Δεν είναι λίγο να σερβίρεις στον αδελφό σου τα τεμαχισμένα –και καλοψημένα– παιδιά του για δείπνο. Διόλου αμελητέο. Και φέρει και μία κατάρα. Σαν το προπατορικό αμάρτημα. Και, μαζί, και μία βάσανο. Της ύπαρξης, της ύβρεως απέναντι στο Θείον και το Ανθρώπινο. Αυτό, το παναθρώπινο και διαχρονικό, ήταν που γοήτευσε τον σερ Πίτερ Χολ. Όπως και η δυναμική των χώρων στους οποίους κάποιοι πρωτοφαντάστηκαν –και εγένετο θέατρο– το ανθρωποφαγικό δείπνο που ετοίμασε ο Ατρέας στον αδελφό του Θυέστη, αφού μαζί είχαν δολοφονήσει τον επίβουλο βασιλέα της Ολυμπίας Χρύσιππο και είχαν εξοριστεί από τον Πέλοπα.
Μπερδεμένο; Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν μπερδεμένο στο μυαλό του σερ Πίτερ Ρέτζιναλντ Φρέντερικ Χολ. Η κατάρα των Ατρειδών (αντίστοιχη εκείνης των Λαβδακιδών), «αιώνιο θεμέλιο του θεάτρου» κατά κείνον, αλλά και σύνθετη παραβολή της κατάρας του εξόριστου από τον Παράδεισο ανθρώπου, είχε τις βάσεις της εκεί. Και αυτή η κατάρα δεν έπαψε να τον κατατρύχει, δημιουργικά, σαν όνειρο και εφιάλτης, από τα χρόνια που έχτιζε το όνομα και την θεατρική του πρόταση (ως μαιτρ στον Σαίξπηρ, καταρχάς – διαχρονικός μάρτυρας και το κινηματογραφικό «Όνειρο θερινής νύχτας» του 1968) στη βρετανική σκηνή, ιδρύοντας και την Royal Shakespeare Company.
Τριάντα έξι χρόνια πριν αφήσει την ύστατη πνοή του ο Πίτερ Χολ, αυτή η κατάρα πήρε, επιτέλους, δημιουργικό σχήμα. Με την πρωτόφαντη δεκάωρη τριλογία του – σε μία παράσταση – «Ορέστεια» την οποία θέλησε να αναγεννήσει στο «χώρο» της. Σε ένα αρχαίο ελληνικό θέατρο. Καθώς δε το όνειρό του να στήσει σε ένα αρχαίο ελληνικό θέατρο δεν είχε πάρει ακόμη σάρκα και οστά, το «έχτισε» μέσα στη νεόκοπη τότε, το 1981, σκηνή «Ολίβιε» του Εθνικού Θεάτρου της Αγγλίας. Διεκδίκησε την ελευθερία να βάλει τους θεατές σε ένα «αρχαίο» αμφιθέατρο για να ακουστεί ξανά ο λόγος του ποιητή Αισχύλου (στην απόδοση του επίσης ποιητή Τόνι Χάρισον) σε έναν χώρο ανάλογο του Θεάτρου Διονύσου, κάτω από την Ακρόπολη, όπου πρωτακούστηκε το 458 π.Χ.
Και όχι μόνον αυτό. Σε αυτή την κατάρα, σε αυτούς τους χαρακτήρες του «Αγαμέμνονα», των «Χοηφόρων» και των «Ευμενίδων», προσπάθησε να προτείνει και να προσδώσει στο αρχαίο δράμα εκείνο που έμελλε να γίνει το «σύγχρονο», το «ανανεωτικό» στο παγκόσμιο θέατρο. Με τα κορμιά να «μιλούν» πιο γλαφυρά από τα καλυμμένα με άκαμπτες μάσκες πρόσωπα (έλεγε άλλωστε ότι «η μάσκα είναι εργαλείο που δίνει φόρμα στο χάος και σου επιτρέπει να εκφραστείς χωρίς μελοδραματισμούς ή αυτοϊκανοποίηση»). Με 15μελές μόνον ανδρικό καστ όπως και στην αρχαιότητα. Με «άγραφο» λευκό στις μάσκες και τις κεφαλές ή με φωτεινά πορτοκαλί μαλλιά ή καλύπτρες. Με κινήσεις κοφτές και τελετουργικές. Με έκφραση καταρχάς και κατεξοχήν σωματική. Πρόταση που άλλαξε και την οπτική – δείτε πως κρατεί μέχρι σήμερα – και του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, όταν στάθηκε ξανά, μετά τα κλασικά ανεβάσματα και τις χλαμύδες, αντιμέτωπο με την ουσία του αρχαίου ελληνικού δράματος.
Ενα το κρατούμενο λοιπόν. Η παράσταση του Πίτερ Χολ κινηματογραφήθηκε για το BBC το 1983 και παραμένει μάθημα του «έστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας». Ακόμη και για τη γενιά των σκηνοθετών του YouTube. Όμως ένα χρόνο μετά το «Ολίβιε», το 1982, ο Πίτερ Χολ είχε ήδη κάνει το δεύτερο όνειρό του πραγματικότητα: είχε φέρει την «Ορέστειά» του, αυτό το θεατρικό μάθημα – που μαζί με την άλλη «Ορέστεια» του Πέτερ Στάιν, με την συγκλονιστικά τραγική φιγούρα του Ούντο Ζάμελ / Ορέστη, άλλαξαν για πάντα την οπτική μας, εμάς των Ελλήνων θεατών, απέναντι στο αρχαίο δράμα – στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
Είκοσι χρόνια μετά, το 2002, πάλι στην Επίδαυρο, έφερε ένα άλλο όνειρό του, που του τριβέλιζε το μυαλό πενήντα ολόκληρα χρόνια. «Το απόλυτο αριστούργημα», όπως το αποκαλούσε. Τις «Βάκχες» του Ευριπίδη. Θεατρικό καθρέφτη της ανθρώπινης σκληράδας απέναντι στην ύβρι, ακόμη και του θρησκευτικού, λατρευτικού φανατισμού. Του φονταμενταλισμού, αν θέλετε, που σήμερα απλώνει, ζοφερά, το φάσμα του στην υφήλιο. Τότε, κάποιοι του είχαν αποδώσει ιδιότητες «μάντη», καθώς προείδε στις «Βάκχες» του το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους.
Μεσολάβησε το 1985 η επίδειξη της «δύναμης» του σερ Πίτερ Χολ, ο σαιξπηρικός «Κοριολανός» του, αλλά και η ανάδειξη της γυναίκας συμβόλου – από μια εποχή που οι γυναίκες, στην ελληνική αρχαιότητα, δεν είχαν δικαιώματα μεγαλύτερα από εκείνα των δούλων – με την «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη, το 1993, πάντα στην Επίδαυρο, μαζί με το γιό του, επίσης σκηνοθέτη, Έντουαρντ Χολ. Και το 1996, η κοινή παρουσίαση των τραγωδιών ««Οιδίπους τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ».
Τι μας θυμίζουν όλα αυτά, σήμερα; Μα αυτά που βλέπουμε στις σκηνές της ημεδαπής και τις Επιδαύρους. Καθότι υποδόρια εγχύθηκαν εκείνες οι προτάσεις του σερ Πίτελ Χολ στο αίμα που κυλούσε στις φλέβες των εγχώριων σκηνοθετών και τους έκανε να κοιτάξουν, κάποτε και ασυναίσθητα στις μεγάλες θεατρικές μας στιγμές, προς την κατεύθυνση που έδειξε εκείνος: οι ήρωες του αρχαίου δράματος είναι θεμελιώδεις, πρωταρχικοί και όχι «ψυχολογικά όντα», όπως το έθεσε ο βρετανός κριτικός Μπένεντικτ Νάιτινγκεϊλ. Σύμβολα αυτού που είμαστε, αυτού που ζούμε και όχι έρμαια απλώς μιας ειμαρμένης ή της θεϊκής – αόρατης – βούλησης.
Και τα δύο του παιδιά σε ελληνικό έδαφος αποφάσισαν να δοκιμαστούν σκληρά. Σχεδόν τόσο, όσο ήταν και ο πατέρας τους στις πρόβες. Ενόσω θεμελίωνε, σταθερά, τις αρχές – αλλά και την ιδιαίτερη μαγεία – του σωματικού θεάτρου, παράλληλα με την «Ορέστεια» του Χανς Γκίντερ Χάιμε. Και εφαρμόζοντας ίσως εκείνο που αποδίδεται στον κραταιό Δία στην αισχύλεια «Ορέστεια»: «Η σοφία κατακτάται με κάματο». Με κόπο. Με βάσανο. Με διαρκή, επίπονη επανάληψη. Διατηρώντας πάντα, ως αρχή, και τη ρήση του πρώσου φιλόσοφου Άρθουρ Σοπενάουερ, πως «η ζωή είναι ένα τεράστιο θέατρο, όπου παίζεται η ίδια τραγωδία με διαφορετικούς τίτλους». Η ίδια βάσανος. Η ίδια κατάρα.
Η Ρεβέκα Χολ, πρωταγωνίστρια και στην ταινία «Βίκι Κριστίνα Μπαρτσελόνα» του Γούντι Άλεν, πάτησε την επιδαύρια γη το 2009, ως Ερμιόνη, δίπλα στον Αυτόλυκο / Ίθαν Χοκ, σε σκηνοθεσία του Σαμ Μέντες, με το μεγάλο ατού του πατέρα της. Σαίξπηρ. Και δη το «Χειμωνιάτικο Παραμύθι».
Ο ετεροθαλής αδελφός της Eντουαρντ Χολ (του επιτυχημένου τηλεοπτικού «Πύργου του Ντάουντον») είχε σχεδιάσει -εις μάτην, τελικά- για την Επίδαυρο τον επίσης σαιξπηρικό «Ερρίκο Ε’» με αμιγώς ανδρική διανομή, το 2012.
Hταν τελικά, απλώς, ένας φιλέλληνας ο σερ Πίτερ Χολ; Όχι. Ήταν «αιώνια Έλληνας», όπως το είχε θέσει και ο ίδιος σε μια συνέντευξή μας. Όχι ακριβώς με τη λογική του κινηματογραφικού σκηνοθέτη Ζαν Λικ Γκοντάρ. Που είχε μιλήσει σθεναρά για το παγκόσμιο χρέος στην Ελλάδα, στις αρχές της κρίσης και στα δύσκολα. Ούτε με βάση τον άλογο συλλογισμό που επικαλούνταν, από τα μαθητικά του χρόνια, ο Γκοντάρ: «Ο Επαμεινώνδας είναι ψεύτης και όλοι οι Ελληνες είναι ψεύτες, άρα ο Επαμεινώνδας είναι Ελληνας». Ο Πίτερ Ρέτζιναλντ Φρέντερικ Χολ μετρούσε για δεκαετίες μέσα του ένα μεγάλο κομμάτι ελληνικής ψυχής. Τουλάχιστον στο θέατρο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News