Ζούμε στο 2017, βαδίζοντας γοργά προς το 2018. Η επιστήμη έχει σημειώσει αλματώδη εξέλιξη, οι τέχνες και τα γράμματα έχουν «επαναστατήσει» προ πολλού, η ανθρωπότητα γενικώς κινείται σε ταχύτητες 21ου αιώνα αλλά ορισμένα πράγματα έχουν μείνει στους χρόνους των ομηρικών επών (σ.σ. χωρίς προφανώς να εννοώ τη διαχρονική δημιουργικότητα που υπήρχε τότε). Τι εννοώ; Στην πολυδιαβασμένη Ιλιάδα, μόλις ο φοβερός και τρομερός Αχιλλέας διαπιστώνει ότι ο αγαπημένος του (πλην όμως άπειρος πολεμικά) Πάτροκλος πέφτει νεκρός από το χέρι του Έκτορα, χωρίς δεύτερη σκέψη, ζώνεται τ’ άρματα και πηγαίνει να «ξηγηθεί». Τη συνέχεια όλοι τη γνωρίζουμε… ο Έκτορας σκοτώνεται, το πτώμα του διασύρεται και στη συνέχεια ένα άλλο χέρι, αυτό του Πάρη, πληγώνει την Αχίλλειο του πτέρνα, στέλνοντας τον αήττητο ήρωα του Ομήρου να συναντήσει τα θύματά του.
Αντί ως Έλληνες να ευγνωμονούμε το Θεό/τη μοίρα/την τύχη (ό,τι τέλος πάντων πιστεύει ο καθένας) που έχουμε την τιμή να συμπεριλαμβάνουμε στη γραμματεία μας ένα έργο που διαπιστώνει απ’ αρχαιοτάτων χρόνων τον αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο της βίας, βλέπουμε στον καθρέπτη του μπάνιου μας, κάθε πρωί που ξυπνάμε, έναν Αχιλλέα έτοιμο να ξεχυθεί ικανοποιώντας όλα του τα βάρβαρα αισθήματα πιστεύοντας πως παίρνει την εκδίκησή του.
Το σύνθημα «η βία φέρνει βία» έχει γίνει πια κλισέ και ο άνθρωπος πια αδυνατεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο Δίκαιο -που γραπτώς του απαγορεύει- και στο δίκιο του -που επιτακτικώς τον πνίγει. Βέβαια, τα ιδεολογήματα πέφτουν βροχή και μακιγιάρουν την αυτοδικία, για να μοιάζει ως πράξη αντίστασης.
«Δικαιοσύνη δεν υπάρχει! Οι θεσμοί δε λειτουργούν! Ποιος θα προστατέψει εμένα;» Είναι το κυρίαρχο επιχείρημα στα χείλη αυτών που επιζητούν μια σπίθα, για να πάρουν το νόμο στα χέρια τους. Ίσως να σκέφτονται ότι καλύτερα είναι να υπερασπίζεται ο καθένας τον εαυτό του. Προφανώς, βάζοντας τον εαυτό τους στη θέση του Αχιλλέα, που ήταν άτρωτος και επειδή σίγουρα είναι πιο έξυπνοι από τον επικό ήρωα θα κάλυπταν την Αχίλλειο πτέρνα φορώντας «σπορτέξ» κι όχι ανοιχτό σανδάλι!
Ταυτόχρονα, όμως ζητούν από το κράτος να τους προστατέψει, γιατί αν πάρουν όλοι το νόμο στα χέρια τους, υπάρχουν και μερικές πιθανότητες να θιγούν τα δικά τους συμφέροντα. Γιατί κάπου εκεί αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι, χωρίς να το παραδέχονται, ότι κοινωνική ζωή χωρίς νόμους, κανόνες και οργάνωση δεν είναι καν ζωή, είναι ζωώδης συνύπαρξη. Το θέμα δεν είναι γιατί αυτοί παρότι το αντιλαμβάνονται συνεχίζουν, είναι ότι αυτοί που δεν το συμμερίζονται συναινούν, έστω με την ανοχή και τη σιωπή τους.
Πριν τέσσερα χρόνια, Σεπτέμβρης μήνας η Ελλάδα γνώρισε και μαζί αποχαιρέτησε τον Παύλο Φύσσα. Πριν εικοσιοκτώ χρόνια, πάλι Σεπτέμβριος, αποχαιρέτησε έναν άνθρωπο που ήδη γνώριζε, τον Παύλο Μπακογιάννη. Ίδιο όνομα, ίδιος μήνας, ίδια αιτία θανάτου: κάποιος αποφάσισε ότι η ζωή μπαίνει στο χρηματιστήριο και η δικιά τους μετοχή είχε ξοφλήσει. Για να πληρωθούν τα γραμμάτια της δικιά τους ιδεολογίας και του δικού τους τσαμπουκά εξαργύρωσαν σε αίμα αγνοώντας επιδεικτικά τους νόμους και την κοινωνία.
Η μία υπόθεση κρίθηκε δικαστικά και η άλλη παλεύει σε χίλια μέτωπα καθημερινά. Είμαι σίγουρος ότι η δικαιοσύνη, παρά τα όποια της προβλήματα θα κάνει στο τέλος το σωστό. Αλλά εμείς δε πρέπει να μείνουμε εκεί. Το πρόβλημα της βίας δε σταματά με μια δικαστική απόφαση. Είναι έξω και μας προκαλεί συνεχώς και φορώντας πολλά πρόσωπα. Την βλέπουμε στο πρόσωπο του παιδιού (ή ακόμα χειρότερα του δασκάλου) που ειρωνεύεται στο σχολείο, του οδηγού που παραβιάζει τον ΚΟΚ, του υπάλληλου που εξευτελίζει τον πολίτη με πρόσχημα τη γραφειοκρατία, του καπνιστή σε εσωτερικό χώρο, του γιατρού που ζητά «φακελάκι», του καταστηματάρχη που δε σου κόβει απόδειξη και σε όλα εκείνα τα πρόσωπα που θα βρουν χίλιες δυο δικαιολογίες να σε ταλαιπωρήσουν εκμεταλλευόμενοι τη λίγη εξουσία που έχουν πάνω σου, ως αναλγητικό για τους πόνους της δικιάς τους εκμετάλλευσης.
Και όλοι μας θεατές. Αρνούμενοι να δούμε τη σύνδεση των παραπάνω με το αίμα και τη χειροδικία. Ίσως γιατί η ιδεολογική μας μυωπία δεν μας επιτρέπει να δούμε πέρα από τη μύτη μας. Ίσως γιατί δεν έχουμε αποφασίσει αν υπάρχει καλή και κακή βία, μιας και παίρνει πολλά χρώματα (μαύρο, κόκκινο, μπλε, πράσινο κλπ). Ίσως γιατί μπορεί να μας συμφέρει μερικές φορές…
Κάποτε ο Χατζιδάκις είχε πει: «όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις και του μοιάζεις», αλλά εμείς σφυρίξαμε αδιάφορα και κρατήσαμε μόνο τη γλυκιά μελαγχολία από το «Βαλς Των Χαμένων Ονείρων». Μόνο που αν αποδεχτούμε έναν τέτοιο κόσμο τότε και τα δικά μας όνειρα θα είναι χαμένα και, σίγουρα, δε θα παίζουν σε ρυθμό βαλς.
* Ο Οδυσσεας Μ. Λομβαρδέας είναι φοιτητής Ιατρικής
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News