Κλείνεις τα μάτια σου, και πριν το αντιληφθείς και το συνειδητοποιήσεις, εστιάζεις την προσοχή σου σε ένα σημείο. Νοιώθεις, σαν να βρίσκεσαι μέσα σε ένα λαβύρινθο, κάτι άυλο ολοένα να κατευθύνεται προς τα εσένα, μα εσύ είσαι ανήμπορος να του θέσεις όρια και εμπόδια, είναι αδύνατο να διαφύγεις από αυτό, σε κυνηγάει, σε ακολουθεί σαν τη σκιά σου. Εκείνο στέκεται δίπλα σου, όπου και αν βρεθείς, δεν θα γυρίσει ποτέ στο ίδιο σημείο ,γιατί θα έχει αφανιστεί, θα αναπαυθεί αιώνια στο πίσω μέρος του μυαλού σου, εκεί όπου οι αναμνήσεις και το παρελθόν αναπολούν τις ένδοξες ημέρες, σαν δυο γερασμένοι, αχώριστοι φίλοι. Σε ακολουθεί ο χρόνος, είσαι ο χρόνος, κάθε ευτυχισμένη ή δυσάρεστη στιγμή της ζωής σου έχει αποτυπωθεί πλέον στο πρόσωπο σου.Το δευτερόλεπτο γίνεται λεπτό, το λεπτό, ώρα, που εξελίσσεται σε μέρα, σχεδιάζεται και μετατρέπεται σε χρόνο.
Το λεπτό γεννιέται (10 δευτ.), αναδύεται (30 δευτ.), φθείρεται, γερνάει (59 δευτ.) και εκείνο μαζί σου και ύστερα πεθαίνει (60 δευτ.). Έτσι γεννιέται το επόμενο και μετά το μεθεπόμενο, δεν μπορεί να επιβιώσει αν υπάρχει το προηγούμενο, διότι δεν μπορεί να ξεχωρίσει στο χρόνο, να οριστικοποιηθεί και να μετονομαστεί. Τικ τακ,τικ τακ!! Κλείνεις τα μάτια σου και αυτό χάνεται, βυθίζεται στον πάτο της λήθης.
Δεν αγωνίζεται να επανέλθει στη ζωή, να ανακτήσει την τέως ζωτικότητα του, τα χρώματα του, την κίνηση του. Παραμένει μαύρο-άσπρο και ξαναζωντανεύει μέσα μας, στην μνήμη μας, τότε εμείς σαν καθοδηγητές του εαυτού μας ,αναβιώνουμε μέσα μας στιγμές που διαλέξαμε να θυμόμαστε και τις αποθηκεύουμε ώστε να εξελιχθούν σε μακροχρόνιες δέσμιες στιγμές.
Ο χρόνος του χθες μας μετέτρεψε στο εγώ του σήμερα, σε ό,τι μας έκανε να αισθανθούμε, σε ό,τι πιστέψαμε πως είναι υψίστης σημασίας να θυμόμαστε και να επανέλθει στην μνήμη μας, ώστε να το ξαναχρησιμοποιήσουμε.
Ο εγκέφαλος-ο ρυθμιστής- ένα πολύπλοκο όργανο και εργαλείο που σε καλεί σε καθημερινές προκλήσεις!
Κλείνω τα μάτια μου και αποχαιρετάω το παρελθόν μου, το παρελθόν μου που με ορίζει για αυτό που προέκυψε να είμαι, ίσως και έτυχε να είμαι, σαν ύπαρξη και προσωπικότητα. Και έρχεται και κλειδώνει και σφίγγει με το επόμενο και έτσι υπάρχω, αναπνέω, ζω, θυμάμαι!
12 και 1, γυρνάω το βλέμμα μου και παρατηρώ έναν πίνακα ζωγραφικής, 12και 4, αν γνωρίζαμε την γοητεία, την αξία του χρόνου, δεν θα τον αναλώναμε σε σχέσεις που μας μετέτρεψαν σε καλοντυμένους γελωτοποιούς αναγκάζοντας να θάψουμε μέσα μας τη λύπη, συνηθίζοντας και ζώντας με αυτή, σε αρνητικές σκέψεις, σε ανθρώπους που με μανία μάς τραβούν από το χέρι σε ένα δωμάτιο, σε ένα φθαρμένο δωμάτιο, με τσαλακωμένους τοίχους , πιέζω τα αυτιά μου να μην ακούω τον ήχο τους, τη παραφωνία τους, τις ακανόνιστες νότες και τα ακούρδιστα όργανα τους, μια ανούσια ενοχλητική μουσική συμφωνία. Αδυνατώ να ακούσω το παραμιλητό τους, ναι το παραμιλητό, αφού είναι δέσμιοι της αδυναμίας τους να ακουστούν καθαρά, να φανερώσουν το πραγματικό τους πρόσωπο μέσα στον όχλο, να σε κοιτάξουν στα μάτια ευθέως, να υποδεχθούν και να δεχθούν με σεβασμό τον ρόλο του συνομιλητή, αφού σαν αλλοπαρμένοι, ζητούν την εξουσία, αφηνιάζουν μέσα τους, βγάζουν νύχια έτοιμοι να σου ξηλώσουν τον ωραίο σου ζηλευτό εαυτό ,ζηλευτό λόγω της καλοσύνης που κρύβεις μέσα σου, σαν ένα πανάρχαιο εύρημα. Η κακεντρέχεια μέσα τους έχει εδραιωθεί και τρέφεται από την αδυναμία των πληγωμένων. Είσαι δέσμιος τους, θέλουν να σε διαμορφώσουν μέσα από την δική τους φθαρμένη, άνιση λογική. Είσαι ανήμπορος πλέον να ακούσεις τις σκέψεις σου, τις επιθυμίες σου, να γίνεις ο προστάτης του εαυτού σου και επομένως δέχεσαι παθητικά την όποια απόφαση τους.
Είναι αδύνατο να διαφύγεις από τον κυκεώνα των αρνητικών σου σκέψεων. Ελπίζεις, αγκομαχείς, αναζητάς πτυχές του χαμένου σου εαυτού, και απαιτείς, παλεύεις το αχόρταγο «εγώ τους» να εκκενώσει το μυαλό σου.
Κλείνω τα μάτια ,πέρασε τόσος χρόνος, τόσα λεπτά που γεννήθηκαν και πέθαναν μαζί μου χωρίς την απαιτούμενη προστασία που τους αναλογούσε και εσύ εγκατέλειψες τον εαυτό σου, έναν εαυτό τόσο σπάνιο, τόσο μοναδικό, ιδιαίτερο που προσπάθησαν πολλοί να αλλοτριώσουν, να ξεθωριάσουν και όσο περνάει ο χρόνος εσύ βαραίνεις, τα πόδια σου δεν είναι πλέον ανάλαφρα, ανάλαφρα να παίξεις και να γελάσεις, όπως όταν ήσουν παιδί.
Και είναι και τα λεπτά που ακόμα και αν πεθάνουν, εμείς θα τα έχουμε αξιοποιήσει, θα έχουμε χαρεί μαζί τους και θα φυλάξουμε όλα εκείνα τα συναισθήματα που μας χάρισαν γενναιόδωρα την έννοια της λέξης ευτυχία, όσο εκείνη κράτησε και όσο εμείς αφήσαμε να επιβιώσει μαζί μας!
*Η Μαρία-Γεωργία Καρουσάκη είναι τελειόφοιτη Ψυχολογίας
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News