Οταν στις 2 Δεκεμβρίου 2017 υπέστη καρδιακό επεισόδιο -ύστερα από κρίση κολπικής μαρμαρυγής και κατέρρευσε στη σκηνή, κατά τη διάρκεια της παράστασής του- η δική μας καρδιά σφίχτηκε.
Οταν βγήκε από το «Ελπίς» -όπου νοσηλεύτηκε τότε- όσοι τον αγαπάμε, χαρήκαμε: «Αντε, τη σκαπούλαρε ο Τζιμάκος, δεν μασάει», είπαμε. Αλλά βαθιά μέσα μας ήμασταν ανήσυχοι, ξέραμε ότι τα πράγματα δεν ήταν καλά.
Μέχρι και το Σάββατο 13 Γενάρη, που η καρδιά του Τζίμη Πανούση σταμάτησε να χτυπά, η ανησυχία μας δεν μας εγκατέλειψε ποτέ και πάντα ρωτούσαμε κάποιον δικό του άνθρωπο για το πώς πάει. «Την παλεύει» μας απαντούσε, μετά θυμόμασταν κάποιο σκηνικό που είχαμε ζήσει παρέα με τον Τζιμάκο και κλαίγαμε από τα γέλια, για άλλη μια φορά, παρά το ότι αυτή την ιστορία την είχαμε πει τόσες φορές από τότε που είχε γίνει. Και να ξέρετε ότι οι καλύτερες… πανουσοϊστορίες δεν γράφονται ούτε μεταφέρονται στα media. Οχι για λόγους λογοκρισίας, όχι επειδή εμπεριέχουν βωμολοχίες και «μη ορθή χρήση λόγου», κατά το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο, αλλά επειδή θες να κρατήσεις αυτές τις στιγμές για πάρτη σου – δεν είναι για να κόβουν εισιτήριο λαϊκής απογευματινής παράστασης.
Σταματάω να πληκτρολογώ, γελάω μόνος μου σαν τον μαλάκα, θυμήθηκα κι άλλη ιστορία με τον Τζίμη τότε που δουλέψαμε και οι δυο στον Ομιλο Αλαφούζου -μια αιωνιότητα και μια μέρα πίσω- να και τα γέλια μέσα στο ασανσέρ που μας πήγαινε στον πέμπτο όροφο, «στον καφενέ», όπως έλεγε ο ίδιος.
Εκείνες οι ημέρες του φωτός ανήκουν στο παρελθόν, οι ιστορίες που γέννησαν θα είναι πάντα ζωντανές, αλλά ο Τζίμης δεν μένει, πια, εδώ. Αυτό το συννεφιασμένο Σάββατο, αυτή η καλλιτεχνάρα έφυγε και τα πολλά λόγια δεν έχουν νόημα.
Επίσης, δεν έχουν κανένα νόημα και οι «δηλώσεις τού καλλιτεχνικού κόσμου που αποχαιρετά τον Τζίμη Πανούση», άνθρωποι που -σε κάποιες περιπτώσεις- ουσιαστικά δεν είχαν καμία σχέση μαζί του. Απλώς, όταν επικοινώνησαν μαζί τους οι συνάδελφοί μου ήταν πρόθυμοι, για τους δικούς τους λόγους, να μιλήσουν στον «αέρα» κάποιας εκπομπής, να γίνουν μέρος ενός ρεπορτάζ κάποιου δελτίου ειδήσεων.
Ο Τζιμάκος ενόχλησε πολλούς με τον λόγο του, με τις εκπομπές του, με τις ρίμες και τις νότες του. Τον λοιδόρησαν για την εμφάνισή του, τον έψεξαν, τον τράβηξαν στα δικαστήρια, του ζήτησαν χρήματα ως αποζημίωση για ηθική βλάβη και προσβολή προσωπικότητας και εθνικού συμβόλου – «της πατρίδος μου η σημαία». Και αυτοί, τώρα, τον αποχαιρετούν…
Ναι! Σαν να μην έγινε ποτέ τίποτε, σε μια κρίση επίπλαστης κι ανύπαρκτης ανωτερότητας, του λένε «αντίο» άνθρωποι που έβλεπαν ή άκουγαν Πανούση και ανακατεύονταν τα εντόσθιά τους. Κάπου εδώ, περιμένω και το μήνυμα της Ελένης Λουκά: «Παρά τις διαφορές μας, ο Τζίμης Πανούσης ήταν εξαίρετος κωμικός…».
Και είμαι βέβαιος ότι ο Τζίμης θα τα βλέπει όλα αυτά και θα γελάει, «άντε, ρε κουφάλες» θα λέει, με εκείνο τον ήχο που έβγαζε όταν γελούσε, μέσα από την καρδιά του. Εκείνη που τον είχε κάνει να γράψει και ένα τραγούδι για τον χειμώνα.
Ο οποίος, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τώρα ξεκινά.
https://www.youtube.com/watch?v=LF0ksrg-yRs
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News