Κηποθέατρο Παπάγου. Πρεμιέρα για την παράσταση «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», του Ευριπίδη κι η πλατεία είχε από νωρίς αρχίζει να γεμίζει. Ζέστη και άπνοια. Νερά και παγωμένες μπύρες έτοιμα στα χέρια κάποιων να κατευνάσουν τη βασανιστική δίψα του σώματος. Και μετά ξεκίνησε η μυσταγωγία κι η μύηση και ξεδίψασε, βαθιά και ήσυχα τις ψυχές μας.
Ο χορός και οι τρεις πρωταγωνιστές σε διπλούς ρόλους άρχισαν να στροβιλίζονται σε μια εξαίσια μουσική δίνη σε μελωδίες του Σταμάτη, με τον μελαγχολικό τόνο του ακορντεόν, που άλλοτε θύμιζε κύμα κι άλλοτε δροσερό αεράκι που μας ανακούφιζε. Και το θαύμα ξεκίνησε.
Είναι η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια που παρακολουθώ παραστάσεις, από πειραματικές σκηνές ως το Ηρώδειο, όπου δεν ακούστηκε κινητό, δεν βγήκε ούτε μια «λαθραία» φωτογραφία, δεν σηκώθηκε κανείς από τη θέση του. Ως και τα μπουκαλάκια με το νερό έμειναν ανέγγιχτα, αφού όλοι μας κοινωνούσαμε κρυστάλλινο, το ιερό ύδωρ της Κασταλίας Πηγής.
Στην πρεμιέρα της τραγωδίας «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», στο όμορφο κηποθέατρο Παπάγου, οι Μούσες, ο Ορφέας, ο Απόλλωνας ως κι ζοφερός Δίας σαν σκιές ανάμεσα στους ευκαλύπτους άκουγαν τις «εξαίσιες μουσικές του μυστικού θιάσου» και κάπου ανάμεσα στους εκστασιασμένους θεατές ο ίδιος ο Ευριπίδης χαμογελούσε ικανοποιημένος. Μουσική και λόγος ακέραιος, αρχαίος κι ακατάλυτος, όπως η στεντόρεια φωνή του Αιμίλιου, η σπαραχτική κραυγή της Αθηνάς και ο συγκλονιστικός λυγμός της Λένας.
Όλοι οι συντελεστές της παράστασης έχουν την πορεία τους, όμως από χθες έχουν κι έναν σταθμό. Δεν είμαι κατάλληλος να αναλύσω τη λιτή και ισορροπημένη μετάφραση του Μπλάνα, την ευρηματική σκηνοθετική έκφραση του Αιμίλιου και του Μανώλη Δούνια, το μουσικό καλειδοσκόπιο του Σταμάτη. Γι’ αυτά θα πουν, είμαι βέβαιος, οι ειδικοί. Δικαιούμαι όμως να πω, όχι σαν συγγραφέας και μεταφραστής, άλλα σαν θεατής, πως χθες «διδαχθήκαμε» από την αρχή την τραγωδία, όχι οποιαδήποτε τραγωδία, αλλά την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», που πέρα από τη σαρωτική απεικόνιση αρχέγονων προτύπων, δεσμών, νόμων και παθών, μας παρουσιάζει, μέσα από την αυθόρμητη έκφραση του καθαρού συναισθήματος, έναν απολύτως σύγχρονο πολιτικό λόγο και μας μεταφέρει από την αχλή των αιώνων, τα ιδεώδη ενός πολιτισμού που τώρα καταρρέει, τα ιδανικά και τις αξίες ενός λαού που άγεται και φέρεται «επαίτης στις αυλές των βαρβάρων» και τη διαβρωτική επίδραση της εξουσίας, στους αδύναμους και μικρούς ηγέτες.
Είναι φέτος, τώρα, που ο λόγος αυτός πρέπει να ακουστεί, για να θυμηθούμε, να αφυπνιστούμε έστω και τώρα, λίγα βήματα πριν το βωμό της θυσίας της ίδιας της πατρίδας, ως άλλης Ιφιγένειας, και να σηκώσουμε πάλι το βλέμμα ψηλά, με πείσμα, ελπίδα κι ένα καινούργιο μα αληθινό όραμα.
Η τελευταία φράση από τα χείλη της Ιφιγένειας και μετά, μαγεμένος ο κόσμος, ξεσπά σε χειροκροτήματα. Δεν θέλει κανείς να φύγει, δεν θέλει κανείς να τελειώσει αυτό που έζησε .
Κατηφορίζω μέσα από το άλσος Παπάγου. Ησυχία. Κι όμως ένα ελαφρύ αεράκι, ανάμεσα στα δέντρα, φέρνει σαν απόκοσμη ηχώ, μια σβησμένη και μαζί θυελλώδη κραυγή: «Παιδί μου…». Η Κλυταιμνήστρα, η Ελλάδα, η ψυχή μου.
*Ο Κωνσταντίνος Μούσσας είναι συγγραφέας, κάτοχος MD,PhD.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News