Μέχρι το ντέρμπι της περασμένης Κυριακής, που τον έβαλε στο στόμα όλων των ελλήνων ποδοσφαιρόφιλων, η κορυφαία του στιγμή δεν ήταν κάποιο γκολ αλλά μια του δήλωση, πριν από 11 χρόνια: «Προτιμώ να γίνω οικοδόμος, παρά να επιστρέψω στην Τούμπα». Εννέα λέξεις που, εν πολλοίς, καθόρισαν το μέλλον του στα γήπεδα.
Ηταν καλοκαίρι του 2006, όταν ο Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος -παίκτης του ΠΑΟΚ τότε- ταξίδεψε στην Αγγλία, κρυφά από τον σύλλογό του, για να υπογράψει συμβόλαιο στη Λίβερπουλ. Κουμάντο στο «Ανφιλντ» έκανε ο Ράφα Μπενίτεθ, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από το ταλέντο του νεαρού επιθετικού. Ο Λάζαρος πέρασε με επιτυχία τις ιατρικές εξετάσεις και πίστευε πως ήταν ζήτημα ωρών, το να γίνει μέλος μιας από τις πιο φημισμένες ομάδες του Κόσμου. Με την αφέλεια των 20 χρόνων του δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε.
Ο ΠΑΟΚ εξοργίστηκε με την εκβιαστική κίνηση του ποδοσφαιριστή του, αρνήθηκε τα 600.000 ευρώ που του πρόσφερε ο αγγλικός σύλλογος, και η μετεγγραφή δεν ολοκληρώθηκε. Αντί να παίξει στη Λίβερπουλ, ο Λάζαρος βρέθηκε και εκτός ΠΑΟΚ, που τον τιμώρησε με εξάμηνη διακοπή συμβολαίου. Ο Θοδωρής Ζαγοράκης, ήδη σεβάσμια φιγούρα στην Τούμπα, ανέλαβε να τον υπερασπιστεί: «Μικρό παιδί είναι, πρέπει να του δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία». Ο Λάζαρος ζήτησε δημοσίως συγγνώμη και, τον Μάρτιο του 2007, ο τότε προπονητής του «Δικέφαλου του Βορρά», Γιώργος Παράσχος, του έδωσε το συγχωροχάρτι που ζητούσε. Αλλά, αυτή τη στιγμή της επιστροφής του, την περίμενε εντελώς διαφορετική.
Η Τούμπα υποδέχτηκε τον… άσωτο υιό με αποδοκιμασίες και πανό: «Οικοδόμε, γύρνα πίσω στην Αγγλία». Είκοσι χιλιάδες άνθρωποι στις εξέδρες ήταν ασφαλέστατο δείγμα για τη σφυγμομέτρηση: οι οπαδοί του ΠΑΟΚ δεν μπορούσαν να ξεχάσουν. Με τον καιρό, τα εναντίον του συνθήματα κόπασαν. Σύντομα ακούστηκαν και τα πρώτα χειροκροτήματα, στις φαντεζί ενέργειες αυτού του παίκτη που ξεχείλιζε από ταλέντο. Την επόμενη σεζόν (2007-2008) ο Χριστοδουλόπουλος έγινε ο ηγέτης του ΠΑΟΚ, κλήθηκε στις «μικρές» Εθνικές (Νέων και Ελπίδων), κι αργότερα ο Οτο Ρεχάγκελ τον πήρε μαζί του στο τουρνουά της Κύπρου, όπου πρωτόπαιξε με την Ανδρών. Προσπάθησε πολύ, κέρδισε την εκτίμηση των ΠΑΟΚτσήδων, όμως όχι και την αγάπη τους. Αυτή που έδειχναν -για παράδειγμα- στον Ζαγοράκη ή στον Σαλπιγγίδη (στην πρώτη του θητεία).
Το καλοκαίρι του 2008, Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός κινήθηκαν για την απόκτησή του. Ο ΠΑΟΚ είχε μεγάλα οικονομικά προβλήματα, και έπρεπε να τον παραχωρήσει. Κατέληξε στην Παιανία, ως προσωπικό «στοίχημα» του Νικόλα Πατέρα που είχε, μόλις, αναλάβει πρόεδρος στο «Τριφύλλι». Ηταν η αδυναμία του, ως ποδοσφαιριστής. Επειτα από μερικές συναντήσεις τους στο κότερο του εφοπλιστή, ο Χριστοδουλόπουλος υπέγραψε στον Παναθηναϊκό. Πήρε από το χέρι την αγαπημένη του, Βάσω Τρέμκατζη, και κατέβηκαν στην Αθήνα. Η Βάσω, μπασκετμπολίστρια του Ηρακλή τότε, έβγαλε δελτίο στον Παναθηναϊκό, προκειμένου να τον ακολουθήσει στην πρωτεύουσα.
Στη νέα του ομάδα καθιερώθηκε σχεδόν αμέσως. Επειτα από μία νίκη επί του Ολυμπιακού στο ΟΑΚΑ (2-1, με δύο γκολ του Τζιμπρίλ Σισέ), ο Λάζαρος πήγε για προπόνηση και βρήκε να τον περιμένει ένα πανάκριβο, κίτρινο αυτοκίνητο – τα αγωνιστικά μοντέλα είναι το φετίχ του. Ηταν δώρο του Πατέρα, για τις καλές εμφανίσεις του. Αλλά, οι πραγματικά ευτυχισμένες μέρες του Λάζαρου στην Αθήνα τελείωσαν με την κατάκτηση του «νταμπλ», το 2010. Μαζί με τις ευτυχισμένες μέρες του Παναθηναϊκού. Οταν άρχισε η γκρίνια και η εσωστρέφεια, εκείνος ήταν ένας από τους πρώτους στόχους των αγανακτισμένων οπαδών.
Ο Χριστοδουλόπουλος υπήρξε, ανέκαθεν, ένας από τους πιο παρεξηγημένους ποδοσφαιριστές της εποχής του. Ο πολύς κόσμος πίστευε πως το ταλέντο του ήταν προορισμένο για πολύ μεγαλύτερα πράγματα, αρκεί να είχε λίγο καλύτερη σχέση με την προπόνηση. Μπορεί να ‘ναι κι έτσι, εάν κρίνει κανείς από τα μακρά χρονικά διαστήματα που ήταν ντεφορμέ, αλλά και από τη στασιμότητα στην εξέλιξή του. Βεβαίως, φταίει και ο χαρακτήρας του για το γεγονός πως δεν ήταν, ποτέ, «το αγαπημένο παιδί» της εξέδρας – καμίας εξέδρας. Δεν πούλησε οπαδιλίκι, δεν «το είχε» με τη δημοσιότητα και τις δημόσιες σχέσεις, στα αποδυτήρια δεν ήταν «η ψυχή της παρέας». Ηταν -και είναι- ένας άνθρωπος χωρίς πολλές συναναστροφές, με ελάχιστους φίλους, χωρίς ιδιαίτερα χόμπι. Θα προτιμήσει να μείνει στο σπίτι, για να παίξει στο PlayStation ή για ν’ ακούσει τα αγαπημένα του λαϊκά τραγούδια. Ακόμη και στην «έξω καρδιά» Θεσσαλονίκη, σπανίως τον συναντούσαν στα δημοφιλή στέκια. Οπως λένε οι κοντινοί του άνθρωποι, τα δύσκολα παιδικά του χρόνια τον έχουν σημαδέψει.
Φταίει και το στιλ του. Εκείνη η εμμονή που είχε, να φτιάχνει το μαλλί έπειτα από κάθε του προσπάθεια, στα μάτια του κόσμου φάνταζε σαν αδιαφορία για τη δουλειά του, για την ομάδα του. Εγινε η αιτία να τσακωθεί (και) με τους οπαδούς του Παναθηναϊκού. Ηταν το 2012, δύο χρόνια μετά την κατάκτηση του «νταμπλ». Οι εμφανίσεις του ήταν ασορτί με εκείνες του Παναθηναϊκού: χάλια. Ο Λάζαρος δεχόταν υπομονετικά το υβρεολόγιο της εξέδρας, ώσπου σε έναν αγώνα κόντρα στην Ξάνθη, στα «Πηγάδια», θυμήθηκε τον καλό του εαυτό, σκοράροντας δις. Στο πρώτο γκολ, όταν οι συμπαίκτες του έτρεξαν να πανηγυρίσουν μαζί του, εκείνος τους απομάκρυνε κι άρχισε να περιποιείται το μαλλί του. Στο δεύτερο, ξέσπασε. Κατευθύνθηκε προς την εξέδρα των φιλοξενούμενων, έπεσε στο έδαφος, έσφιξε τις γροθιές του και φώναξε: «έτσι, με το μαλλί σας γ@μ@@».
Ενα χρόνο αργότερα, τον Ιανουάριο του 2013, καθώς ο Παναθηναϊκός έμπαινε, πια, στην εποχή των μνημονίων και ήθελε να απαλλαγεί από τα ακριβά συμβόλαια, ο Χριστοδουλόπουλος έφυγε για την Ιταλία. Χωρίς, στην ουσία, να δικαιώσει τις μεγάλες προσδοκίες που η άφιξή του είχε δημιουργήσει. Ο κόσμος περίμενε πολύ περισσότερα, όμως εκείνος δεν έδειξε το 100% των δυνατοτήτων του. Το 2014, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφων «γιατί δεν έπιασε στον Παναθηναϊκό;», είχε εξηγήσει: «Γιατί ήθελαν να με αλλάξουν. Εγώ είχα ποδοσφαιρικό θράσος, φημιζόμουν για όσα έκανα μέσα στο γήπεδο, όμως οι προπονητές ήθελαν να με βάλουν σε καλούπι».
Η ιταλική του καριέρα κράτησε τέσσερα χρόνια: 2013-2014 στην Μπολόνια, 2014-2016 στην Ελλάς Βερόνα, και μία σεζόν στη Σαμπντόρια. Στις 27 Αυγούστου 2016 επέστρεψε στην Ελλάδα. Η μετεγγραφή του στην ΑΕΚ πέρασε σχεδόν «στα ψιλά». Ελάχιστοι πίστευαν ότι, στα 30 του πλέον, ο Χριστοδουλόπουλος μπορούσε να γίνει ο παίκτης που είχε «υποσχεθεί» στα 18, όταν ο Αγγελος Αναστασιάδης τον είχε ανακαλύψει, όλως τυχαίως, σε μία αλάνα του Τοπικού Θεσσαλονίκης να παίζει με τη φανέλα της Α.Ε. Νεάπολης. Εκείνη τη χρονιά (2004) που η Εθνική μας σήκωσε την Κούπα στην Πορτογαλία, ο Λάζαρος άρχισε την επαγγελματική του καριέρα στον ΠΑΟΚ -την ομάδα της καρδιάς του- με τη φιλοδοξία, κάποτε, όλη η Ελλάδα να μιλάει για ‘κείνον. Αυτή η στιγμή ήρθε, προχθές, με καθυστέρηση δεκατριών ετών.
Γύρισε από την Ιταλία «άλλος άνθρωπος», πιο ώριμος από ποτέ. Αργησε κάπως να βρει ρυθμό, όμως στο δεύτερο μισό της περασμένης σεζόν μας θύμισε τις αρετές του. Στις 6 Φεβρουαρίου, στο ματς της ΑΕΚ με τη Βέροια, σκόραρε το πρώτο του γκολ (στην Ελλάδα) έπειτα από 1.568 αγωνιστικά λεπτά. Πέρυσι ο Χιμένεθ δεν τον έβαλε βασικό σε κανένα ντέρμπι του δεύτερου γύρου, επιλέγοντας κάθε φορά κάποιον άλλον στη θέση του (τον Μπακασέτα, τον Βάργκας, τον Πατίτο), όμως ο Λάζαρος δεν είπε κουβέντα. Παρά το γεγονός ότι, όπως ο κουμπάρος του, ο Γιώργος Καραγκούνης (του έχει βαφτίσει την κόρη), έχει ανάγκη να παίζει, να πρωταγωνιστεί.
Αντί να παραπονεθεί, ή να απογοητευθεί, εξακολούθησε να δουλεύει σκληρά πάνω στις αδυναμίες του – πράγμα που, δυστυχώς, δεν είχε κάνει στα μικρά του χρόνια. Εφτασε στο σημείο να ζητήσει από τον σπεσιαλίστα του είδους, Βασίλη Τσιάρτα, να του κάνει φροντιστήριο στις εκτελέσεις των φάουλ, εκτός προπονήσεων. Το πόσο τον βοήθησαν τα ιδιαίτερα μαθήματα, φάνηκε την Κυριακή. Το γκολ (από φάουλ) με το οποίο ισοφάρισε τον Ολυμπιακό, πέρασε στο πάνθεον των κορυφαίων σε εγχώριους αγώνες, κι έκανε τον γύρο του Κόσμου. Πριν από το ματς του ΟΑΚΑ είχε σκοράρει σε τρεις διαδοχικούς αγώνες. Και προχθές, έφτασε στο ζενίθ. Ηταν το «ντέρμπι του Λάζαρου» – και ως τέτοιο θα μνημονεύεται στο μέλλον.
Εφέτος «βγάζει μάτια». Το γεγονός ότι, ακόμη, δεν έχει κληθεί στην Εθνική, εκθέτει τον Μίχαελ Σκίμπε. Ο Χριστοδουλόπουλος είναι, σήμερα, όλα όσα περίμεναν απ’ αυτόν οι προηγούμενες ομάδες του: πρωταγωνιστής και εργάτης μαζί, μπροστάρης και ηγέτης. Αυτό το sui generis ταλέντο από τα Διαβατά εξελίχθηκε, έστω κι αργά, σε έναν ώριμο παίκτη κλάσης. Ευτυχώς, χωρίς να χάσει τίποτα από την «τρέλα» που κάνει τα απίθανα, πιθανά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News