Επιστροφή στο παρελθόν. Το πιο πρόσφατο πολιτικό αφήγημα της Ιταλίας δεν έχει απλώς έντονη αίσθηση παρελθοντολογίας: μοιάζει με προσπάθεια ολικής επιστροφής στα μέσα της δεκαετίας του 1990 όταν Μπερλουσκόνι και Πρόντι μεσουρανούσαν στον ταραγμένο πολιτικό ουρανό της Ιταλίας, υπόσχονταν πολιτικές μεταρρυθμίσεις και οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Ηταν ο Μπερλουσκόνι που δημιούργησε τον μεγάλο πόλο της ιταλικής Κεντροδεξιάς και ο Πρόντι εκείνος που κατάφερε να συνενώσει στην «Ελιά» την κατακερματισμένη Κεντροαριστερά: οι δύο πολιτικοί «έστησαν» το σημερινό πολιτικό τοπίο.
Παρότι πέρασαν χρόνια πολλά, νέα πρόσωπα ανέβηκαν στην σκηνή και διεκδίκησαν τον ρόλο του πρωταγωνιστή, στην Ιταλία «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν». Δεν ήταν μόνον η πρόσφατη ήττα του Δημοκρατικού Κόμματος -του πολυσυλλεκτικού σχήματος της ιταλικής Κεντροαριστεράς- στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές σε μεγάλες πόλεις της Ιταλίας. Ούτε καν η επιτυχία της Κεντροδεξιάς υπό τη φιγούρα του αειθαλούς Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Είναι περισσότερο η απελπισία των γειτόνων από το σημερινό πολιτικό σύστημα και τους ηγήτορες που έχουν αναλάβει τα τελευταία χρόνια να οδηγήσουν την Ιταλία εκτός της οικονομικής κρίσης. Αλλά η ανάκαμψη είναι αργή, η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα, ενώ τα κύματα μεταναστών που φτάνουν από τη Βόρεια Αφρική αυξάνουν τον ευρωσκεπτικισμό και το αίσθημα εκνευρισμού των Ιταλών απέναντι στους βόρειους γείτονές τους που επιμένουν να αδιαφορούν.
«Καλύτερα αυτοί παρά εσείς», μοιάζουν να λένε οι Ιταλοί σε Ρέντσι και Γκρίλο, στον πρώην πρωθυπουργό και στον κωμικό που θέλει να γίνει πρωθυπουργός – ή έστω ο άνθρωπος πίσω από τον πρωθυπουργό. Και τρέχουν πίσω από τα φαντάσματα πολιτικών που κανονικά θα έπρεπε να έχουν κλείσει από καιρό την πολιτική τους καριέρα. Δεν είναι σχήμα λόγου. Στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις τα ποσοστά δημοτικότητας που καταγράφουν οι δύο πρώην πρωθυπουργοί τους κατατάσσουν στις πρώτες θέσεις, χωρίς μάλιστα κανείς από τους δύο να έχει ανακοινώσει επισήμως την πρόθεσή του να είναι υποψήφιος στις επόμενες εκλογές. Ο Μπερλουσκόνι μάλιστα θα πρέπει να περιμένει ως το 2019 για να λήξει η ποινή που του έχει επιβληθεί από την ιταλική δικαιοσύνη για οικονομικά σκάνδαλα και φορολογικές απάτες.
Αλλά αυτά δεν φαίνεται να έχουν σημασία: έπειτα από αρκετά χρόνια η Κεντροδεξιά επιστρέφει στην κορυφή των δημοσκοπήσεων ολοκληρώνοντας την αίσθηση του déjà vu. Ο ίδιος ο Σίλβιο μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων στις δημοτικές εκλογές (οι συνδυασμοί της Forza Italia και των συμμάχων της κέρδισαν σε 16 από τους 22 δήμους) δήλωσε με ικανοποίηση: «Επέστρεψα και βλέπετε το αποτέλεσμα».
Στο άλλο κομμάτι του πολιτικού φάσματος οι ψηφοφόροι της Κεντροαριστεράς αντιμετωπίζουν θετικά την επανένωση του χώρου αλλά οι αντιθέσεις των πολιτικών και οι προσωπικές στρατηγικές παραμένουν εμπόδιο σχεδόν ανυπέρβλητο. Με βάση τις δημοσκοπήσεις το Δημοκρατικό Κόμμα παραμένει ακόμα και σήμερα μακράν η μεγαλύτερη δύναμη της Κεντροαριστεράς. Αλλά μετά την αποτυχία του δημοψηφίσματος που προώθησε ο Ματέο Ρέντσι και την ήττα στις δημοτικές εκλογές η εκλογική της επιρροή έχει μειωθεί γύρω στο 26%. Οι κακές σχέσεις μεταξύ των πολιτικών ηγετών κάνουν σχεδόν αδύνατη αυτή τη στιγμή ακόμα και τη συμφωνία για μία μετεκλογική συμμαχία.
Ο Ρέντσι παρά τα λάθη του παραμένει αρκετά δημοφιλής μεταξύ των ψηφοφόρων όπως και ο πρωθυπουργός Πάολο Τζεντιλόνι. Αλλά ο πόλεμος που έχει ανοίξει μεταξύ των δύο πρώην φίλων για την ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος έχει συμβάλει στην επάνοδο του ονόματος του Ρομάνο Πρόντι στο προσκήνιο. O πολιτικός από τη Τοσκάνη που κάποτε φάνταζε ως ο σωτήρας του κόμματος, μετά την ήττα του στο δημοψήφισμα παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία αλλά δεν αποχώρησε από την πολιτική. Επανεξελέγη τον Απρίλιο επικεφαλής του κόμματος και έκτοτε βρίσκεται σε μόνιμο πόλεμο με τον Πρόντι και πολλά άλλα στελέχη.
Μια ακόμα προσπάθεια επιστροφής στο παρελθόν είναι και η πρόταση που προωθείται από διάφορες δυνάμεις, σε Δεξιά και Αριστερά για επαναφορά του συστήματος της απλής αναλογικής. Το εκλογικό σύστημα που υιοθετήθηκε στην Ιταλία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το οποίο διατηρήθηκε ως τα μέσα της δεκαετίας του ’90 είναι για πολλούς Ιταλούς υπεύθυνο για το περίπλοκο σύστημα διαφθοράς και διαπλοκής που καλλιεργήθηκε στη χώρα καθώς επί τριάντα έτη πέντε κόμματα νέμονταν σταθερά την εξουσία. Αν πράγματι η χώρα επαναφέρει την απλή αναλογική, οι φυγόκεντρες δυνάμεις στα κόμματα θα ενισχυθούν. Πάντως για κάποιους είναι μία προσπάθεια να κρατηθεί το Κίνημα του Μπέπε Γκρίλο μακριά από την εξουσία.
Οι πολιτικοί όταν χάνουν πάνε σπίτι τους. Συμβαίνει στη Γαλλία, στις ΗΠΑ, στη Γερμανία αλλά στην Ιταλία όχι, αναφέρει ειρωνικά η «La Repubblica». Απλώς ξεκουράζονται για να πάρουν δυνάμεις μέχρι να επιστρέψουν σε πρώτο πλάνο. Είναι ζήτημα νοσταλγίας ή απελπισίας; Η «La Repubblica» μιλάει για ιταλικό φαινόμενο. Είναι η ήττα του νέου σε μία χώρα που γερνά απελπιστικά γρήγορα, με τον χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων στην Ευρώπη; Ισως υπάρχει και κάτι περισσότερο στην ήττα της «νέας πολιτικής» και στην επιθυμία επιστροφής σε ένα παρελθόν που δύσκολα μπορεί να το θεωρήσει κανείς πρότυπο αναφοράς. Ισως συμβαίνει γιατί οι προοπτικές είναι τόσο σκοτεινές: μπροστά στη γκροτέσκα φυσιογνωμία και την οργή του Μπέπε Γκρίλο, του κωμικού που έγινε η φωνή των θυμωμένων Ιταλών, η μετριοπάθεια του Πρόντι φαντάζει όαση πολιτικού πολιτισμού. Ακόμα και ο 82χρονος Μπερλουσκόνι, που από τις πλαστικές εγχειρήσεις μοιάζει πια σαν γυάλινη εύθραυστη κούκλα, είναι για κάποιους Ιταλούς καλύτερη λύση.
Κάπως έτσι το παρελθόν γίνεται μία απελπισμένη οδός διαφυγής μιας χώρας σε μόνιμη κατάσταση έκπληξης, που αγαπά τις ιστορίες επιστροφής, τους πρωθυπουργούς που επανέρχονται, τους δημάρχους που ξαναπροσπαθούν, τους βουλευτές που ανακυκλώνονται. Είναι η επιθυμία για ένα εφησυχαστικό déjà vu, για την επιστροφή στον ήπιο λόγο του καθηγητή Πρόντι που οι αντίπαλοί του κάποτε ονόμαζαν η «μορταδέλα με το ανθρώπινο πρόσωπο».
Ο Ουμπέρτο Εκο είχε κάποτε πει ότι αισθανόταν νοσταλγία για την «τρομακτική δεκαετία του ’40» όταν, παιδί ακόμα, έτρεμε από το κρύο και τον φόβο στο καταφύγια. Και εν συνεχεία εξηγούσε ότι η νοσταλγία είναι κυρίως άρνηση της πραγματικότητας. Μία άρνηση που και στην Ελλάδα έγινε τρόπος ζωής και αντιμετώπισης μιας αλήθειας αντιπαθητικής και ενίοτε τρομακτικής.
Σε αυτό το πλαίσιο ακόμα και η επιστροφή στα χρόνια του μπερλουσκονισμού φαντάζει λιγότερο επικίνδυνη από τις τρέλες του Γκρίλο και των ακραίων που τον πλαισιώνουν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News