Στέλνεις δεκάδες βιογραφικά, φοράς την επαγγελματική χροιά σου και παίρνεις το τηλέφωνο αγκαλιά. Αργά ή γρήγορα θ’ αρχίσει να χτυπά. Επαναλαμβάνεις κουρδισμένη τα πτυχία σου, την ηλικία σου, την προϋπηρεσία σου, κι αφού όλα πάνε κατ’ευχήν, έρχεται η ώρα να κλείσεις ραντεβού. Κάποιοι σε βγάζουν γρήγορα απ’ τον κόπο με την ερώτηση που μοιάζει να τους καίει πιο πολύ: «Παιδιά;». «Ενα». «Ευχαριστώ κι αντίο σας».
Οι περισσότεροι, ωστόσο, σου κλείνουν ραντεβού χωρίς να σε ρωτήσουν. Ίσως από ντροπή. Ίσως γιατί το αυτονόητο είναι πως μόνο οι άτεκνοι χρειάζονται δουλειά. Οι συνεντεύξεις ξεκινούν και τότε πέφτει η πρώτη μπαλοθιά. Το γλέντι έχει αρχίσει.
Συνήθως συναντάς ανθρώπους που αντί για μάτια έχουν ευρώ. Μοντέρνοι Σκρουτζ που ζούνε στην Ελλάδα και μάλιστα σε μια περίοδο που βάλλει οικονομικά μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το κομμάτι της δουλειάς το προσπερνάνε γρήγορα. Οι ερωτήσεις τους είναι λιγάκι πιο προσωπικές κι ενίοτε σε στριμώχνουν στη γωνία. «Καπνίζετε;», «Όχι πολύ». «Ναι, όμως καπνίζετε, άρα χρειάζεστε διαλείμματα που τρώνε χρόνο από τη δουλειά». Σιωπή. Τί απαντάς μετά απ’ αυτό; «Οικογενειακή κατάσταση;». «Χωρισμένη με παιδί». «Γιαγιά, παππούς;». Γνέφεις το κεφάλι αρνητικά. «Και ποιος κρατάει το παιδί;». «Είναι δικό μου θέμα αυτό. Μην σας ανησυχεί». «Κυρία μου, απ’ τη στιγμή που θα εργάζεστε μαζί μας θα γίνει και δικό μας θέμα. Κι έπειτα είναι κι οι τριετίες σας. Είναι πολλές». Σιωπή. Σε κατακλύζουν ενοχές που πρωτοδούλεψες μικρή, που επέλεξες να γίνεις μάνα ή που ξεκίνησες σαν βλάκας να καπνίζεις. Βάζεις τα πόδια σου στον ώμο κι αποχωρείς απελπισμένη.
Έπειτα είναι οι άλλοι, οι μετριοπαθείς. Σε θέλουνε απελπισμένα, το βλέπεις από την αρχή. Μιλάνε πιο πολύ αυτοί παρά εσύ. Μέχρι που φτάνουν στο επίμαχο, το οικονομικό κι ακούς εμβρόντητη το ρήμα: ντρέπομαι. «Με την προϋπηρεσία που έχετε, ντρέπομαι και να σας πω τί δίνουμε…». «Καταλαβαίνω, δεν ζω αλλού, μπορείτε να μου πείτε». Ωράριο εννιά μ’ εννιά και βασικός μισθός. Κάνεις τις πράξεις νοερά: νοίκι, φαΐ, ΔΕΗ και babysitter, και το ταμείο είναι μείον. Σκέφτεσαι γρήγορα, ψάχνεις για λύσεις. «Αν βρω και μια δουλειά για το ΣΚ, καμιά μετάφραση το βράδυ…». Χαμογελάς και συναινείς. Για αρχή ας είναι τόσα. Απλώνετε κι οι δυο τα χέρια με χαρά κι ανανεώνετε το ραντεβού σας για Τετάρτη. «Αλήθεια, δεν μου είπατε, παντρεμένη; Παιδιά;». «Ένα. Χωρισμένη». «Να σας ζήσει!». «Ευχαριστώ, θα τα πούμε την Τετάρτη». «Ξέρετε, θα δω και κάποιους ακόμα υποψηφίους το απόγευμα. Θα σας τηλεφωνήσω τη Δευτέρα. Ευχαριστώ κι αντίο σας». Μην τον ξανάδατε τον Παναή.
Τέλος είναι κι οι άλλοι που δυστυχώς είναι πολλοί. Κι είναι χειρότεροι απ’όλους. Ψάχνουν για κέρδος ευκαιριακό, βγάζουν λεφτά μα δεν πληρώνουν, χρωστάνε χρήματα παντού και ψάχνουν όλους τους απελπισμένους. Τους ευνοεί κι η εποχή. Στην κρίση και στον πόλεμο μεγαλουργούν μαυραγορίτες. Γι’ αυτούς είσαι ιδανική. Είσαι το τέλειο θύμα. Μία γυναίκα μόνη της, και ειδικά αν βρίσκεται σ’ ανάγκη, θα υποστεί ό,τι της πουν, ακόμη και τις διαστροφές τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις το λες πρώτη εσύ: ευχαριστώ κι αντίο σας. Σε πλημμυρίζει απελπισία.
Κι αυτή είναι η κοινωνία μας. Η μητρότητα τιμάται προεκλογικά, γιορτάζεται μία φορά τον χρόνο και πασπαλίζεται με άνθη και χρυσόσκονες σε forum και περιοδικά. Η πραγματικότητα, όμως, είναι αλλιώς. Στην καθημερινότητα λογίζεται για λάθος. Δεν προστατεύεται από πουθενά, λες κι είναι ιός. Μία μόλυνση που έχει μόνο απαιτήσεις.
Ρωτάς παντού, ζητάς ρουσφέτια, αγωνίζεσαι μα μένεις πάντα όρθια να προσπαθείς. Κι αν τύχει και λυγίσεις, ένα χεράκι παιδικό σε ακουμπάει φιλικά στην πλάτη και σε παρηγορεί. «Δεν πειράζει μαμά, εσύ είσαι δυνατή!». Δύναμη. Αυτό είναι το δώρο της μητρότητας. Ακόμα κι αν δεν το’ χεις το αποκτάς διότι δεν έχεις κι άλλη επιλογή. Είναι η πρώτη σου δουλειά, η βασική, να είσαι δίπλα στο παιδί σου.
Επάγγελμα μητέρα. Διαζευγμένη. Εσχάτως δυνατή. Πιο δυνατή από ποτέ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News