«Η δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία δεν είναι νεκρή αλλά βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην κατάρρευση από όσο φανταζόμαστε», γράφει ο Εντουαρντ Λους (Edward Luce), επικεφαλής αρθρογράφος των Financial Times στις ΗΠΑ με έδρα του την Ουάσινγκτον. Οξυδερκής παρατηρητής των διεθνών εξελίξεων από την περίοδο της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου κι έπειτα, ο βρετανός δημοσιογράφος εξέδωσε πριν από μερικούς μήνες την «Υποχώρηση του Δυτικού Φιλελευθερισμού», ένα έργο στο οποίο ο φιλελευθερισμός νοείται ως συνώνυμο της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Μιλώντας στην La Repubblica, με αφορμή τη μετάφραση και την κυκλοφορία του βιβλίου του στην Ιταλία, ο Λους αναλύει την κρίση των φιλελεύθερων δημοκρατικών αξιών στον δυτικό κόσμο, μια κρίση στο πλαίσιο της οποίας ο Τραμπ και οι Ευρωπαίοι ομοϊδεάτες του δεν αποτελούν την αιτία αλλά τα συμπτώματά της.
Ερωτώμενος για την αδυναμία της Αριστεράς να εκπροσωπήσει τα μέλη της μικρομεσαίας τάξης και την στροφή των πιο αδύναμων προς τη Δεξιά, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, ο Λους επιστρέφει στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Τότε που «η Αριστερά αποκόπηκε από τις μαρξιστικές ρίζες της. Το γεγονός είναι ότι ο μέσος εργαζόμενος ήταν πολύ χειρότερα στη Σοβιετική Ένωση σε σύγκριση με την Αμερική ή τη Δυτική Ευρώπη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια βαθιά ιδεολογική αναθεώρηση και οδήγησε στον Τρίτο Δρόμο, σε μια μετατόπιση προς το Κέντρο. Η Αριστερά μεταλλάχτηκε σε κατεστημένο όταν ασπάστηκε την προπαγάνδα των συντηρητικών: πιστεύοντας πως οι εργαζόμενοι με χαμηλές απολαβές θα εξαφανίζονταν και ότι όλοι θα έκαναν ένα βήμα προς τα πάνω στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Όταν ξέσπασε η κρίση του 2008, αυτοί που επλήγησαν περισσότερο δεν είχαν πλέον μια φωνή, μια εκπροσώπηση. Η Αριστερά ήταν το κατεστημένο, η τεχνοκρατία, τα μέλη της ταυτίζονταν με εκείνη την κάστα των ειδικών που κατηγορήθηκαν για την κρίση. O λαϊκισμός της Δεξιάς ήταν πιο ελκυστικός».
Μέσω της ιστορικής ανάλυσης που επιχειρείται στο βιβλίο συμπεραίνεται πως η φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης υπονομεύει την ίδια την δημοκρατία. «Είναι δύσκολο να διασφαλιστεί η λαϊκή στήριξη προς τις δημοκρατίες, όταν τα οικονομικά οφέλη διανέμονται με τόσο άνισο τρόπο. Ανάλογες ανισότητες δεν έχουν παρατηρηθεί από την εποχή του Μεγάλου Γκάτσμπι, και δεν είναι τυχαίο που η δεκαετία του 1920 σημαδεύτηκε από μια αντίδραση κατά των δημοκρατιών», εξήγησε ο Λους. Και πρόσθεσε πως «η οικονομική ανισότητα προκαλεί ανισορροπίες στην πολιτική εξουσία. Η (πρόσφατη) φορολογική μεταρρύθμιση στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, αποτελεί μια σαφή απόδειξη αδιαφορίας για τα συμφέροντα των πολλών».
Όσον αφορά τους ψηφοφόρους του Τραμπ, ακόμα και μεταξύ των λαϊκότερων στρωμάτων, που πιστεύουν πως η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων θα αυξήσει τον συνολικό πλούτο της κοινωνίας, κάνοντας λόγο για μια επιστροφή στον εποχή του Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο Λους υποστηρίζει πως πρόκειται για μια αβάσιμη σύγκριση.
Γιατί «το 1980 η περικοπή των φόρων από τον Ρέιγκαν πραγματοποιήθηκε με τη συναίνεση και των δύο κομμάτων. Αφετηρία αποτέλεσαν οι υψηλότερες κλίμακες φορολογίας. Τα επιτόκια ήταν απαγορευτικά και πάγωναν τις επενδύσεις. Η τωρινή φορολογική μεταρρύθμιση εγκρίθηκε βιαστικά, δίχως να πειστούν οι Δημοκρατικοί. Σε μια περίοδο που τα επιτόκια είναι σχεδόν μηδενικά και οι επενδύσεις ήδη σε υψηλά επίπεδα, η μεταρρύθμιση αποτελεί ένα ξεκάθαρο δώρο προς τους μετόχους των επιχειρήσεων. Και το 80% του συνόλου των μετοχών στις ΗΠΑ ανήκει στο 15% των Αμερικανών. Καμιά σχέση με τον Ρέιγκαν».
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι τα μέλη της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ «ψηφίζουν ενάντια στα συμφέροντά τους», όπως είχε υποστηρίξει, τουλάχιστον έμμεσα, η Χίλαρι Κλίντον όταν υπεροπτικά έως και προσβλητικά χαρακτήρισε τους φτωχούς λευκούς αμερικανούς ψηφοφόρους του Τραμπ «αξιοθρήνητους».
«Δεν συμμερίζομαι αυτόν τον σνομπισμό. Είναι υπεροπτικό να θεωρούμε πως μόνον εμείς οι διανοούμενοι μπορούμε να ψηφίζουμε παραβλέποντας τα προσωπικά μας πρακτικά οφέλη, πως μόνον εμείς είμαστε πολυδιάστατα όντα, πως επιλέγουμε πάνω στη βάση των αξιών μας, ψηφίζοντας για παράδειγμα μια Αριστερά που θα αυξήσει τους φόρους που πληρώνουμε. Ο καθένας ψηφίζει με βάση ένα σύνθετο σύνολο από λόγους, αξιακούς, ταυτότητας, “φυλετικούς”, και αυτό ισχύει για μένα όπως και για τον εργάτη από το Ουισκόνσιν. Ο οποίος ενδέχεται να είναι δικαιολογημένα δύσπιστος προς το Κράτος. Υφίσταται επίσης μια φυλετική καχυποψία, η ιδέα ότι κάποιες μειονότητες καρπώνονται τα οφέλη της κοινωνικής πρόνοιας» πρόσθεσε ο Λους και κατέληξε:
«Δεν πρέπει να δίνουμε απλουστευτικές εξηγήσεις. Είναι πολλοί οι Αμερικανοί που αφού ψήφισαν τον Ομπάμα επέλεξαν κατόπιν τον Τραμπ».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News