Δημοκρατών, αλλά και η διακριτική προσέγγιση των Χριστιανοδημοκρατών με τους Σοσιαλδημοκράτες αποκαλύπτουν ένα σημαντικό έλλειμμα στη γερμανική πολιτική.
Η αλήθεια είναι ότι οι διάφορες κομματικές πλατφόρμες που επρόκειτο να ενημερώσουν το εκλογικό σώμα και να αποτελέσουν τη βάση για τις συνομιλίες σχηματισμού μιας κυβέρνησης συνασπισμού, αποκαλύπτουν μια συγκλονιστική έλλειψη φαντασίας και νέων ιδεών.
Δευτερεύοντα ζητήματα παρουσιάζονται ως κόκκινες γραμμές ενώ στο επίκεντρο των συνομιλιών βρίσκονται τεχνικά κυρίως θέματα όπως η επανένωση προσφύγων με τις οικογένειές τους ή ο ρόλος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης όσον αφορά τις δαπάνες για την παιδεία. Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη την κατάσταση της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου αλλά και τις ελπίδες που πολλοί ξένοι εναποθέτουν στη γερμανική ηγεσία, τα θέματα αυτά φαίνονται μάλλον περιθωριακά. Αλλά το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι αποσπούν την προσοχή από τα μεγαλύτερα ζητήματα που αφορούν, για παράδειγμα, το ευρώ, την ασφάλεια και την άμυνα, τη μετανάστευση, τις υποδομές και τη φορολογία.
Δίχως πολιτικά οράματα για το μέλλον, η γερμανική πολιτική έχει εκφυλιστεί σε παιχνίδια τακτικισμού που διεξάγονται από καθιερωμένους παίκτες. Η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση δεν μπορεί να συνεχίσει ούτε με την Άνγκελα Μέρκελ ούτε χωρίς αυτή ενώ το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα διακατέχεται από ανασφάλεια και φοβάται την περαιτέρω πολιτική παρακμή. Αυτό δεν είναι καλό για μια χώρα με ένα κοινοβούλιο ο ρόλος του οποίου έχει υποβαθμιστεί, αφότου αυτά τα τρία κόμματα, κατά τη διάρκεια των οκτώ ετών τους που συγκυβερνούσαν, περιθωριοποίησαν την αντιπολίτευση και απέτυχαν να αναδείξουν νέα ηγετικά στελέχη.
Οι συμφωνίες για το σχηματισμό κυβερνήσεων συνασπισμού στη Γερμανία ήταν πάντα σύνθετα έγγραφα σχεδόν συμβατικού χαρακτήρα. Και παρατηρείται ολοένα και περισσότερο η τάση να προγραμματίζονται τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης, με τους ηγέτες να χρησιμοποιούν στη συνέχεια τις νομοθετικές περιόδους όχι για να εξετάζουν νόμους, αλλά να θεσπίζουν πολιτικές που έχουν συμφωνηθεί εκ των προτέρων. Επιπρόσθετα, στη Γερμανία μετά τη δεκαετία του 2000 (όταν ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ προώθησε μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας) δεν έχει εφαρμοστεί με επιτυχία καμία σημαντική μεταρρύθμιση.
Σήμερα Χριστιανοδημοκράτες, Χριστιανοκοινωνιστές και Σοσιαλδημοκράτες εργάζονται για το σχηματισμό ενός μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού που σε γενικές γραμμές θα κρατήσει τη Γερμανία στον ίδιο δρόμο από τον οποίο ξεκίνησε πριν από μια οκταετία. Η συμφωνία που θα επιτρέψει την επίσημη έναρξη των συνομιλιών είναι γεμάτη λεπτομέρειες, τεχνοκρατική, δίχως όραμα και κάθε άλλο παρά φιλόδοξη.
Δεν αποτελεί, οπότε, έκπληξη το γεγονός ότι, παρότι οι διαπραγματευτές των τριών κομμάτων χαιρέτησαν τη συμφωνία ως σημαντική εξέλιξη, πολλοί, ιδίως μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών, είναι δυσαρεστημένοι με το αποτέλεσμα και ορισμένοι ζητούν επαναδιαπραγμάτευση. Το κόμμα καλείται σήμερα να πάρει μια σημαντική απόφαση: στο έκτακτο συνέδριο, κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, οι ηγέτες του πρέπει να αποφασίσουν εάν θα συμμετάσχουν σε ακόμα μία κυβέρνηση συμμαχίας που υπόσχεται πάνω κάτω τα ίδια, ή θα περάσουν στα έδρανα της αντιπολίτευσης, οδηγώντας, πιθανώς, τη χώρα σε νέες εκλογές.
Υπάρχει όμως μια άλλη επιλογή, την οποία πολλοί έχουν αγνοήσει: μια κυβέρνηση μειοψηφίας της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης με την Μέρκελ καγκελάριο. Απελευθερωμένη από καταπιεστικές συμφωνίες με τους απρόθυμους Σοσιαλδημοκράτες ή τους στυγνά συμφεροντολόγους Ελεύθερους Δημοκράτες, η Μέρκελ θα μπορούσε να στελεχώσει το υπουργικό της συμβούλιο με βάση ένα συγκεκριμένο όραμα και όχι τις κομματικές πολιτικές. Θα μπορούσε ακόμα και να διορίσει υπουργούς από άλλα κόμματα.
Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι η Μέρκελ θα μπορούσε επιτέλους να αντιμετωπίσει τα σημαντικά ζητήματα που παραμελήθηκαν τα τελευταία χρόνια, και τα οποία με βάση την ισχύουσα συμφωνία θίγονται επιδερμικά. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσε να συνεργαστεί με τον γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν για την προώθηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, να εκσυγχρονίσει το σύστημα δημόσιας διοίκησης της Γερμανίας, να προετοιμάσει το εργατικό δυναμικό για την ψηφιοποίηση και να επιλύσει ζητήματα που σχετίζονται με το προσφυγικό.
Η συμμετοχή του Κοινοβουλίου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία σε οποιοδήποτε από αυτά τα μέτωπα. Τα κυρίαρχα κόμματα θα πρέπει να ασπαστούν το είδος του ανοιχτού και εποικοδομητικού διαλόγου που προάσπισε την κοινοβουλευτική δημοκρατία κατά τα πρώτα χρόνια της ενωμένης Γερμανίας, αντί να παραμείνουν επικεντρωμένα σε πολιτικούς τακτικισμούς.
Οι Μίχελ είναι πιθανό να προτιμάνε τις συντηρητικές πολιτικές πρωτοβουλίες και τις μικρές και σταδιακές αλλαγές που σημάδεψαν τις θητείες της Μέρκελ. Αλλά μια κυβέρνηση μειοψηφίας που θα αναγκαστεί να επιστρατεύσει όλους όσοι επιθυμούν να αντιμετωπίσουν τα κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν τη Γερμανία και την Ευρώπη, θα μπορούσε να ξεφύγει από τους περιορισμούς των Μίχελ, απελευθερώνοντας την πολιτική στη χώρα από τους κομματικούς τακτικιστές και επιτρέποντας έτσι την εφαρμογή αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Με άλλα λόγια, αυτή η ελάχιστη πολιτική ανασφάλεια που αντιμετωπίζει σήμερα η Γερμανία, ενδέχεται να είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται η χώρα για ένα καλύτερο μέλλον.
© The Project Syndicate
*Ο Χέλμουτ Ανχάιερ (Helmut K. Anheier) είναι πρόεδρος και καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Hertie School of Governance του Βερολίνου
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News