Ελληνοαυστραλός. Άρα; Προφανώς ένας πατέρας και μια μάνα του μιλούσε πάντα για την «Ελλάδα μας». Ψυχές που πατάνε και δεν πατάνε σε πατρίδα. Είναι στην Αυστραλία, αλλά μέσα τους είναι πάντα σε μια χώρα όπως την άφησαν. Μπορεί ν’ αγαπούν τον εαυτό τους νέο και «θηρίο», που είχε κάποτε το τσαγανό να φτάσει μέχρι Αυστραλία, να βρει την τύχη του! Μιλούν στα παιδιά τους για «φτωχικά αλλά ωραία χρόνια». Όλα, ως «ωραία» τα περιγράφουν. Τόσο, που απορείς γιατί έφυγαν! Όλοι οι, των αναμνήσεων, η «θεία» και «ο θείος». Και «μια φιλήσυχη κοινωνία που ο ένας συνέτρεχε τον άλλον». Στο «συνέτρεχε» πάντα βουρκώνουν. Καμαρώνουν τα τέκνα τους να χορεύουν καλαματιανό ντυμένα τσολιαδάκια. Τρώνε σπανακόπιτα αλλά ποτέ «δεν είναι σαν εκείνη που έκανε η συχωρεμένη η γιαγιά». Και ονειρεύονται, ότι κάποτε, δεν μπορεί!… Θα γυρίσουν πίσω! Κάπου να δείξουν την προκοπή, που έκαναν στα ξένα. Γιατί ακόμα κι αν σε δοξάσει η υφήλιος, η ψυχή του ανθρώπου αναφορά δίνει σε «χωριό» της.
Ελληνοαυστραλός, νεαρός άνδρας. Σπαστά τα ελληνικά του. Ήρθε στην πατρίδα των γονιών του και παππούδων του με τη γυναίκα του και το παιδί του. Εντάξει! Δεν ήταν ακριβώς όπως του τα είχαν περιγράψει. «Πατέρα, άλλα εσύ θυμάσαι». Σίγουρα επισκέφτηκε και «το χωριό». Ναι, πατέρα! Είδε όλους τους «θείους» και τις «θείες». Βέβαια αποφάσισαν να μείνουν και λίγες μέρες στην Αθήνα πριν επιστρέψουν. Με τη γυναίκα του και το παιδί του κατέβηκαν και στο Σύνταγμα και περπάτησαν στην Ερμού. Στο κέντρο, δηλαδή! Μπήκε και σε ένα μαγαζί να ψωνίσει μερικά δωράκια. Εκεί τον πέτυχαν!
Ελληνοαυστραλός, νεαρός άνδρας ξυλοδαρμένος, ματωμένος, φοβισμένος, πανικόβλητος. Εγκλημάτησε να σκεφτεί να μπει σε ανοιχτό μαγαζί μια Κυριακή να ψωνίσει δώρα. Στην Ερμού. Η κάμερα τον ακολουθεί να γυρίζει γύρω από την ουρά του σαν λυσσασμένο σκυλί. Η κάμερα ζουμάρει στα μάτια της έντρομης γυναίκας του. Δεν μπορούν να αντιληφθούν, τι τους έχει συμβεί. Δεν το χωράει ο νους τους. Δεν ξέρουν πού ν’ απευθυνθούν. Σταματάνε μια μηχανή με αστυνομικούς. Σίγουρα έκανε η καρδιά τους ένα ανακουφιστικό «ουφ!». Ο νεαρός αιματοβαμμένος άνδρας, μιλάει με ένταση και θυμωμένες κινήσεις, αναζητώντας το δίκιο του. Οι αστυνόμοι, πάνω στη μηχανή, ακούνε όπως οι γέροι στα παγκάκια, που λέει ο ένας το δράμα του στον άλλον και καθένας ακούει τον εαυτό του μόνο, γιατί ο άλλος βαριέται ν’ ακούει, αν και κάνει ό,τι ακούει. Ο Ελληνοαυστραλός συνεχίζει να κάνει έντονες κινήσεις και δείχνει προς τα πού έφυγαν οι εγκληματίες. Στο βλέμμα των αστυνομικών γράφει «Βρε τι του έλαχε του ανθρώπου! Κι άντε να βρει άκρη!». Ο Ελληνοαυστραλός κατεβάζει πλέον στροφές σαν να του τελειώνει η μπαταρία του. Διαισθάνεται ότι μιλάει στο κενό. Δεν καταλαβαίνει τί-πο-τα. Ναι, πλέον έχει το έντρομο ύφος του ανθρώπου που βρίσκεται σε έδαφος «Διάστημα». Είναι ένας υγιής άνθρωπος σε ένα τρελοκομείο. Με ποιον να συνεννοηθεί; Με μας τους έγκλειστους, μίας, εις μνήμην πατρίδας; «Εντάξει μωρέ!».
Υ.Γ.1 «Πατέρα, άλλα εσύ θυμάσαι».
Υ.Γ.2 Όσο θλιβερό το θέαμα του ανδρός, τόσο και της Αστυνομίας, όπως την έχουν καταντήσει. Νεαρά κι αυτά παλικάρια. Ημι-ακυρωμένα. Ανάθεμα κι αν έχουν καταλάβει, ποιον ρόλο τους «επιτρέπεται» πια, να παίζουν!
Υ.Γ.3 Την επόμενη μέρα του περιστατικού που περιγράφω, στον ίδιο δρόμο δρόμο παρακολουθήσαμε εξ ίσου απαθείς την πορεία στήριξης στην Ηριάννα. Αποτέλεσμα, συνολικά 64 καταστήματα έγιναν «λαμπόγυαλο». Η εντολή προς τα ΜΑΤ ήταν «να κινούνται μακριά από τους διαδηλωτές, σε παράπλευρους δρόμους, ώστε η παρουσία τους να μην αποτελέσει αφορμή για επεισόδια».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News