Το θερμό χειροκρότημα της εξέδρας για την Εθνική -που είχε, μόλις, χάσει το τρένο του Μουντιάλ της Ρωσίας- ήταν το γεγονός της βραδιάς. Εξίσου σημαντικό, το ότι 20.000 φίλαθλοι σηκώθηκαν από τον καναπέ τους και πλήρωσαν εισιτήριο για να γίνουν μάρτυρες ενός προαναγγελθέντος αποκλεισμού. Ούτε με το «χάπι της χαράς» δεν πίστευε κάποιος ότι το 4-1 του Ζάγκρεμπ ήταν δυνατόν να ανατραπεί. Κι όμως, στη χώρα που αγαπά την επιτυχία περισσότερο κι από το ίδιο το ποδόσφαιρο, ένα πλήθος ασυνήθιστα μεγάλο για (χαμένο από χέρι) αγώνα της «γαλανόλευκης» συγκεντρώθηκε στο Φάληρο για να παρασημοφορήσει την προσπάθεια.
Ολοι αναγνωρίζουν, ότι σε αυτά τα 12 ματς του προκριματικού κύκλου η ομάδα σουλουπώθηκε. Κι όλοι αντιλαμβάνονται, ότι ο ρεαλιστικός στόχος ήταν αυτός: η προ διετίας «καρπαζοεισπράκτορας» Εθνική μας να ξαναγίνει αξιόμαχη. Ναι, ήταν κρυφό μας όνειρο: αυτό το σκορποχώρι του 2014-2015, που έχασε απ’ όλους (μέχρι από τα Φερόε, δύο φορές) και τερμάτισε στον πάτο του ομίλου του στον δρόμο για το Euro 2016, αμέσως μετά να πάει στο Παγκόσμιο Κύπελλο, σαν από θαύμα. Αλλά, πόσο βάσιμη θα μπορούσε να είναι μία τέτοια προσδοκία; Το καλό θέλει χρόνο για να γίνει – μόνον η καταστροφή μπορεί να συμβεί ακαριαία.
Το πρώτο παιχνίδι του Μίχαελ Σκίμπε στον πάγκο της Εθνικής μας, ακριβώς πριν από δύο χρόνια (13 Νοεμβρίου 2015) ήταν η επιβεβαίωση του χάους που παρελάμβανε: Λουξεμβούργο – Ελλάδα 1-0. Φιλικό – ξεφιλικό, έδειχνε πόσο πολύ είχαμε συμφιλιωθεί με την ήττα. Αν και στα επόμενα ματς προετοιμασίας τα σημάδια ήταν ενθαρρυντικά, η κλήρωση δεν άφηνε μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας: το Βέλγιο ήταν «άπαιχτο» και η Βοσνία γεμάτη ταλέντο. Η τρίτη θέση, που δεν μας οδηγούσε πουθενά, φάνταζε ως η πιθανότερη για την Εθνική μας. Εκτός κι αν μας προσπερνούσε και η φιλόδοξη Κύπρος.
Στην πράξη τα πήγαμε πολύ καλύτερα, απ’ ό,τι στη θεωρία. Στις Βρυξέλλες, λίγο έλειψε να νικήσουμε. Στο Φάληρο ηττηθήκαμε από τους Βέλγους στις λεπτομέρειες. Από τους Βόσνιους δεν χάσαμε ούτε στη Ζένιτσα. Την Κύπρο τη νικήσαμε δύο φορές. Τερματίσαμε στην καλύτερη δυνατή θέση -τη δεύτερη- στον όμιλό μας. Φτάσαμε στα μπαράζ, όπου αποκλειστήκαμε από μία ομάδα γεμάτη «αστέρια» των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών συλλόγων. Από την Κροατία, η οποία στην παγκόσμια κατάταξη της FIFA βρίσκεται 29 σκαλιά πάνω από εμάς. Η συντριβή μας (4-1) στο Ζάγκρεμπ και το αναπάντεχο 0-0 με την Εσθονία στο «Γ. Καραϊσκάκης» ήταν τα μόνα άτυχα βράδια του Σκίμπε και των διεθνών στη δουλειά. Στα δέκα υπόλοιπα ματς, η Εθνική μας ξανακέρδισε, πόντο – πόντο, τη χαμένη εμπιστοσύνη του κοινού της. Και την επαναφορά της στην ανταγωνιστικότητα.
Πίσω από τα αποτελέσματα, στην Εθνική συνέβησαν πολλά μέσα σ’ αυτά τα δύο χρόνια. Η ομάδα απέκτησε έναν «κορμό» πρόθυμων να την υπηρετήσουν παικτών, δέθηκε πάλι σαν οικογένεια, θυμήθηκε τις αρετές της -τη μαχητικότητα και την αυταπάρνηση- έκλεισε την πόρτα των αποδυτηρίων της στις συλλογικές προστριβές, υποδέχτηκε νέα μέλη (Κάρλος Ζέκα, Τάσος Δώνης), άρχισε να απολαμβάνει, ξανά, το παιχνίδι, ανέκτησε την περηφάνεια της. Είχαμε πολύ καιρό να δούμε ποδοσφαιριστές της να κλαίνε έπειτα από κάποια αποτυχία.
Ο δρόμος της επιστροφής στην κανονικότητα ήταν γεμάτος εμπόδια. Η χώρα δεν παράγει, πλέον, τους σπουδαίους παίκτες του πρόσφατου παρελθόντος. Ούτε, καν, αμυντικούς χαφ, που κάποτε ήταν το εθνικό μας προϊόν. Στο Euro του 2004, ο Ρεχάγκελ είχε τον Κατσουράνη, τον Καραγκούνη και τον Μπασινά. Ο Ζήκος και ο Στολτίδης… περίσσευαν. Επιθετικοί, δεν υπάρχουν ούτε για δείγμα: μόνο σε δύο συλλόγους της Σούπερ Λιγκ παίζουν έλληνες φορ ως βασικοί. Οι καλύτεροι ποδοσφαιριστές μας έχουν φύγει στο εξωτερικό, όμως κι εκεί -με εξαίρεση τους κεντρικούς αμυντικούς- ψάχνουν λεπτά συμμετοχής: ο Μανιάτης, ο Τζαβέλλας, ο Τζιόλης, ο Σάμαρης, ο Ρέτσος… Το ίδιο ισχύει για τον Μπακασέτα και τον Ταχτσίδη, στην ΑΕΚ και τον Ολυμπιακό. Ο Καρνέζης έπαιξε στη Γουότφορντ για πρώτη φορά πριν από δύο εβδομάδες. Ο Μήτρογλου, ο Μάνταλος, ο Τάσος Δώνης, ο Καρέλλης, έλειψαν με τραυματισμούς -και ο Μανωλάς με σκανδαλώδη τιμωρία- σε στιγμές καθοριστικές.
Εάν υπάρχει κάτι για το οποίο ο Σκίμπε κατηγορείται, αυτό είναι η άρνησή του -στα όρια της εμμονής- να επιλέγει κάθε φορά τους πιο φορμαρισμένους, από μία ανεξάντλητη δεξαμενή παικτών. Το έκαναν ο Κλάουντιο Ρανιέρι και ο Σέρχιο Μαρκαριάν: μέσα σε μια διετία κάλεσαν 53 διαφορετικούς ποδοσφαιριστές. Η Ελλάδα είχε γεμίσει διεθνείς, όμως ήταν η εποχή που έχανε από τα Νησιά Φερόε. Το έκανε και ο Φερνάντο Σάντος. Με ‘κείνον λειτούργησε «μιά χαρά». Ο Σκίμπε κληρονόμησε την πρακτική του «σταθερού κορμού» από τον Ρεχάγκελ. Μόνον που ο Οτο είχε και «άστρο». Τα αποτελέσματα τον δικαίωσαν πανηγυρικά. Ενώ τον συμπατριώτη του, όχι και τόσο.
Φτάσαμε στην «ερώτηση του εκατομμυρίου». Το συμβόλαιό του με την ΕΠΟ λήγει. Πρέπει να μείνει ή να φύγει; Η σωστή απάντηση είναι συνάρτηση δύο επιμέρους ερωτήσεων. Η πρώτη είναι, ποιος θα μπορούσε να τον διαδεχθεί. Στην «πιάτσα» υπάρχουν, ασφαλώς, πολύ καλύτεροι προπονητές. Αν και στα 32 του τον είχαν για μεγάλο ταλέντο (το 1998 έγινε ο νεώτερος τεχνικός όλων των εποχών στην Bundesliga), το βιογραφικό του είναι γεμάτο αποτυχίες και απολύσεις. Μόνον που, με τα χρήματα που η Ομοσπονδία μπορεί να προσφέρει σήμερα, κανένας καλύτερος δεν πρόκειται να μας καταδεχθεί. Οι ετήσιες αποδοχές του Σκίμπε ήταν 560.000 ευρώ. Εάν η Εθνική προκρινόταν στο Μουντιάλ, θα εισέπραττε άλλα 500 χιλιάρικα, ως μπόνους. Ο μοναδικός συνεργάτης που έφερε μαζί του, έπαιρνε 70.000 ευρώ το χρόνο. Ενας ονομαστός τεχνικός θα ζητήσει -τουλάχιστον- τα διπλάσια, και θα απαιτήσει να συνοδεύεται από μία δαπανηρή κουστωδία.
Η δεύτερη (επιμέρους ερώτηση) είναι, εάν πιστεύουμε πραγματικά πως φταίει ο Σκίμπε που η Ελλάδα δεν απέκλεισε την Κροατία (ή δεν πήρε την πρωτιά του Ομίλου από το Βέλγιο) και δεν έπαιξε τη «μεγάλη μπάλα» για την οποία οι έλληνες ποδοσφαιριστές είναι προορισμένοι. Οι ίδιοι οι διεθνείς, πάντως, δεν συμμερίζονται αυτή την άποψη. Γι’ αυτό τον θέλουν για προπονητή τους. Ούτε το κοινό που το βράδυ της Κυριακής χειροκρότησε στο «Γ. Καραϊσκάκης», προφανώς επειδή νιώθει πως αυτή η ομάδα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε.
Ο Σκίμπε είναι ένας εργατικός, μεθοδικός και σοβαρός τεχνικός που τιμά τον μισθό του. Πάνω απ’ όλα, είναι συμβατός με την ελληνική πραγματικότητα, χαμηλών τόνων, ενωτικός και συνεπής προς τους κανόνες που από την πρώτη στιγμή έχει θέσει. Σε δύο χρόνια έφτιαξε μία αξιοπρεπή ομάδα που άγγιξε τη συμμετοχή της στο Μουντιάλ. Αξίζει την ευκαιρία, στα επόμενα δύο να την οδηγήσει στο Euro 2020. Γιατί να σταθούμε στην τελευταία, αποκρουστική εικόνα του Ζάγκρεμπ;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News