Οι Αμερικανοί γιορτάζουν πάντα με λαμπρότητα την 4η Ιουλίου ως μία ημέρα κοινής πατριωτικής υπερηφάνειας και συλλογικής χαράς. Την ημέρα εκείνη το 1776 μια ομάδα αποίκων στη Φιλαδέλφεια ψήφισαν τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στην οποία μεταξύ άλλων αναφερόταν ότι «οι Ηνωμένες Αποικίες είναι ελεύθερα και ανεξάρτητα κράτη {…} ελεύθερα από κάθε δεσμό υποταγής στο βρετανικό στέμμα».
Η«Washington Post» επιχειρεί να δει από μία διαφορετική ματιά την επανάσταση που άλλαξε την ιστορία της Αμερικής και του πλανήτη και για αυτόν τον λόγο ζήτησε τη συνδρομή του βραβευμένου ιστορικού Λάρι Φερέιρο. Ο Φερέιρο τοποθετεί την Αμερικανική Επανάσταση στο διεθνές πλαίσιο της εποχής και καταδεικνύει πώς οι προσπάθειες των ιδρυτών των ΗΠΑ θα είχαν ναυαγήσει χωρίς την υποστήριξη των ξένων δυνάμεων.
Οι Αμερικανοί βλέπουν σήμερα τη Διακήρυξη ως το ιστορικό ντοκουμέντο μέσω του οποίου οι άποικοι έκαναν γνωστούς στον βασιλιά Γεώργιο ΙΙΙ τους λόγους για τους οποίους ήθελαν να ανεξαρτητοποιηθούν. Το Λονδίνο όμως και ο Γεώργιος το γνώριζαν ήδη. Αρα ο πραγματικός σκοπός ήταν άλλος. Διαβάζοντας το κείμενο καταλαβαίνει κανείς πως οι ιδρυτές του αμερικανικού έθνους είχαν πλήρη συνείδηση του ότι οι άποικοι δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την ισχυρότερη αυτοκρατορία της εποχής χωρίς βοήθεια.
Γνώριζαν επίσης ότι οι μοναδικές χώρες που είχαν πραγματικούς λόγους να βοηθήσουν τους επαναστάτες και διέθεταν επαρκείς στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις για να νικήσουν τους Βρετανούς ήταν η Γαλλία και η Ισπανία. Και ότι αυτές θα βοηθούσαν μόνον αν καταλάβαιναν ότι δεν επρόκειτο απλώς για τη διαμάχη των αποίκων της Αμερικής με τη μητρόπολη, αλλά αν έβλεπαν ότι οι Αμερικανοί πολεμούσαν σαν ένα κυρίαρχο, ανεξάρτητο έθνος κατά ενός κοινού εχθρού.
Η Διακήρυξη κατά τον Φερέιρο γράφτηκε για αυτόν ακριβώς τον σκοπό και τόσο ο Τζον Ανταμς όσο και ο Τόμας Τζέφερσον το αναφέρουν στα κείμενά τους. Ο Τζέφερσον μετέφερε τις υπέροχες ιδέες της ανεξαρτησίας εθνών και ατόμων και της δικαιοσύνης σε ένα μνημειώδες κείμενο στο οποίο υπήρχαν οι πιο φωτισμένες απόψεις της εποχής του. Αλλά κατά βάθος επρόκειτο για μία κραυγή που καλούσε σε βοήθεια. Η πρώτη πράξη του Κογκρέσου μετά την ψήφιση της Διακήρυξης ήταν να τη βάλει σε ένα πλοίο και να τη στείλει στις βασιλικές αυλές της Γαλλίας και της Ισπανίας.
Η βοήθεια των Ευρωπαίων κάλυπτε τρεις σημαντικές πτυχές του πολέμου. Η πρώτη αφορούσε τον οπλισμό και τα χρήματα: το 90% των όπλων που χρησιμοποίησαν οι δυνάμεις των επαναστατών – στοίχισαν περίπου 30 δισεκατομμύρια δολάρια σε σημερινές τιμές – προήλθε από την Ευρώπη και κυρίως τη Γαλλία και την Ισπανία. Αυτή η βοήθεια ήταν που επέτρεψε στους εξεγερμένους να επιβιώσουν ειδικά την πρώτη περίοδο του πολέμου.
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η βοήθεια που προσέφεραν οι εθελοντές και οι στρατιώτες που πολέμησαν στο πλευρό των αμερικανών επαναστατών υπό γαλλική και ισπανική διοίκηση. Πολλοί από αυτούς βοήθησαν και στην εκπαίδευση των άτακτων αμερικανικών δυνάμεων ώστε να αντιμετωπίσουν τους Βρετανούς με τους δικούς τους όρους. Δεν μπορείς να κερδίσεις έναν πόλεμο μόνο με ελεύθερους σκοπευτές που κρύβονται στα δάση. Στη μάχη του Γιορκτάουν -τη σημαντικότερη ίσως νίκη επί των Βρετανών – ήταν ο συνδυασμός γαλλικών δυνάμεων (και στρατευμάτων και όπλων) και Αμερικανών (υπό τον Τζορτζ Ουάσιγκτον) που εξανάγκασαν τον βρετανό στρατηγό Τσαρλς Κορνουάλις να παραδοθεί.
Ο τρίτος και ίσως πιο καθοριστικός παράγοντας ήταν η ναυτική ισχύς. Η Βρετανία ήταν μία αυτοκρατορία που βασιζόταν στην δύναμη του Ναυτικού της και μόνον στη θάλασσα θα μπορούσε να ηττηθεί οριστικά. Ο λόγος που τελικά οι Βρετανοί αναγκάστηκαν να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ήταν το γεγονός πως βρέθηκαν να πολεμούν στους ωκεανούς πέντε αντιπάλους σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη. Το πανίσχυρο Ναυτικό τους έφτασε στα όριά του καθώς δεν μπορούσε να πολεμά και να εφοδιάζει τις βρετανικές δυνάμεις σε ένα τόσο ευρύ πεδίο.
Πλοία και χερσαίες δυνάμεις έπρεπε να πολεμούν στην Ευρώπη, στην Ινδία και ασφαλώς στην Καραϊβική. Αυτό που πολλοί ξεχνούν, κατά τον Φερέιρο, είναι ότι το μήλον της έριδος ήταν η Καραϊβική με τις φυτείες ζάχαρης που έκαναν το χρήμα να ρέει στο Λονδίνο.
Με άλλα λόγια ήταν η γεωπολιτική που χάρισε στους Αμερικανούς την ανεξαρτησία τους, ένας παράγοντας που συχνά υποβαθμίζεται. Οι αμερικανοί επαναστάτες βρέθηκαν εντός ενός συνασπισμού κρατών που πολεμούσαν έναν κοινό εχθρό.
Γαλλία και Ισπανία αρχικά προσέφεραν μυστικά οπλισμό. Ηξεραν ότι αν κρατούσαν τους Βρετανούς απασχολημένους στην Αμερική θα είχαν λιγότερες πιθανότητες να τους αντιμετωπίσουν στην Ευρώπη. Η σύγκρουση εξελίχθηκε σε παγκόσμιο πλαίσιο και όχι μόνο στη Βόρειο Αμερική, αλλά και στην Καραϊβική, στο Γιβραλτάρ, στη Μινόρκα και στην Ινδία.
Ο μαρκήσιος ντε Λαφαγιέτ είναι ίσως η πιο γνωστή από τις προσωπικότητες που πολέμησαν στο πλευρό των Αμερικανών αλλά δεν ήταν ο μόνος. Το πιο σημαντικό πρόσωπο, τουλάχιστον κατά την πρώτη περίοδο του αγώνα των Αμερικανών, ήταν ο Σαρλ Γκραβιέ, κόμης του Βερζέν, υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας. Ηταν αυτός που είχε την πρωτοβουλία της βοήθειας προς τους Αμερικανούς και είχε επαφές μαζί τους ήδη προτού ξεσπάσει η επανάσταση. Απέστειλε βοήθεια και εθελοντές ενώ είχε την εποπτεία των στρατιωτικών ενεργειών της Γαλλίας και της Ισπανίας κατά της Βρετανίας σε όλο τον κόσμο. Εξίσου σημαντικός σε αυτό το πλαίσιο ήταν και ο ισπανός ομόλογός του κόμης ντε Φλορινταμπλάνκα.
Οπως αναφέρει ο Φερέιρο, δεν ήταν ιδεολογικοί οι λόγοι που οδήγησαν τους άποικους στην επανάσταση. Ηθελαν απλώς να κάνουν τις δουλειές τους με τον τρόπο που εκείνοι επιθυμούσαν και όπως καλύτερα τους συνέφερε.
Το μεγαλύτερο μέρος της ευημερίας των Αποικιών προερχόταν από το εμπόριο γεωργικών προϊόντων με την Ευρώπη και την Καραϊβική. Οι εμπορικοί περιορισμοί και οι δασμοί που επέβαλε το Λονδίνο ήταν δυσβάσταχτοι για τους αποίκους. Δεν ξεκίνησαν τον αγώνα τους εμπνεόμενοι από τις αρχές της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Διεκδίκησαν το δικαίωμα στην οικονομική ελευθερία χωρίς τους επαχθείς όρους που έθεταν οι Βρετανοί.
Η παράμετρος αυτή, της ευρωπαϊκής βοήθειας στον αγώνα και στη νίκη των Αμερικανών, παραλείφθηκε ή και αποσιωπήθηκε επί μακρόν. Κατά τον Φερέιρο η αιτία βρίσκεται αφενός στο αίσθημα ανωτερότητας που ανέπτυξαν οι Αμερικανοί απέναντι στους Ευρωπαίους από τους οποίους κατάγονταν και αφετέρου στην προσπάθεια δημιουργίας ενός εθνικού αφηγήματος «καθαρού» από εξωγενείς παράγοντες.
Το να παραδεχτεί κανείς ότι βοηθήθηκε από αυτούς που θεωρεί κατώτερους δεν κολλάει στο αφήγημα. Αυτή η αντίληψη που γεννήθηκε τον 19ο αιώνα κληροδοτήθηκε και σε μεγάλο μέρος του 20ου. Αλλά τις τελευταίες δεκαετίες η ιστορική έρευνα επανέφερε στο προσκήνιο τόσο αυτή όσο και άλλες πτυχές του πολέμου της Ανεξαρτησίας: για παράδειγμα τον ρόλο των αφρικανών σκλάβων, των γηγενών Ινδιάνων και άλλων ομάδων. Ολα αυτά οδηγούν στην κατανόηση του ότι η Αμερικανική Ανεξαρτησία δεν ήταν τελικά μία «καθαρά» αμερικανική ιστορία όσο κάποιοι θα ήθελαν να πιστεύουν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News