Θα περίμενε κανείς ότι η Ελλάδα έχει λύσει όλα της τα προβλήματα από τη στιγμή που το μείζον ζήτημα στις διεργασίες της Κεντροαριστεράς είναι η… ηλεκτρονική ψηφοφορία. Μία διαδικασία ψηφοφορίας για την ανάδειξη του επικεφαλής του νέου φορέα (μιας νέας Ενωσης Κέντρου σύμφωνα με ορισμένους παρατηρητές…) έχει αναχθεί στο μοναδικό μέτρο και το τελειότερο «ζύγι» της προοδευτικότητας και της υποτιθέμενης σύγχρονης στάσης απέναντι στα πράγματα που υποχρεούται να έχει ένας κεντροαριστερός πολιτικός ηγέτης. Και ίσως πράγματι να είναι έτσι, όχι όμως με τον τρόπο που το σκέφτονται και το «πλασάρουν» οι θιασώτες μιας ηλεκτρονικής ψηφοφορίας χωρίς ελέγχους, χωρίς επαληθεύσεις και χωρίς εξασφαλίσεις.
Ας είμαστε σαφείς και σύντομοι αφού εξηγήσουμε πρώτα ορισμένους «αστικούς μύθους».
Πρώτον, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν εξελέγη με ηλεκτρονική ψηφοφορία, παρά τη λανθασμένη εντύπωση που έχει ίσως επικρατήσει. Η διαδικασία για την εκλογή αρχηγού στη ΝΔ έγινε με την παραδοσιακή διαδικασία ψηφοφορίας και η ηλεκτρονική πλευρά της υπόθεσης δεν αφορούσε παρά τη διασύνδεση των εκλογικών τμημάτων για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ψηφίσει σε πολλά εκλογικά τμήματα ο ίδιος ψηφοφόρος. Το σύστημα αυτό «έπεσε» στην πρώτη προσπάθεια με αποτέλεσμα να αναβληθούν οι εκλογές και να κινδυνεύσει η Νέα Δημοκρατία με γελοιοποίηση. Σύμφωνα με πολλούς η περιπέτεια αυτή οδήγησε μια κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων από τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη στον κ. Μητσοτάκη με αποτέλεσμα όταν επαναλήφθηκαν οι εκλογές ο νυν πρόεδρος της ΝΔ να κερδίσει στο νήμα.
Ας αφήσουμε όμως τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος κέρδισε μια παραδοσιακή ψηφοφορία (και) εξαιτίας της αποτυχίας (στην πρώτη προσπάθεια) του ηλεκτρονικού συστήματος διασφάλισης της μοναδικότητας της ψήφου και ας πάμε στο δεύτερο σημείο που είναι ότι σε καμία χώρα της Ευρώπης ή του κόσμου, ούτε στη Γερμανία, ούτε στην Αγγλία, ούτε στην Ιαπωνία, ούτε βέβαια στις ΗΠΑ δεν εφαρμόζεται η ηλεκτρονική ψηφοφορία. Ο ψηφοφόρος σε όλες αυτές τις χώρες προσέρχεται αυτοπροσώπως στην κάλπη. Είναι όλες αυτές οι χώρες υποανάπτυκτες ή μήπως κάτι άλλο συμβαίνει και τις αποτρέπει από κάτι που συζητείται επί εβδομάδες στην ελληνική Κεντροαριστερά σαν να πρόκειται για το φύλο των αγγέλων;
Η πιο προηγμένη ψηφιακά χώρα της Ευρώπης (για λόγους που δεν θα εξηγήσουμε σήμερα) είναι η Εσθονία. Και είναι η μόνη χώρα όπου εφαρμόζεται κάποιου είδους ηλεκτρονική ψηφοφορία εφόσον όμως ο ψηφοφόρος έχει προσέλθει μερικές ημέρες πριν από την ημέρα των εκλογών, έχει ταυτοποιηθεί (σε κάποιου είδους ΚΕΠ) και έχει παραλάβει το pin του για να ψηφίσει την ημέρα των εκλογών μέσα από τον υπολογιστή του ή το κινητό του. Αυτό είναι το πιο «προχωρημένο» σύστημα που εφαρμόζεται σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο στο επίπεδο της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας. Και αυτό το σύστημα προτείνει και υποστηρίζει να εφαρμοστεί στην προσεχή ψηφοφορία το επιτελείο της προέδρου του ΠΑΣΟΚ κυρίας Φώφης Γεννηματά. Η αυτοπρόσωπη παρουσία για την παραλαβή του pin και του password θεωρείται απαραίτητη γιατί διαφορετικά, χωρίς αυτοπρόσωπη παρουσία, δεν μιλάμε για μια πολιτική διαδικασία, αλλά για μια παρωδία ανάμεσα στη Eurovision και στο Survivor. Ως γνωστόν στις ψηφοφορίες αυτές (Eurovision και «Survivor») οι εξασφαλίσεις είναι μηδαμινές και η διαδικασία απλούστατη ακριβώς γιατί η φύση της διαδικασίας είναι τέτοια που δεν αναμένει κανείς να οργανωθεί μια εκστρατεία νόθευσης του αποτελέσματος. Χωρίς τις παραπάνω εξασφαλίσεις το σύστημα είναι διάτρητο σε επιθέσεις χάκερ που θα ήθελαν να δημιουργήσουν μερικές χιλιάδες ψεύτικους λογαριασμούς (και ψεύτικους ψηφοφόρους) και να νοθεύσουν την ψηφοφορία.
Και το ερώτημα είναι σαφές: Γιατί οι μυστικές υπηρεσίες μιας χώρας (της Ελλάδας ή μιας ξένης χώρας) να μην επέμβουν σε μια ηλεκτρονική ψηφοφορία και να πριμοδοτήσουν με ψεύτικες ψήφους τον υποψήφιο που εξασφαλίζει καλύτερα τα συμφέροντα της κυβέρνησης της χώρας αυτής, αν αυτό είναι τόσο εύκολο να γίνει; Γιατί να μην επέμβουν αυτόνομοι χάκερ μόνο και μόνο για να διασκεδάσουν γελοιοποιώντας τους επιφανείς της παράταξης της προόδου; Θέλουν οι υποψήφιοι της Κεντροαριστεράς που υποτιμούν και περιφρονούν την αξία των ελέγχων και των εξασφαλίσεων να εκθέσουν την παράταξή τους και να συνδέσουν το όνομά τους με μια διαδικασία στην οποία ενδεχομένως θα μπορέσουν με άνεση να ψηφίσουν ηλεκτρονικά «τα δέντρα και οι πεθαμένοι» (για να θυμηθούμε την ελληνική παράδοση της «βίας και νοθείας» των εκλογών του 1961;).
Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και πρόεδρος του Ιδρύματος Τσάτσου Ξενοφών Κοντιάδης τόνισε σε άρθρο του τα «ΝΕΑ» ότι οι Νορβηγοί ψήφισαν πρόσφατα μόνο σε φυσική κάλπη μετά από χρόνια πειραματισμών με το e-voting. Oτι Αμερικανοί, Φινλανδοί, Ολλανδοί και Αυστραλοί υπογραμμίζουν τους κινδύνους της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας και διστάζουν να την εφαρμόσουν. Oτι πρόσφατη απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου οδήγησε στην ακύρωση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας σε ομόσπονδο κρατίδιο με το επιχείρημα ότι δεν πείθει τους πολίτες για το αδιάβλητο και την αξιοπιστία της. Οτι τα γαλλικά πολιτικά κόμματα απέφυγαν την ηλεκτρονική ψηφοφορία ενώ την εφάρμοσαν μόνο στο εξωτερικό (γαλλικές αποικίες), με αυστηρότατη πιστοποίηση του κάθε ψηφοφόρου και σε συνεργασία με τα προξενεία.
Παρ’ όλα αυτά η άσκοπη και αστήρικτη συζήτηση για μια ηλεκτρονική ψηφοφορία χωρίς εξασφαλίσεις συνεχίζεται στην Ελλάδα. Ποιο μπορεί να είναι το κίνητρο; Το πιθανότερο κίνητρο είναι ότι η άγνοια του λαού για τους κινδύνους και τις προϋποθέσεις μιας πραγματικής ηλεκτρονικής ψηφοφορίας προσφέρει έδαφος στον τεχνολαϊκισμό. Επιτρέπει δηλαδή σε κάποιους να λαϊκίζουν ισχυριζόμενοι ότι μια ηλεκτρονική ψηφοφορία χωρίς ελέγχους (επιπέδου «Survivor») ισοδυναμεί με «άνοιγμα στην κοινωνία». Το θέαμα αυτό, η εικόνα μιας τόσο μεγάλης ευκολίας και ροπής στον λαϊκισμό είναι αποκαρδιωτικό και αντιαισθητικό, ιδίως όταν προέρχεται από ανθρώπους που έχουν χτίσει τις πολιτικές καριέρες τους μέσα από μια υποτιθέμενη αντίθεση στον λαϊκισμό.
Οι πολίτες, νέοι και μεγαλύτεροι, δεν περίμεναν από την Κεντροαριστερά έναν μονότονο διαγωνισμό ομορφιάς για το ποιος είναι πιο «ηλεκτρονικός»
Είναι αναμενόμενο λοιπόν να εγείρονται υποψίες. Ισως έχουν συνειδητοποιήσει ότι δεν κερδίζουν και αναζητούν μια καλή δικαιολογία για να αποχωρήσουν από τη διαδικασία προβάλλοντας το πρόσχημα ότι δήθεν δεν υπηρετείται το «άνοιγμα στην κοινωνία». Εν τω μεταξύ μέσα στον λαϊκισμό και στον θόρυβο των media (social και μη) κανείς δεν έχει διακρίνει κάτι εξόχως σημαντικό: Οτι ακόμα και οι ειδικοί και οι επιστήμονες που έχουν καταθέσει στην «Επιτροπή Αλιβιζάτου» εισηγήσεις υπέρ της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας χωρίς ελέγχους έχουν αποφύγει επιμελώς να δεσμευτούν εγγράφως ότι οι «προωθημένες» προτάσεις τους εγγυώνται το αδιάβλητο της εκλογής. Ισως ορισμένοι επιστήμονες θέλουν απλώς να εμφανίζονται «μοντέρνοι» (για να εντυπωσιάζουν τους εταιρικούς ή πολιτικούς πελάτες τους…) αλλά στην πράξη δεν εγγυώνται τίποτα. Δεν είναι κουραστικό και απογοητευτικό να εκπέμπεται ένα μήνυμα λαϊκισμού και προχειρότητας ακόμα και από επιστήμονες και προσωπικότητες του πολιτικό φορέα που υποτίθεται ότι τάσσεται εναντίον του λαϊκισμού περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον; Αισθάνεται ο καλόπιστος παρατηρητής ότι γίνεται αντικείμενο διανοητικής εκμετάλλευσης.
Με άλλα λόγια η εμμονή να μετατραπεί η εκλογή επικεφαλής του νέου φορέα σε ένα «Survivor», όπου μετά από αναρίθμητα τηλεοπτικά debates των υποψηφίων, θα μπορούν όλοι οι πολίτες (και όχι μόνο εκείνοι που υποστηρίζουν την Κεντροαριστερά) να ψηφίζουν από τον καναπέ τους δείχνει ότι εκείνοι που εισηγούνται τέτοιες επιλογές μάλλον δεν είναι κατάλληλοι για επικεφαλής της προοδευτικής παράταξης. Είναι σαν να αποδεικνύουν αυτομάτως την ακαταλληλότητά τους. Διότι αν δεν τους ενδιαφέρει να εγγυηθούν ούτε τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις μιας δημοκρατικής διαδικασίας της παράταξής τους, τότε τι ακριβώς γυρεύουν και τι ακριβώς προτείνουν για το μέλλον;
Τελικά η υπέρμετρη έμφαση στη διαδικασία ίσως αποκαλύπτει και κάτι ακόμα: Οτι δεν έχουν να προτείνουν τίποτα διαφορετικό (από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση) στο πεδίο της πολιτικής ουσίας. Πίσω, δηλαδή, από την ηλεκτρονική «πρεμούρα» ίσως κρύβεται η ένδεια του πολιτικού λόγου, που όμως δεν μπορεί πραγματικά να κρυφτεί. Οι πολίτες, νέοι και μεγαλύτεροι, δεν περίμεναν από την Κεντροαριστερά έναν μονότονο διαγωνισμό ομορφιάς για το ποιος είναι πιο «ηλεκτρονικός», αλλά μια αντιπαράθεση θέσεων και προτάσεων για την ανάπτυξη, την εργασία, τα δικαιώματα και τη θέση της χώρας στο αύριο της Ευρώπης. Και τελικά αν ακόμα και η Κεντροαριστερά δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αιώνια Βαβέλ των αυτάρεσκων που δεν κάνουν σχεδόν τίποτα άλλο πέρα από το να ρυπαίνουν τον δημόσιο διάλογο με καταφανέστατα προσχήματα και «πατέντες» ενός δήθεν ανοίγματος στην κοινωνία που σε κανένα άλλο κράτος δεν εφαρμόζονται, τότε καλύτερα να κατεβάσουμε τα ρολά και να παραδεχθούμε ότι δεν υπάρχει καμία σωτηρία για τη χώρα μας. Το πολιτικό σύστημα έχει πουλήσει πολλά καθρεφτάκια στους ιθαγενείς τα τελευταία χρόνια. Ας συγκρατηθεί η προοδευτική παράταξη και ας προσπαθήσει να απέχει από αυτό το θλιβερό εθνικό παζάρι όπου για όλα τα θέματα επικρατεί ο παραλογισμός, η εκμετάλλευση και η εξαπάτηση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News