Σε λίγους μήνες ο Διονύσης Σαββόπουλος κλείνει τα 73 του χρόνια… «Δεκέμβρης του 44, με μια μοτοσυκλέτα του ΕΛΑΣ, η μάνα μου ετοιμόγεννη, σφυρίζει ο θανατάς, να η μαμή ανασηκώνει το μανίκι, έτσι γεννήθηκα στη Σαλονίκη». Από τα δεκαεννιά του, αυτό το παιδί της ποιητικής παράδοσης της Θεσσαλονίκης, προσπάθησε να αρθρώσει το δικό του ποιητικό λόγο που ήταν, μαζί και αξεδιάλυτα, λόγια και μουσική ταυτόχρονα.
Δεν στηρίχτηκε εκτός από μια δυο περιπτώσεις σε ποιήματα άλλων, αλλά συνομίλησε με τα μουσικά και ποιητικά ρεύματα της εποχής του, στήνοντας μοναδικές μουσικές παραστάσεις στις οποίες πρωταγωνιστούσε. Το τραγούδι του, σύγχρονο και ελληνικό, νεωτερικό και σουρεαλιστικό, μουσικός λόγος που ήταν συνδυασμός ροκ και Ελληνικού παραδοσιακού ήχου. Φανταστείτε, μέσα στη δικτατορία, να μπαίνεις στο Κύτταρο και να ακούς σαν σε θρησκευτική τελετή το… «Φάε, φάε, το βρώμικο ψωμί, σαν λειτουργία μαγική…» που έμοιαζε για τον καθέναν μας ως τελετή ενηλικίωσης, η οποία μας έβαζε να σκεφθούμε, με τον τρόπο της τέχνης, για τη θλιβερή πραγματικότητα της χούντας.
Οι παραστάσεις αυτές θα είχαν μικρή αξία αν δεν τις υπερασπιζόταν, πάνω στη σκηνή, ο ίδιος. Ήταν ο καλύτερος ηθοποιός πίστας που υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα. Όταν τραγουδούσε πως… «παίρνω την ευθύνη, πως είμαι αρχηγός σ’ αυτό το πανηγύρι»… το κοινό συμφωνούσε μαζί του, πίστευε σ’ αυτόν, όχι για να τον καθοδηγήσει πολιτικά αλλά για να του ανοίξει εσωτερικούς υπόγειους δρόμους, εκεί που συναντάς τη γνώση και το συναίσθημα και ενώνεσαι με τους άλλους.
Με τον καιρό τα τραγούδια πλήθαιναν, ο ένας δίσκος ακολουθούσε τον άλλον, σαν να ύφαιναν σιγά-σιγά το μεγάλο κέντημα που πάνω του υπήρχε μία πρωτοφανέρωτη εικόνα με χρώματα και κίνηση, σαν σουρεαλιστικός κινηματογράφος, μία οθόνη που βούλιαζε από το βάρος της προσωπικότητάς του. Αυτό το αλλόκοτο καινούργιο το δημιούργησε ένας καλλιτέχνης που όμοιός του δεν υπήρχε πριν, λες και γεννήθηκε εκ του μηδενός για να πει τον καίριο λόγο μέσα από το τραγούδι. Δεν είχε τη μουσική παιδεία του Χατζιδάκι ή του Θεοδωράκη, όμως το μείγμα της μουσικής, του λόγου, της τραχύτητας των οργάνων και της φωνής του, ήταν μείγμα εκρηκτικό, άτσαλα γοητευτικό, που σου τρυπούσε την ψυχή.
Δεν υπήρξε ποιητής της γραπτής ποίησης αλλά νιώθεις πως ανήκει στο χώρο των πολλών σπουδαίων ποιητών της Ελλάδας και αυτό γίνεται με έναν τρόπο ακωδικοποίητο, απρόβλεπτο, τολμηρό που δεν ξέρεις από που σου έρχεται αυτή η πνευματική ένταση. Το κοινό του Σαββόπουλου μεγάλωνε και συμπύκνωνε την εμπειρία του από τα τραγούδια παίρνοντας στίχους που τους έκανε συνθήματα. Πόσες και πόσες φράσεις! Σαν συνθήματα στα ντουβάρια που εκφράζουν την αγωνία αυτού του τόπου για ζωή. Και το πιο περίεργο ήταν πως τα καινούργια συνθήματα προστίθεντο στα παλιά χωρίς αυτά να ξεχνιούνται ή να παλιώνουν. Πενήντα τρία χρόνια τώρα ο Σαββόπουλος είναι παρών, ο παλιός και ο καινούργιος. Και τα κάπως λιγότερο τραγουδισμένα κομμάτια ξανάρχονται στα χείλη μας την κατάλληλη στιγμή, σαν να θέλουν να μας πουν… μην πετάξεις τίποτα.
Στην ευρύτατη θεματολογία των τραγουδιών του, αν μπορείς να μιλήσεις για θεματολογία στον Σαββόπουλο, ξεχωριστή θέση κατέχει ο τρόπος που αναφέρεται, άμεσα ή έμμεσα, στην Ιστορία. Ο Σαββοπουλικός τρόπος που σε κάνει να νιώθεις το παρελθόν και το παρόν μαζί και αξεδιάλυτα. Ενώ ακούς κάτι που συνέβη αλλού και άλλοτε, αυτό έρχεται μπροστά σου για να μπει στη σκέψη σου. Σαν να στήνεται μία αόρατη γέφυρα που σε πηγαινοφέρνει στον χρόνο.
Για παράδειγμα, ο ύμνος που έγραψε για το Κιλελέρ και η πίστη του στους κοινωνικούς αγώνες, ακούγεται σε αντιπαράθεση με την ασταθή πίστη του συνθέτη που του δημιουργεί ενοχές και φόβο… «τραγούδι τρύπιο και στιχάκι μπαλωμένο πού θα με κρύψεις, πες μου πού, ακούω φωνές από παντού και φοβάμαι το καημένο».
Τα μεγάλης διάρκειας τραγούδια του, «Μπάλος» και «Μαύρη Θάλασσα», μοιάζουν με ροκ συμφωνικά κομμάτια και νιώθεις πως τα διατρέχει μία άτακτη ηλεκτρισμένη πολυρυθμία που σε μεταφέρει στον ιστορικό χρόνο και στον ήχο των Βαλκανίων. Σε αυτά τα δύο έργα είναι διατυπωμένες οι βασικές του οι αρχές… «ωχ πηδώ, χοροπηδώ κι έχω ένα τσίρκο ηλεκτρικό μες το μυαλό μου, μες το μυαλό μου πού ‘χει όρια, και μια Ελευθερία ζόρικια, αλίμονό μου».
Όταν ακούς πως «ο πατέρας μου ο Μπάτης ήρθε απ’ τη Σμύρνη το εικοσιδυό» καταλαβαίνεις πως η Ιστορία γίνεται και πάλι προσωπικός λόγος και ο τραγουδιστής, έτοιμος να περάσει κι αυτός τη δοκιμασία του βρώμικου ψωμιού, γιατί… «σ’ αυτόν τον κόσμο όσοι αγαπάνε τρώνε βρώμικο ψωμί». Απευθύνεται στους μουσικούς της μεγάλης παράδοσης του ρεμπέτικου τραγουδιού για να αποκτήσει εκφραστική δύναμη στην τέχνη του… «σαν τον Μάρκο δωσ’ μου τη λόγχη που κεντά, χρυσή λαβωματιά, να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα η τρομερή μας η λαλιά».
Δεν ξεχνώ βέβαια τα τραγούδια της Μακρονήσου και το κάπως αδικημένο κομμάτι για την Κύπρο…«σ’ αυτό το σχήμα που ξεβάφει αίμα και δάκρυ δεν έχεις τίποτα ακριβό να παραδώσεις». Ούτε μπορώ να μην θυμηθώ τους αριστουργηματικούς «Αχαρνής» όπου, κυριολεκτικά, «ο Αριστοφάνης γύρισε από τα Θυμαράκια», γιατί ο Σαββόπουλος συνέθεσε ένα ζωντανό σύγχρονο έργο.
Τα ασθμαίνοντα τραγούδια της δεκαετίας του 60 μιλούσαν για το φοιτητικό κίνημα, τους έρωτες, το Βιετνάμ, την πολιτικοποίηση των νέων. Πόσο ωραία ακούστηκε στη συναυλία του Σταδίου «Η συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» που από πολιτικό τραγούδι μετατρέπεται σιγά σιγά σε ερωτικό! Και πόσο συγκινητική ήταν η απάντηση της ερωτικής «Συννεφούλας» στους λογοκριτές της Εκκλησίας που την απέρριψαν από τα σχολικά βιβλία! Το τραγούδι, βέβαια, ολόφωτο και ακμαίο, με καινούργια σύγχρονη εκτέλεση, βρίσκει τον τρόπο να μπει στις ψυχές των παιδιών διαλύοντας το σκοτάδι.
Ο Σαββόπουλος αναφέρεται συχνότατα στην Ελλάδα. Πότε την αντιμετωπίζει κριτικά… «Ελλάδα οικόπεδο και αποικία», πότε τρυφερά, σαν μητέρα… «για τη νύχτα με σκεπάζεις, ναι, και με παρηγοράς». Ελάχιστοι Έλληνες δεν έχουν τραγουδήσει το… «καλωσόρισες ψυχή μου μοναξιά ελληνική μου». Και όλοι έχουν εκφωνήσει τα ονόματα των ελληνικών πόλεων και των οδών αλλά και των μεγαλουπόλεων του κόσμου όπου ζει ο απόδημος Ελληνισμός. Εξαγγελίες ονομάτων σαν φωτοβολίδες. Είναι δύσκολο να αναφερθείς, αθώα και με αληθινό αίσθημα, σε τέτοια θέματα σήμερα.
Υπάρχει επίσης πλήθος σπουδαίων ερωτικών τραγουδιών που γράφτηκαν με ευγένεια και πάθος, αλλά και κάποια άλλα που αναφέρονται στις δυσκολίες των σχέσεων στα σύγχρονα ζευγάρια.
Σε τι να πρωτοαναφερθεί κανείς. Στα τραγούδια για τους φίλους, στα τραγούδια για την καθημερινότητα, σ’ αυτά που γράφτηκαν στις φυλακές και πρωτοακούστηκαν στα καφενεία, στα τραγούδια που αφιερώνονται στη γενιά του -εμείς του εξήντα οι εκδρομείς, σ’ εκείνα που θυμούνται αυτούς που έφυγαν, ή σ’ αυτά που υμνούν το καλοκαίρι -με το ρόγχο του αιρ κοντίσιον μεσημέρι.
Επειδή δεν μπορεί να μιλήσει κανείς εύκολα για την έκταση της θεματολογίας του, μπορεί ίσως να πει με βεβαιότητα, πως όλα τα κομμάτια του είναι αποσπάσματα ενός μεγάλου πολύωρου τραγουδιού που ταξιδεύει ακόμη και εκφράζει την ιστορία των χρόνων του. Βλέποντάς τον στην ιστορική συναυλία στο Στάδιο, ευχόμουν μέσα μου να τον κρατούν γερά τα πόδια του και να μπορεί να ανεβαίνει στη σκηνή για πολλά χρόνια ακόμη.
*Ο Λάκης Παπαστάθης είναι βραβευμένος σκηνοθέτης του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου και συνδημιουργός της ιστορικής εκπομπής ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ «Παρασκήνιο»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News