«Καθαρή διατροφή» ή μήπως καθαρή τρέλα; /2
Μια παλιά διατροφική ιστορία
Η γενιά μας δεν είναι η μόνη, που έδειξε την απέχθειά της στα ανθυγιεινά τρόφιμα και θέλει να τα αντικαταστήσει με θρεπτικά συστατικά απολύτως ασφαλή. Την δεκαετία του 1850, ένας βρετανός χημικός, ο Άρθουρ Χιλ Χάσαλ, ήταν πεπεισμένος ότι όλα τα τρόφιμα στο Λονδίνο ήταν γεμάτα με τοξίνες και απάτες. Και είχε δίκιο.
Ο Χάσαλ, κάνοντας μια σειρά από έρευνες για το ιατρικό περιοδικό Lancet, διαπίστωσε ότι πολλά από αυτά που πωλούνταν ως τρόφιμα και ποτά, στην πραγματικότητα δεν είχαν καμία σχέση με αυτό στο οποίο έμοιαζαν: ο «καφές» φτιαχνόταν από καμένη ζάχαρη και κιχώριο και τα τουρσιά ήταν βαμμένα πράσινα με δηλητηριώδεις χρωστικές χαλκού.
Ο ερευνητής οδηγήθηκε σε μια κατάσταση παράνοιας. Βλέποντας παντού δηλητήρια, αποφάσισε να παράγει μια σειρά από δικά του, μη μολυσμένα τρόφιμα. Και το 1881 δημιούργησε την εταιρεία The Pure Food Company, που θα χρησιμοποιούσε αποκλειστικά συστατικά ασυναγώνιστης ποιότητας. Μέσα σε ένα χρόνο, όμως, η εταιρεία κατέρρευσε λόγω έλλειψης πωλήσεων.
Σήμερα ζούμε και πάλι σε ένα περιβάλλον με καθημερινά τρόφιμα, τα οποία αντί για αξιόπιστα, είναι επιβλαβή. Σε αντίθεση με τους Βικτωριανούς, δεν φοβόμαστε ότι ο καφές μας είναι ψεύτικος, ολόκληρο το διατροφικό μας πρόγραμμα, όμως, ίσως είναι κακό, με τρόπους που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε πλήρως. Ένα από τα πράγματα, λοιπόν, που κάνουν το νέο κύμα βιβλίων μαγειρικής τόσο ελκυστικό είναι ότι διαβεβαιώνει τον αναγνώστη πως προτείνουν έναν νέο τρόπο διατροφής, που μπορεί να ακολουθήσει κανείς χωρίς φόβους ή ενοχές.
Η βασική αρχή αυτών των νέων διαιτητικών μεθόδων είναι ότι ο σύγχρονος τρόπος διατροφής μάς δηλητηριάζει αργά. «Πολλά από τα τρόφιμα που προσφέρονται σήμερα είναι θρεπτικά ανεπαρκή», γράφουν οι Hemsley Sisters, (κάνουν τις μεγαλύτερες πωλήσεις «θρεπτικά συμπυκνωμένων» τροφίμων), πράγμα με το οποίο είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς, έστω και αν δεν προτιμά τα δικά τους τρόφιμα. «Όλες αυτές οι δίαιτες έχουν έναν πυρήνα αλήθειας, που στη συνέχεια εξελίσσεται σε μεγάλη φαντασίωση», λέει ο Τζιλ Γίο, εξ ου και είναι τόσο ελκυστικές.
Η καθαρή διατροφή – είτε ονομάζεται έτσι είτε όχι – μπορεί να θεωρηθεί ως δυσλειτουργική απάντηση σε ένα ακόμα πιο δυσλειτουργικό διατροφικό περιβάλλον: ένα όνειρο καθαρότητας σε έναν τοξικό κόσμο. Μπαίνοντας σε ένα σύγχρονο δυτικό σούπερ μάρκετ, διασχίζεις διαδρόμους με αλμυρά, λιπαρά σνακ και γλυκά δημητριακά, με ψωμί που δεν έχει υποστεί ζύμωση, με φθηνά, γλυκά ποτά και κρέας ζώων, που εκτρέφονται κάτω από απάνθρωπες συνθήκες.
Κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι περισσότερες χώρες του κόσμου υποβλήθηκαν σε αυτό που ο καθηγητής διατροφής Μπάρι Πόπκιν ονομάζει «διατροφή μετάβασης», μια δυτικοποιημένη διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη, κρέας, λιπαρά, αλάτι, ραφιναρισμένα έλαια και εξαιρετικά επεξεργασμένα παρασκευάσματα και ελάχιστα λαχανικά.
Η ευημερία και οι πολυεθνικές εταιρείες τροφίμων αντικατέστησαν την πείνα των προηγούμενων γενεών με ένα ανθυγιεινό συμπόσιο γλυκών ποτών και εύκολων τροφίμων, που μας εκπαιδεύουν από νεαρή ηλικία να τα επιθυμούμε όλο και περισσότερο. Οπουδήποτε, όμως, διαδόθηκε αυτό το πρότυπο φαγητού, προκάλεσε δραματική αύξηση ασθενειών, από αλλεργίες μέχρι καρκίνο.
Στις ευημερούσες χώρες, λοιπόν, είναι απόλυτα κατανοητό γιατί τα σύγχρονα τρόφιμα προκαλούν φόβο σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων, ανεξάρτητα από το αν θέλουν να χάσουν βάρος ή όχι. Ο διαβήτης τύπου Β, η παχυσαρκία, οι καρδιαγγειακές παθήσεις, αλλά και το Αλτσχάιμερ και η ουρική αρθρίτιδα είναι μερικές μόνο από τις ασθένειες που επηρεάζονται από τη διατροφή.
Όταν οι διατροφικές συνήθειες αρχίζουν να αρρωσταίνουν τους ανθρώπους, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί από εμάς πρέπει να αναζητήσουν άλλους τρόπους διατροφής για να παραμείνουμε υγιείς. Η συλλογική μας ανησυχία γύρω από την διατροφή επιδεινώθηκε εξάλλου από την γενική εντύπωση ότι δεν μπορούμε να εμπιστευθούμε τις συνηθισμένες επιστημονικές συμβουλές.
Οι ειδικοί της διατροφής μάς λένε να αποφεύγουμε το λίπος και τη ζάχαρη, όμως, η υγεία των ανθρώπων χειροτερεύει συνεχώς. Τι θα μας πουν στη συνέχεια και γιατί θα πρέπει να τους πιστέψουμε; Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα άγχους και σύγχυσης εμφανίστηκαν κάποιοι γκουρού με μια σειρά από μηνύματα που εκπέμπουν υπέροχη απλότητα και σιγουριά: «φάτε με αυτόν τον τρόπο και θα σας κάνω και πάλι φρέσκους και υγιείς».
Είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστεί πότε ακριβώς εμφανίστηκε η «καθαρή διατροφή». Έχει πολλές διαφορετικές μορφές και δάνεια από προϋπάρχουσες δίαιτες, από την Paleo μέχρι την Atkins αλλά και κάποια απομεινάρια της μακροβιοτικής δίαιτας της δεκαετίας του 1960.
Αλλά κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ξεχώρισαν δύο εκδόσεις της, που έγιναν δημοφιλείς στις ΗΠΑ, μία με βάση τη θεωρία της «πραγματικής» τροφής και η άλλη της «αποτοξίνωσης». Από τη στιγμή που η έννοια της καθαρότητας εισήλθε στη σφαίρα της διατροφής, ήταν θέμα χρόνου μέχρι να αρχίσει η βασική ιδέα να εξαπλώνεται σαν μεταδοτική ασθένεια στο Instagram, όπου οι οπαδοί του #eatclean μπορούν να μοιράζονται τους φωτογενείς πράσινους χυμούς και τις σαλάτες τους.
Τα τελευταία 50 χρόνια, εξάλλου, η υγειονομική περίθαλψη του γενικού πληθυσμού στη Δύση ήταν ανεξήγητα τυφλή ως προς το ρόλο που διαδραματίζει η διατροφή στην πρόληψη και την ανακούφιση της κακής υγείας. Όταν ξεκίνησε, το #eatclean μίλησε σε όλο και περισσότερους ανθρώπους, που ένιωθαν ότι ο υπάρχων τρόπος διατροφής προκαλούσε προβλήματα, από την αύξηση του σωματικού βάρους έως πονοκεφάλους και στρες και ότι η συμβατική ιατρική δεν μπορούσε να βοηθήσει.
Ελλείψει καθοδήγησης από τους γιατρούς, ήταν φυσικό βήμα για κάποιους να αρχίσουν να πειραματίζονται αφαιρώντας το ένα ή το άλλο τρόφιμο από την διατροφή τους. Από το 2009 έως το 2014, ο αριθμός των Αμερικανών που απέφυγαν την γλουτένη, παρά το γεγονός ότι δεν πάσχουν από κοιλιοκάκη, τριπλασιάστηκε. Στο Ηνωμένο Βασίλειο μεταξύ 2014 – 2015, οι πωλήσεις κολοκυθιών αυξήθηκαν κατά 20%, το ίδιο και των συσκευών spiraliser που τα κόβουν σαν σερπαντίνες.
Όμως, η συνολική κατανάλωση των λαχανικών, τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και σε όλο τον κόσμο, εξακολουθεί να είναι πολύ μικρή, για την ακρίβεια πολύ χαμηλότερη από ό,τι ήταν την δεκαετία του 1950, όταν ακόμα ήταν επίσης δεδομένο ότι τα γεύματα πρέπει να είναι φρέσκα και να μαγειρεύονται καθημερινά.
Στις μέρες μας έγιναν μόδα και μη γαλακτοκομικά ροφήματα που αντικατέστησαν το γάλα, όπως το γάλα βρώμης και το γάλα αμυγδάλου, που σύμφωνα με την Ρένι ΜακΓκρέγκορ, είναι λίγο καλύτερο από ένα «ακριβό νερό», αφού περιέχει μόλις 0,1γρ πρωτεΐνης ανά 100 ml, σε σύγκριση με τα 3,2 γρ ανά 100 ml του αγελαδινού γάλακτος.
Στο νέο της βιβλίο, με τίτλο Orthorexia, η Ρένι ΜακΓκρέγκορ -διαιτολόγος η οποία εργάζεται με αθλητές Ολυμπιακών Αγώνων αλλά και πάσχοντες από διατροφικές διαταραχές- παρατηρεί ότι ενώ οι διατροφικές διαταραχές υπήρχαν πολύ πριν από την τάση του «καθαρού», οι «κανόνες για τα τρόφιμα» (όπως η μη κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων ή η αποφυγή όλων των σπόρων) αποτελούν εύκολα ένα πρόσχημα για τον περιορισμό της πρόσληψης τροφής.
Επιπλέον, υποστηρίζει, ότι δεν είναι καν καλοί κανόνες, αφού στηρίζονται σε «αβάσιμα, αντιεπιστημονικά αξιώματα». Ακόμη λέει ότι συχνά της είναι πολύ δύσκολο να πείσει τους πελάτες της, πως οι περιορισμοί στους οποίους υποβάλλονται είναι μακροπρόθεσμα χειρότεροι για την υγεία τους από αυτό που η ίδια αποκαλεί «διατροφή χωρίς έλεγχο», δηλαδή ισορροπημένα και ποικίλα γεύματα, χωρίς πανικό μπροστά σε ένα παγωτό ή μια σοκολάτα.
Το κακό είναι ότι οι θεότητες του Instagram δημιούργησαν ένα νέο διατροφικό μοντέλο, που απευθύνεται βασικά στην εύπορη τάξη, οι εκπρόσωποι της οποίας έτρωγαν έτσι κι αλλιώς πιο υγιεινά από τον μέσο όρο. Για τον υπόλοιπο πληθυσμό, ωστόσο, το ιδανικό της υγιεινής διατροφής τοποθετείται απλά όλο και πιο μακριά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News