Μιλάμε συνέχεια για μαμάδες και μπαμπάδες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Είναι καιρός να μιλήσουμε και για γιαγιάδες και παππούδες που ζούνε το ίδιο. Είναι οι grandparents sitters, όπως τους έχουν ονομάσει επισήμως και αποτελούν μια νέα κατηγορία που εμφανίστηκε στα χρόνια της κρίσης. Το χαρακτηριστικό τους; Ότι φτάνουν στα όρια του burnout, βοηθώντας τα παιδιά τους ν’ ανταπεξέλθουν στο μεγάλωμα των δικών τους παιδιών. Πάντα οι γιαγιάδες πρόσεχαν εγγόνια, αλλά εδώ μιλάμε για γιαγιάδες και παππούδες που σκίζονται.
Διαβάζοντας για το θέμα σε άρθρα και σχετικά forums, καταλαβαίνεις το μέγεθος της βοήθειας των grandparents sitters στη σύγχρονη, πολύπαθη, οικογένεια. Είναι οι θεμέλιοι λίθοι που την κρατούν όρθια. Ένα οκτάωρο νταντέματος είναι το λιγότερο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι εργατοώρες τους είναι πολλές παραπάνω, ειδικά αν οι γονείς είναι ελεύθεροι επαγγελματίες ή ιδιωτικοί υπάλληλοι. Γνωστή και σκληρά εργαζόμενη μου έλεγε πρόσφατα ότι παραδίδει το παιδί κοιμισμένο στη γιαγιά το πρωί και το παραλαμβάνει το βράδυ, επίσης κοιμισμένο.
Υπάρχουν και χειρότερα: «Mου φέρνουν το παιδί τη Δευτέρα και το παίρνουν Παρασκευή» έλεγε μια ισπανίδα γιαγιά σε κάποιο άρθρο. Υποπτεύομαι δεν είναι η μοναδική περίπτωση. Για του λόγου το αληθές, το ίδιο άκουσα να λέει και μια γυναίκα σε μια άλλη, στο λεωφορείο πίσω μου.
Σε χώρες σε οικονομική ύφεση όπως η Ελλάδα, οι grandparents sitters μπορούν πλέον να θεωρούνται σοβαρός οικονομικός παράγοντας. Εργάζονται αμισθί για μας (τσοντάρουν κιόλας), για να μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με τα παιδιά, τη δουλειά και τις δεκάδες άλλες υποχρεώσεις, σε ένα κράτος που δεν βοηθά τους γονείς ούτε στα βασικά: στο να εξασφαλίσει, για παράδειγμα, μια θέση σε παιδικούς σταθμούς για όλα τα παιδιά, είτε στο να κάνει ευέλικτο το ωράριο των παιδικών σταθμών ώστε να μην χρειάζεται να στέλνεις κάποιον να πάρει το παιδί σου στις 4, αν εσύ σχολάς στις 6.
Το πόσο οι σημερινές γιαγιάδες και οι παππούδες στηρίζουν την οικονομία, θα το καταλαβαίναμε αν κάποια στιγμή έκαναν απεργία απ’ τα καθήκοντά τους, όπως τους ζητήθηκε από μια οργάνωση στην Ισπανία πριν λίγα χρόνια: «μην έχεις ενοχές» και «πες όχι», τα συνθήματά τους, που τελικά δεν έγιναν πράξη. Σκεφτείτε να γίνονταν, σκεφτείτε το χάος που θα δημιουργούσαν: εκατομμύρια γονείς θα έστεκαν αποσβολωμένοι, ανήμποροι, ανίκανοι ανάμεσα στις εργασιακές και γονεικές απαιτήσεις. Θα ήταν σαν να έπεφτε το σύστημα οικογενειακού προγραμματισμού με άμεσο αντίκτυπο στην εργασιακή σφαίρα. Αν η αποχή ήταν διαρκείας, θα μπορούσε να διαλύσει την οικονομία της χώρας.
Οσο σουρεαλιστική κι αν είναι μια τέτοια απεργία, το σίγουρο είναι ότι έχει δίκαια αιτήματα: μήπως εμείς, οι νέοι γονείς, περιμένουμε πολλά απ’ τους γονείς μας; Μήπως τους έχουμε φορτώσει παραπάνω απ’ όσο αντέχουν; Μάλλον ναι.
Κάποιοι απ’ τους grandparents sitters αντιδρούν και βάζουν όρια. Οι περισσότεροι όμως, μπαίνουν στον χορό και χορεύουν τα βήματα που τους ζητάμε επειδή η καθημερινότητα δεν βγαίνει, και το καταλαβαίνουν, χωρίς τη βοήθειά τους.
Είναι μια αυτοθυσία που κάνουν για πάρτη μας. Κι ας είναι εβδομήντα χρονών, κι ας έχουν κατεστραμμένη μέση και αρθριτικά και καρδιές και αναπνευστικά, κι ας έχουν στερέψει οι αντοχές τους, κι ας ονειρεύονταν να περάσουν τα τελευταία τους χρόνια κάνοντας ταξίδια ή έστω, λύνοντας σουντόκου μπροστά στην τηλεόραση. Όταν τα παιδιά τους πρέπει να δουλεύουν και όταν το εισόδημά τους δεν φτάνει για ΕΝΦΙΑ, φόρους και νταντάδες, καταπίνουν τα αρθριτικά μαζί και τα τελευταία τους όνειρα και γίνονται εκείνοι νταντάδες για τα εγγόνια τους. Όχι απλώς νταντάδες, δεύτεροι γονείς.
Αν ο Μπρεχτ ζούσε τώρα μάλλον δεν θα έγραφε το «Μάνα κουράγιο», αλλά το «Γιαγιά κουράγιο». Τι μπορούμε να πούμε σ’ αυτούς τους ανθρώπους, εκτός από ένα απέραντο ευχαριστώ;
ΥΓ. Στη μάνα, την πεθερά και τον μπαμπά μου. Αφιερωμένο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News