Το καλοκαίρι του 2015, ήμουν 19 ετών. Είχα ολοκληρώσει το πρώτο ακαδημαικό έτος, ως φοιτητής Οικονομικών, στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης, στο Παρίσι. Κατά την διάρκεια του έτους, είχα επιστρέψει στην Αθήνα για να ψηφίσω στις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου.
Η κυβέρνηση που σχημάτισε ο ΣΥΡΙΖΑ, επιλέγοντας ως συνεταίρους τους ΑΝΕΛ, δεν μου ενέπνεε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη, παρα τ’αύτα, δεν ήμουν από εκείνους που κινδυνολογούσαν. Ίσως αυτή η στάση μου οφειλόταν στο γεγονός ότι στα νιάτα τους, τα περισσότερα μέλη της οικογένειας μου υπήρξαν ενταγμένα στην Αριστερά (από την ΕΠΟΝ μέχρι και το ΚΚΕ εσωτερικού).
Όταν επέστρεψα στο Παρίσι, πολλοί από τους συμφοιτητές μου με ρωτούσαν τι ήταν αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος παρουσιαζόταν από τα γαλλικά ΜΜΕ ως κόμμα ακροαριστερής ιδεολογίας. Έσπευδα να τους καθησυχάσω και να τους εξηγήσω πως, αργά η γρήγορα, η κανονικότητα θα αποκατασταθεί.
Αναρωτήθηκα για το εάν εκτιμούσα σωστά τις εξελίξεις, όταν ο τότε ΥΠΟΙΚ, ο κ. Βαρουφάκης, θεώρησε σοφό να χαρακτηρίσει, σε επίσημη συνέντευξη τύπου, την τρόικα (ή τους θεσμούς αν προτιμάτε, όπως μετονομάστηκαν αργότερα από τη νέα κυβέρνηση) «σαθρά δομημένη επιτροπή». Βρήκα την παραπάνω φράση του όχι απλώς ολότελα άστοχη αλλά και αναίτια εμπρηστική, δεδομένης της ευάλωτης θέσης στην οποίαν βρισκόταν η Ελλάδα. Το σοκ μου υπερέβαινε κι αυτήν ακόμα την απογοήτευσή μου.
Μόλις ξεμούδιασα, πήρα την απόφαση να μετάσχω, με όλες μου τις δυνάμεις, στην προσπάθεια απομυθοποίησης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, στα μάτια ιδίως των συνομηλίκων μου.
Με κάποια καθυστέρηση συνειδητοποίησα ότι οι αντιπαραθέσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όχι απλώς δεν έφερναν αποτέλεσμα αλλά και εκχυδάιζαν κάθε απόπειρα πολιτισμένου διαλόγου. Έτσι, τον Μάιο που επέστρεψα στην Αθήνα, αποφάσισα να ασχοληθώ ακόμα πιό ενεργά. Συμμετείχα σε όλες τις συγκεντρώσεις του «Μένουμε Ευρώπη» και υπέρ του «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου. Το πρωί μάλιστα που στήθηκαν οι κάλπες, παρουσιάστηκα σε ένα εκλογικό τμήμα ως εκλογικός αντιπρόσωπος.
Πιθανόν η εμπειρία αυτή να αποτέλεσε το πιο ηχηρό χαστούκι που είχα φάει στην ως τότε ζωή μου. Αφενός διότι αντιλήφθηκα ότι είχαμε αποτύχει παταγωδώς, ως εκπρόσωποι μιας πολιτικής άποψης, που αν μη τι άλλο μου φαινόταν ορθολογική, να πείσουμε ή έστω να προβληματίσουμε τους συμπολίτες μας. Αφετέρου διότι οποιαδήποτε μορφή διαλόγου υστέρησε, σε ισχύ, του κοινωνικού μίσους και της μεγάλης επιθετικότητας, που αποτελούσαν τα κυρία χαρακτηριστικά, της στάσης των πολιτικών μας αντιπάλων.
Θα έλεγα παρά ταύτα ότι ο τρόπος με τον όποιον έφτασα στα παραπάνω συμπεράσματα υπήρξε καθοριστικός. Βλέπετε, ώσπου να παρουσιαστώ καμαρωτός στο εκλογικό κέντρο με την κονκάρδα του «ΝΑΙ» καρφιτσωμένη στο πουκάμισο, είχα την ψευδαίσθηση ότι η έκβαση του δημοψηφίσματος ήταν ακόμη αβέβαιη. Φτάνοντας λοιπόν να ασκήσω το πολιτικό μου καθήκον, διαπίστωσα πως στο εκλογικό τμήμα του Μεταξουργείου στο οποίο βρισκόμουν, ήμουν ο μόνος, στην κυριολεξία, εκλογικός αντιπρόσωπος του «ΝΑΙ». Αντιθέτως, οι πολιτικοί μου αντίπαλοι ήταν πολυάριθμοι, και κατά κύριο λόγο μεσήλικες. Η αντιμετώπιση τους ήταν άκρως φανατική, με αποδοκίμασαν με πάθος, χαρακτηρίζοντας με ακόμη και «κατάσκοπο των SS».
Αντιλήφθηκα λοιπόν πολύ σύντομα πως η παρουσία μου μπροστά στις κάλπες δεν ήταν ιδιαίτερα επιθυμητή και έτσι αποφάσισα να στηθώ στην είσοδο του τμήματος, δίπλα σε μέλη του ΚΚΕ, που μοίραζαν δικά τους φυλλάδια, θεωρώντας πως το δημοψήφισμα ήταν μια στημένη φάρσα. Ίσως τελικά να μην είχαν και άδικο… Η υπόλοιπη μέρα κύλησε στο ίδιο μοτίβο. Με έκπληξη έβλεπα ξένα τηλεοπτικά συνεργεία να με πλησιάζουν και να μου ζητούν συνέντευξεις. Δεν ήταν φυσικά ότι η γνώμη ενός δεκαεννιάχρονου είχε την παραμικρή βαρύτητα – ως αξιοπερίεργο φαινόμενο με αντιμετώπιζαν. Οι αποδοκιμασίες των ψηφοφόρων του «ΟΧΙ» μόλις αντίκριζαν την κονκάρδα μου, με έκανε ακόμα πιό ενδιαφέροντα τηλεοπτικά.
Το παράδοξο είναι πως εν τέλει η έκβαση του δημοψηφίσματος υπήρξε κάθετα αντίθετη από το αποτέλεσμα του. Και ομολογουμένως δεν παρατήρησα ιδιαίτερη αναστάτωση στις τάξεις των φανατικών αντιευρωπαίων. Οι περισσότεροι δήλωναν απογοητευμένοι, χωρίς αυτό να συνοδεύεται όμως από – έστω λεκτικές – διαμαρτυρίες απέναντι στην κυβέρνηση. Η ομηρική τους οργή είχε εξανεμιστεί.. Διότι στην πραγματικότητα, το ζητούμενο ήταν περισσότερο η εκτόνωση αυτή καθ’αυτή, παρά η πολιτική ουσία την οποία συνεπαγόταν. Οι άνθρωποι εκείνοι αντιτάχθηκαν – για άλλη μια φορά – σε κάτι που αισθάνονταν ως επιβολή. Αρκούσε ένας Γιάννης με ένα «ν», για να τους κάνει να πιστέψουν πως «ως εδώ, φτάνει πια». Γιατί θεωρούν τον εαυτό τους λεβέντη, και κυρίως πολύ πιο έξυπνο από τον μέσο ευρωπαίο φλώρο, που πληρώνει τους φόρους του και αφήνει το κράτος να τον κλέψει. Η πεποίθηση ότι οι πολιτικοί είναι συλλήβδην κλέφτες καλλιεργείται στην Ελλάδα από την εποχή των προπαππούδων μου.
Με λίγα λόγια πρόκειται περί επαναστατών χωρίς αιτία, που επιθυμούν διακαώς την επιστροφή του ντελίριου των προηγούμενων δεκαετιών. Δεν τους ενδιαφέρει ούτε το πλαίσιο, ούτε το πρόσωπο. Τους ενδιαφέρει να είναι πάλι άρχοντες: να χτίζουν αυθαίρετα σπίτια, να τα βολεύουν όλα με όλους, και να ακολουθούν τον δικό τους νόμο.
Για αυτόν άλλωστε τον λόγο, ενώ είμαστε η χώρα η οποία θα χρειαζόταν όσο καμία άλλη μια ανανέωση του πολιτικού χώρου και των προτάσεων εντός αυτού, εμμένουμε στο όσο το δυνατόν πιο γνώριμο και ηθικά -όπως και πολιτικά- διεφθαρμένο. Γιατί αντιστεκόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις σε ό,τι μπορεί να μας αναγκάσει να μπούμε σε ένα καλούπι: είτε αυτό συνεπάγεται φορολογική συνέπεια, είτε συνέπεια στις ακαδημαϊκές και επαγγελματικές μας υποχρεώσεις, είτε σεβασμό των θεσμών και των νόμων που μας πλαισιώνουν.
Ο Στρατής Χωμενίδης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News