Τώρα πια συναντάω τα μάτια του συχνά γύρω μου, αλλά τότε, εκείνο το βαθύ σούρουπο- βλέμμα του άνδρα, μου ήταν πρωτόγνωρο. Και πιθανώς έτσι να εξηγείται, ότι μ΄ακολουθεί χρόνια ενώ μου ήταν απολύτως άγνωστος ο άνδρας. Θυμάμαι είχα επισκεφτεί μαζί με έναν φίλο μου το μαγαζί του. Ενα πανέμορφο μαγαζί που πουλούσε πανέμορφα έπιπλα.
Θυμάμαι, ότι ήταν τόσο σκοτεινό, που δεν ήξερα αν ήταν ανοιχτό ή κλειστό και με αμφιβολία ταρακούνησα το πόμολο της πόρτας, πιο πολύ για να επιβεβαιώσω την αίσθησή μου, ότι θα ήταν κλειστό. Μα μόλις διαπίστωσα το αντίθετο και κάναμε μερικά βήματα στο εσωτερικό του, η ατμόσφαιρα μας επέβαλε να δρούμε, λες και μπαίναμε σε στοιχειωμένο πύργο, που θες και δεν θες να ακούσεις φωνή, γιατί όπως και να΄χει θα σου κοπεί η χολή.
Εκείνος καθόταν σε ένα γραφείο, στο πιο βαθύ βάθος. Σχεδόν σκοτάδι. Ολα σκοτάδι. Τον πλησιάσαμε, του εξήγησα τι θέλαμε. Για να τσιγκλίσω το ενδιαφέρον του θυμάμαι ότι υπερέβαλα και για το πόσα έπιπλα θα χρειαζόμασταν… Τίποτα! Στην αρχή πιθανολόγησα μέσα μου, ότι έπεσα σε απολύτως βλάκα, ηλίθιο, μαλάκα αλλά κάτι φρέναρε τη γνωμάτευση. Μπροστά μου ένα πλοίο σε βύθιση. Δεν το χωρούσε ο νους μου. Διάλεγα αίφνης λέξεις που σπιρούνιαζαν. Ηθελα να τον δω να αντιδράει. Με την ίδια ατζαμοσύνη που ταρακουνάς άνθρωπο να δεις αν αναπνέει. Ντρέπομαι που με σκέφτομαι αλλά έγινα δηκτική, ειρωνική. Τίποτα! Ο φίλος μου, μου έκανε νόημα με τα μάτια. Και μόλις βγήκαμε «Ρέα, ο άνθρωπος πάσχει από κατάθλιψη. Ποιος ξέρει τι περνάει».
Κώλωσα στο άκουσμα αυτού, που έτσι κι αλλιώς ψυχανεμίστηκα. Φύση αισιόδοξη και εξ ανάγκης μάχιμη… Επρεπε να τρέχω πιο μπροστά από το κύμα μου, γιατί αν με προλάβαινε θα μ’ έπνιγε. Τελικά, τίποτα δεν με δυσκόλεψε πιο πολύ στη ζωή μου από τη χρήση του γκαζόφρενου. Ξάφνου, με αφορούσε εκείνο το βλέμμα. Πώς αφήνεις άνθρωπο πίσω σου έτσι; Τι κάνεις; Πώς βοηθάς; Μετά, και λίγο μου θύμωνα. Αμάν! Πώς διάολο αφήνεις να στοιχειώνει μέσα σου άνθρωπος που δεν γνωρίζεις; Τον γνώριζα ή δεν τον γνώριζα; Τι ρημαδοκλωστές υποσυνείδητου, σε ράβουν με ανθρώπους; «Από το πουθενά», όπως λέμε αφελώς.
Δυστυχώς στις μέρες μας συναντάω πολλούς με το βλέμμα εκείνου του άγνωστου άνδρα. Το βαρύ σούρουπο βλέμμα. Ένα τσακ πριν της νύχτας το σκοτάδι. Οι μυς των ώμων μου έχουν σημάδια αυτής της πάλης. Ακόμα αρνείται η ψυχή μου να αποδεχτεί. Αλλά τίποτα πιο βαρύ από τον άνθρωπο σε κατάθλιψη. Αδύνατον να τον ανασηκώσεις. Σε τραβάει μάλιστα στη βύθισή του. Ηθελημένα- αθέλητα μπορεί και να σε πάρει στον λαιμό του. Αλλά πώς τον αφήνεις; Πώς προχωράς σαν να μην; Κάνεις, ότι μπορείς. Και μπορεί, αυτό το «ότι μπορείς», να είναι το πιο μεγάλο λάθος στην περίπτωση. Μπορεί το χέρι που απλώνεις να τον… Πώς να το πω; Να τον καταθλιψοεκκρεμεί. Αλλά και πώς; Θεέ μου, τι μάχη!
Θεωρώντας ιερό την ψυχανάλυση, προτρέπω, πιέζω. «Μα, δεν έχω κάτι» θα ισχυριστούν. Με ξεπερνάνε τα φρένα τους, για να ακριβολογήσω, η μυρουδιά από τα καμένα φρένα τους, μπροστά στην προτροπή της ψυχανάλυσης. Μπορούν να επισκεφτούν κάθε κατηγορίας γιατρούς. Μπορεί να ψαρεύουν λύση, σε ότι είδους ειδικότητες μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Αλλά αν τους μιλήσεις για γιατρό ψυχής… Αυτή ακριβώς που πάσχει… Σιωπή. Ή «Μπορώ και τα τακτοποιώ μόνος μου/ μόνη μου». Η κατάθλιψη θερίζει. Και έχω καταλάβει, ότι δεν παίρνει μόνο τον καταθλιπτικό στον λαιμό της. Αγρια πάλη!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News