Eφτασε νωρίς στο ταμείο της. Εκεί στην Αχαρνών. Το αφιλόξενο και κακάσχημο κτήριο υποδοχής παραπόνων και διαμαρτυριών τόσων ανθρώπων. Το όνομα άλλαξε αλλά η ταλαιπωρία αμετάβλητη. Πολλά τα γραφεία λίγο το προσωπικό. Ανέβηκε ,με κόπο, στο γραφείο για τις συντάξεις. Το προσωπικό μετριόνταν στα δάκτυλα ενός χεριού. Τα τηλέφωνα δεν χτυπούσαν επειδή είχαν ρυθμιστεί στο αθόρυβο. Τα λαμπάκια που αναβόσβηναν νευρικά ήταν απλώς μία υπενθύμιση. Για τους παρευρισκόμενους ότι άλλοι συνταξιούχοι ελπίζανε μάταια να λυθεί το πρόβλημα τους. Μόνο με ένα τηλεφώνημα. Από τους τρεις υπάλληλους μόνο ένα δέχονταν τους φακέλους. Οι άλλοι διαπεραίωναν τις υποθέσεις χαμηλόφωνα. Και πολύ αργά.
Ηρθε η σειρά της. Το κουρασμένο χαμόγελο του υπαλλήλου δεν κατάφερε να την συνετίσει. Τα πρώτα της λόγια ήταν ότι θυμώνει πολύ και δεν ζητάει συγνώμη. Νοιώθει ότι αδικήθηκε. Η υπόθεση της δεν προχωράει εδώ και τέσσερα χρόνια. Σύνταξη ακούει και σύνταξη δεν βλέπει. Σήμερα ήρθε φορτσάτη να βάλει τάξη. Να δώσει ένα τέλος στην αγωνία της. Πριν λίγες εβδομάδες την είχαν καλέσει να φέρει κάποια συμπληρωματικά χαρτιά σχετικά με τα έτη ασφάλισης της και πιθανών εκκρεμοτήτων. Πήγε στο νοσοκομείο της τα πήρε και τα έφερε αλλά όταν τα κατάθεσε στο γκισέ έγινε κάποιο λάθος και χάθηκαν. Το μυαλό της θόλωσε τα αυτιά της βούιζαν και ήταν έτοιμη να κάνει φασαρία. Για την αμέλεια ή την αδιαφορία των ασφαλιστικών φορέων. Νοιώθει και λίγες ενοχές που δεν σημείωσε το όνομα του υπαλλήλου που πήρε τα χαρτιά της. Για να ξέρει από ποιόν να ζητήσει τον λόγο της απώλειας των δικαιολογητικών.
Ο υπάλληλος, κουρασμένος από τις τόσες υποθέσεις που είχαν δρομολογηθεί εκείνη την ημέρα την αντιμετώπισε ήρεμα, δεν έδωσε βάση στις κατηγορίες. Δεν μπήκε στην διαδικασία των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων. Σηκώθηκε και πήγε σε ένα άλλο γραφείο. Σε μισή ώρα έφερε τον φάκελο. Εξήγησε ήρεμα και ευγενικά ότι όλα ήταν εκεί και ότι έγινε λάθος με την ειδοποίηση. Ολα ήταν εντάξει το μόνο που έλειπε ήταν ένα χαρτί που θα το έπαιρνε από το διπλανό γραφείο σε λίγες ημέρες. Η γυναίκα ένοιωσε ανακούφιση. Ζήτησε συγγνώμη για τις φωνές και δικαιολογήθηκε. Τελευταία θυμώνει πολύ και δεν μπορεί να συγκράτηση τα νεύρα της. Ολα της φταίνε. Η ηλικία της. Η κούραση που νοιώθει στις παραμικρές δραστηριότητες: με τα άνοστα τρόφιμα που καταναλώνει, με την ακρίβεια σε όλα τα επίπεδα, με το μόνιμο άγχος που έχει με τα προβλήματα στο σπίτι της, με τον άρρωστο άντρα της, με το ότι νοιώθει εξαπατημένη από το κράτος. Αλλιώς ήλπιζε να ζήσει στην σύνταξη της και άλλα βιώνει καθημερινά. Την κούρασε αυτή η μιζέρια και η καθήλωση της σε πεζά και άχαρα πράγματα. Η ζωή της κατάντησε βασανιστική και μονότονη.
Η μόνη της χαρά είναι τα σίριαλ στην τηλεόραση. Η ψυχαγωγία της εγκλωβίστηκε στα πρωινάδικα. Δεν έχει όρεξη να ανοίξει κάποιο βιβλίο. Ξέρει την κατάντια της και αυτό την νευριάζει παραπάνω. Ο υπάλληλος, και οι υπόλοιποι άκουσαν την εξομολόγηση της. Κανείς δεν την σχολίασε. Η κυρία έφυγε τελικά με την υπόσχεση ότι αύριο θα ξαναπεράσει. Για να μάθει πότε θα πάρει την σύνταξη της. Μετά από 4 χρόνια αναμονής…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News