Προ ημερών η κυβέρνηση μείωσε τον συντελεστή του φόρου επί των τηλεοπτικών διαφημίσεων (εδώ). Από 1ης Απριλίου 2018 ο φόρος θα είναι 5% αντί 20% που είναι σήμερα. Και σύμφωνα με το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, η μείωση αυτή θα στερεί από το δημόσιο ταμείο €20 εκατ. ετησίως για τα επόμενα 10 χρόνια – σύνολο 200!
Αν και πρόκειται για μείωση φόρου, δεν είναι άρση υπερφορολόγησης ούτε «δώρο τους καναλάρχες» – το εξηγεί καλύτερα από μένα ο αρμόδιος υπουργός εδώ. Είναι, απλώς, η επόμενη πράξη της φάρσας, η συνέχεια του παράδοξου τρόπου αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών.
Υπενθυμίζω ότι στην α’ πράξη του έργου, οι πλειοδότες των τεσσάρων δημοπρατούμενων αδειών προσέφεραν αθροιστικά €245 εκατ.. Και αργότερα στη ΔΕΘ (9/2016) ο Πρωθυπουργός υποσχέθηκε να διαθέσει τα λάφυρα της πρωτότυπης ομηρείας των καναλαρχών στην κοινωνία – τους συνταξιούχους εννοούσε, αν κρίνουμε από τον τρόπο διανομής του υπερπλεονάσματος (12/2016).
Ο πρώτος διαγωνισμός ακυρώθηκε. Ο δεύτερος ξεκινά σύντομα, κι αυτή τη φορά δημοπρατούνται επτά άδειες. Και τιμή εκκίνησης της δημοπρασίας για κάθε άδεια ορίστηκαν τα 35 εκατ.€. Το ποσόν αποφασίστηκε με κριτήριο το σύνολο του τιμήματος του πρώτου διαγωνισμού (€245 εκατ. δια του επτά)! Διότι, όπως δήλωσε και ο αντιπρόεδρος του ΕΣΡ: «Σε ό,τι αφορά το αρχικό τίμημα της δημοπρασίας… ήδη η αγορά είχε μιλήσει» (εδώ).
Ισως είναι χαμένος κόπος, αλλά θα άξιζε να εξηγήσει κάποιος σε εκείνους που επένδυσαν πολιτικά στη «φάρσα» ότι τα €245 εκατ. του πρώτου διαγωνισμού ήταν τόσο αξιόπιστα όσο και οι βοσκότοποι του Καλογρίτσα.
Στην πραγματικότητα η τηλεοπτική αγορά δεν είναι ανθηρή. Δεν είναι όπως η αγορά της κινητής τηλεφωνίας, όπου η κυβέρνηση φορτώνει τον ένα φόρο πάνω στον άλλον αλλά οι εταιρείες έχουν τη δυνατότητα να μετακυλίουν τις επιβαρύνσεις στον καταναλωτή, διατηρώντας έτσι υγιή κερδοφορία. Και, τελικά, οι έλληνες καταναλωτές απολαμβάνουμε ακριβότερες υπηρεσίες τηλεφωνίας από την πλειονότητα των υπολοίπων Ευρωπαίων. Αντιθέτως, η τηλεοπτική αγορά επιβιώνει οριακά –τα περισσότερα κανάλια είναι ζημιογόνα– καθώς η αγορά της διαφήμισης έχει υποστεί καθίζηση. Με όρους καθαρά οικονομικούς, €245 εκατ. επιπλέον επιβάρυνση η ελληνική τηλεοπτική αγορά απλά δεν την αντέχει.
Γι’ αυτό αναγκάστηκε να «ξαναμιλήσει». Η πραγματική αγορά, όχι εκείνη των βοσκοτόπων και της Φλωρεντίας. Κι αυτή τη φορά είπε ότι τα €245 εκατ. είναι πολλά και πρέπει να αφαιρεθούν και καμιά 200ριά! Οι διαστημικές κεραίες της κυβέρνησης έπιασαν το μήνυμα κι έτσι, λίγες ημέρες πριν την προκήρυξη του νέου διαγωνισμού, η τροπολογία που μειώνει τους φόρους των καναλαρχών κατά €20 εκατ. ετησίως για τα επόμενα 10 χρόνια –τόσο διαρκούν οι άδειες– είναι γεγονός. Δηλαδή, το ελληνικό κράτος θα επιστρέψει στους καναλάρχες μέσω φοροελαφρύνσεων τα 200 από τα 245 εκατ.€ που τους ζητά να καταβάλουν για τις άδειες.
Ετσι, κυβέρνηση και καναλάρχες είναι ευχαριστημένοι. Η πρώτη, επειδή θα εισπράξει τουλάχιστον τα €245 εκατ. που επεδίωκε για να αποφύγει τη γελοιοποίηση, και οι καναλάρχες επειδή η ετήσια πρόσθετη επιβάρυνση ανά σταθμό θα παραμείνει περιορισμένη.
Μετά την ολοκλήρωση του διαγωνισμού, ο εμπνευστής του θα επαίρεται δικαιωμένος για την αξία των αδειών και τα χρήματα που μπήκαν στο δημόσιο ταμείο και ο Πρωθυπουργός θα «μοιράσει» πάλι τα λάφυρα στους αδύναμους. Μόνο που αυτή τη φορά –το καταλαβαίνει και ο πιο εύπιστος– λάφυρα είναι τα μελλοντικά έσοδα του κράτους από τις τηλεοπτικές διαφημίσεις. Αυτή είναι η νοοτροπία, είναι η πολιτική πρακτική «της αρπαχτής», που κατήγγειλε πρόσφατα ο Πρωθυπουργός μας.
Επί της ουσίας, λοιπόν, η κυβέρνηση αναγνώρισε την αδυναμία της τηλεοπτικής αγοράς να αντέξει επιπλέον επιβαρύνσεις. Γι΄ αυτό μετέτρεψε τον θεσμικό ρόλο του κράτους (έλεγχο της επάρκειας, καταλληλότητας και συμμόρφωσης εκάστου αδειοδοτούμενου με το θεσμικό πλαίσιο) σε εισπρακτικό, εξαντλώντας προκαταβολικά τη φοροδοτική ικανότητα του αδειοδοτούμενου. Αυτός, μάλλον, ήταν ο μόνος τρόπος να ολοκληρώσει η κυβέρνηση τη διαδικασία της αδειοδότησης. Εξαρχής, άλλωστε, κύριο μέλημά της δεν ήταν η θεσμική πτυχή της αδειοδότησης, ούτε καν η εισπρακτική. Ηταν η επικοινωνιακή, να φανεί η διαδικασία αδειοδότησης σαν μάχη εναντίον των καναλαρχών και της διαπλοκής.
Χρειάστηκε, δηλαδή, μια ανακατανομή ρόλων του κράτους, μεταξύ θεσμικού και φορολογικού προκειμένου η αγορά να ανταποκριθεί, ώστε η κυβέρνηση να εκφωνήσει, επιτέλους, το διάγγελμα που ετοίμασε από πέρυσι.
Προφανώς, η πολιτική πρακτική «της αρπαχτής» μπορεί να επεκταθεί σε πολλούς κλάδους της οικονομίας. Ενα παράδειγμα. Η χώρα διαθέτει δύο μεγάλες εταιρείες διύλισης, τα Ελληνικά Πετρέλαια και τη Motor Oil, οι οποίες χρησιμοποιούν την ατμόσφαιρα της χώρας, εκεί «εκπέμπουν» τα αέρια απόβλητά τους. Κατ’ αναλογίαν προς το δημόσιο αγαθό των συχνοτήτων, το κράτος θα μπορούσε να χρεώσει τις δύο εταιρείες ένα τεράστιο ποσό ως άδεια λειτουργίας δέκα ετών, προσφέροντας φοροαπαλλαγές δεκαετίας για αντάλλαγμα. Τότε, ο Πρωθυπουργός θα μπορούσε να «μοιράσει» σήμερα τα φορολογικά έσοδα της επόμενης δεκαετίας κομπάζοντας ότι τα πήρε από τους πετρελαιάδες και τα μοίρασε στους φτωχούς.
Βραχυπρόθεσμα μπορεί ένα κράτος να εξασφαλίσει έτσι πολλούς πόρους προς διανομή. Μεσο-μακροπρόθεσμα, όμως, η πολιτική της «αρπαχτής» είναι πολύ επικίνδυνη. Δημιουργεί «καμένη γη» και υποσκάπτει το μέλλον.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News