Ο κλοιός στενεύει γύρω από τον Τραμπ. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ βρίσκεται υπό έρευνα για πιθανή παρακώλυση Δικαιοσύνης. Το παραδέχθηκε και ο ίδιος -με τον τρόπο του- στο Twitter. «Βρίσκομαι υπό έρευνα επειδή απέλυσα τον διευθυντή του FBI, από τον άνδρα που μου είπε να απολύσω τον διευθυντή του FBI! Κυνήγι μαγισσών», σχολίασε σε μήνυμα που ανάρτησε στον προσωπικό του λογαριασμό, το απόγευμα της Παρασκευής.
I am being investigated for firing the FBI Director by the man who told me to fire the FBI Director! Witch Hunt
— Donald J. Trump (@realDonaldTrump) June 16, 2017
Οπως πολλοί είχαν προδικάσει, ο ειδικός ανακριτής Ρόμπερτ Μόλερ αποδεικνύεται σε κακός μπελάς για τον αμερικανό πρόεδρο και δεν φαίνεται να κάνει την παραμικρή παραχώρηση στις έρευνές του για τις σχέσεις του Τραμπ και του περιβάλλοντός του με τη Ρωσία. Ο ειδικός ανακριτής ερευνά επίσης και το ενδεχόμενο ο πρόεδρος να υπέπεσε στο παράπτωμα της παρακώλυσης δικαιοσύνης, κατηγορία που αν επαληθευτεί θα ανοίξει τον δρόμο για τη διαδικασία του impeachment: την παραπομπή του προέδρου σε δίκη στο Κογκρέσο με το ερώτημα της καθαίρεσης.
Νέα στοιχεία
O Μόλερ φέρεται να συναντήθηκε με δύο πρόσωπα-κλειδιά των μυστικών Υπηρεσιών: τον Νταν Κόουτς, διευθυντή της National Intelligence και τον Μάικ Ρότζερς, νούμερο ένα της NSA. Και οι δύο δήλωσαν ότι είναι στη διάθεση του ειδικού ανακριτή σε ό,τι αφορά τις έρευνες για το Russiagate. Ο Μόλερ επεξεργάζεται τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ξεκινώντας από την κατάθεση του Τζέιμς Κόμεϊ στην επιτροπή της Γερουσίας στις 8 Ιουνίου στην οποία κατηγόρησε τον Ντόναλντ Τραμπ ότι του ζήτησε να «θάψει» την έρευνα για τη Ρωσία και τον ρόλο του Μάικλ Φλιν. Ως γνωστόν ο Τραμπ απέλυσε τον Κόμεϊ στις 9 Μαΐου. Τώρα αποκαλύπτεται ότι σε δύο ακόμα περιπτώσεις, στις 20 και στις 22 Μαρτίου, ο Τραμπ είχε ζητήσει τηλεφωνικά από τον Κόουτς και τον Ρότζερς να πείσουν τον Κόμεϊ να σταματήσει την έρευνα. Κανείς από τους δύο δεν ακολούθησε τις προτροπές του αμερικανού προέδρου.
Παράλληλα σύμφωνα με πληροφορίες της Washington Post ο Μόλερ έχει βάλει στο μικροσκόπιο των ερευνών του τον γαμπρό και σύμβουλο του Τραμπ, Τζάρεντ Κούσνερ. Οι άνθρωποι του Μόλερ «ξεψαχνίζουν» τα οικονομικά στοιχεία και όλα τα επιχειρηματικά ντιλ του Κούσνερ, στο πλαίσιο των ερευνών του Russiagate.
Αλλά και σε πολιτικό επίπεδο τα νέα δεν είναι καλά για τον Τραμπ. Την Πέμπτη η Γερουσία ψήφισε με 96 ψήφους υπέρ και μόνον δύο κατά, νέες κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας παρά τη δήλωση της εκπροσώπου του Λευκού Οίκου ότι «δεν είναι χρήσιμες». Επιπλέον την Τετάρτη οι αμερικανοί γερουσιαστές έστειλαν ένα ακόμα πιο σαφές μήνυμα στον Λευκό Οίκο: η αρμοδιότητα για τη λήψη μέτρων κατά της Ρωσίας αφορά μόνο το Κογκρέσο. Ο πρόεδρος δεν θα μπορεί να παρέμβει.
Τι λέει ο ειδικός
Ο Αλαν Λίχτμαν, καθηγητής πολιτικής ιστορίας στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο στην Ουάσιγκτον είναι ο μοναδικός ειδικός που προέβλεψε τη νίκη του Τραμπ στις εκλογές του Νοεμβρίου. Ο Τραμπ μάλιστα του έστειλε τότε email: «Συγχαρητήρια , εξαιρετική πρόβλεψη» του έγραφε. «Αγνοούσε όμως την επόμενη πρόβλεψή μου» λέει ο αμερικανός καθηγητής στην Corriere della Sera.
Τον περασμένο Απρίλιο ο Λίχτμαν εξέδωσε ένα βιβλίο («The case for impeachment») στο οποίο περιγράφει τις νομικές οδούς ο οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον αμερικανό πρόεδρο σε παραπομπή με το ερώτημα της καθαίρεσης. Οι τρεις κυριότερες αφορούν τις πολλαπλές συγκρούσεις συμφερόντων του προέδρου, τις σχέσεις με τη Ρωσία και το ενδεχόμενη παρακώλυσης Δικαιοσύνης. Στην τελευταία περίπτωση εντάσσεται η απόλυση του διευθυντή του Fbi Τζέιμς Κόμεϊ και οι παρεμβάσεις στις έρευνες για τον πρώην συμβούλο Εθνικής Ασφαλείας Μάικλ Φλιν.
«Ηδη πριν από τις εκλογές είχα σκεφθεί την πιθανότητα ενός impeachment κατά του Τραμπ και από τότε ως σήμερα οι πιθανότητες έχουν αυξηθεί» λέει ο Λίχτμαν. Στην περίπτωση των εκλογών η πρόβλεψη του Λίχτμαν είχε βασιστεί στο στατιστικό μοντέλο που εφάρμοσε. Τώρα η εκτίμηση του καθηγητή βασίζεται στα γεγονότα και πιο δύσκολη καθώς τα προηγούμενα είναι μόνο δύο, το Αντριου Τζόνσον το 1868 και του Μπιλ Κλίντον το 1998.
Το παράδειγμα του Νίξον
Υπάρχει ασφαλώς και η περίπτωση του Νίξον ο οποίος παραιτήθηκε το 1974 για να αποφύγει τη βέβαιη καταδίκη του. Και στην περίπτωση του Τζόνσον και σε εκείνη του Νίξον ο φόβος τους εν όψει μιας βέβαιης καταδίκης ήταν θετικός για τις ΗΠΑ: ο πρώτος έγινε πιο ανεκτικός στην πολιτική του και ο δεύτερος παραιτήθηκε. «Η παραπομπή ενός προέδρου σε δίκη στο Κογκρέσο είναι μία υπόθεση χρονοβόρα, αλλά πρόκειται για μία πολιτική διαδικασία και ο Τραμπ μπορεί εύκολα να χάσει τον έλεγχο: ο πρόεδρος μπορεί μεν να απολύσει τον ειδικό εισαγγελέα Μόλερ αλλά δεν μπορεί να αγγίξει την Επιτροπή Δικαιοσύνης της Βουλής» εκτιμά ο Λίχτμαν.
Για να απομακρυνθεί ένας πρόεδρος απαιτείται σχετική πρόταση της Επιτροπής Δικαιοσύνης η οποία εν συνεχεία πρέπει να λάβει πλειοψηφία δύο τρίτων στη Γερουσία. Δεδομένου ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει σήμερα την πλειοψηφία στη Βουλή μία τέτοια προοπτική φαντάζει μακρινή. Παρά ταύτα κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις επιπτώσεις που θα έχουν ενδεχόμενες νέες αποκαλύψεις για το σκάνδαλο των σχέσεων με τη Ρωσία.
«Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς αν ο Τραμπ θα καταφέρει να φτάσει ως τη λήξη της θητείας του. Αν αποδειχτεί ότι ο πρόεδρος ή άνθρωποί του συνωμότησαν με τους Ρώσους θα είναι η πρώτη περίπτωση προδοσίας από τόσο υψηλά κρατικό λειτουργό. Ακόμα και αν δεν διατυπωθεί επισήμως εναντίον του κατηγορία, θα μπορούσε να παραιτηθεί: όπως έχει παραδεχτεί και ο ίδιος δεν είχε αντιληφθεί πόσο δύσκολο είναι να είσαι πρόεδρος» λέει ο Λίχτμαν.
Οχι μόνο πρόεδροι
Η διαδικασία της παραπομπής προβλέπεται από το Σύνταγμα των ΗΠΑ και αφορά την έρευνα και την καταδίκη εγκληματικών ενεργειών όχι μόνο από προέδρους και υπουργούς αλλά και από όλους τους δημόσιους λειτουργούς της ομοσπονδιακής διοίκησης. Στο παρελθόν έχει χρησιμοποιηθεί κατά δικαστικών, υπουργών επικεφαλής ομοσπονδιακών υπηρεσιών. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και για κυβερνήτες και ανώτατους αξιωματούχους των Πολιτειών (με τη μοναδική εξαίρεση της Πολιτείας του Ορεγκον).
Η πιο γνωστή περίπτωση είναι εκείνη του Δημοκρατικού πρώην κυβερνήτη του Ιλινόι, Ροντ Μπλαγκόγιεβιτς, ο οποίος κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε από το Κοινοβούλιο της Πολιτείας ότι πούλησε κυριολεκτικά την έδρα του γερουσιαστή (που είχε μείνει κενή μετά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην προεδρία). Ο Μπλαγκόγιεβιτς αφού καθαιρέθηκε από το αξίωμά του καταδικάστηκε και από ποινικό δικαστήριο σε φυλάκιση 14 ετών για διαφθορά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News