Κι όμως βήμα – βήμα ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αυτός που το ελληνικό πολιτικό σύστημα θέλει να παρουσιάζει άλλοτε (τις περισσότερες φορές) ως εχθρό κι άλλοτε ως φίλο, κάνει το χρέος του απέναντι στην Ελλάδα.
Οσο αιρετική κι αν φαντάζει αυτή η άποψη για τους εκάστοτε κυβερνώντες ένα είναι βέβαιο:
Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν μπορεί να σβήσει τα δάνεια που έδωσαν στην Ελλάδα τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωζώνης και θέλει να κρατάει με «κοντό λουρί» τη σημερινή κυβέρνηση μέχρι τον Αύγουστο του 2018 οπότε λήγει το τρίτο Μνημόνιο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα ελαφρύνει το ελληνικό χρέος, ώστε η χώρα να προετοιμάσει την επιστροφή της στις αγορές.
Εξίσου βέβαιο είναι ότι οι αριθμοί δείχνουν σταθεροποίηση του χρέους στα 320 δισ. ευρώ και ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί να κάνει χρήση του συνολικού πακέτου βοήθειας. Aπό το τρίτο πακέτο των 86 δισ. ευρώ, έχουν εκταμιευτεί από τον ESM μόλις 31,7 δισ. ευρώ.
«Κατ’ αρχήν συμμετοχή»
Μετά λοιπόν από το ναυάγιο του τελευταίου Eurogroup (της 22ας Μαΐου) και εν όψει της νέας συνεδρίασης στις 15 Ιουνίου, η φράση-κλειδί για την άρση του αδιεξόδου είναι η «κατ’ αρχήν συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα».
Η συμβιβαστική αυτή λύση παρουσιάστηκε στον αθηναϊκό Τύπο την Κυριακή και την επιβεβαίωσε η Κριστίν Λαγκάρντ σε συνέντευξή της στη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, στο φύλλο της Τρίτης, λέγοντας:
«Αν οι πιστωτές δεν είναι ακόμα στο στάδιο που μπορούν να συμφωνήσουν και να σεβαστούν τις εκτιμήσεις μας, αν χρειάζονται περισσότερο χρόνο ώστε να φτάσουν εκεί, μπορούμε να το αναγνωρίσουμε και να τους δώσουμε περισσότερο χρόνο. Μπορεί επομένως να υπάρξει ένα πρόγραμμα στο οποίο η εκταμίευση λαμβάνει χώρα μόνο όταν τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους έχουν ξεκαθαριστεί πλήρως από τους πιστωτές».
Με αυτήν τη λύση και όπως προβλέπει το καταστατικό του, το ΔΝΤ θα έχει χρονικό περιθώριο τριών μηνών να περιμένει τι θα αποφασίσουν οι Ευρωπαίοι και στη συνέχεια να αποφασίσει τι θα κάνει με την Ελλάδα. Κι αν πάλι σε αυτό το διάστημα δεν έχει κλείσει το ζήτημα, το γενικό του συμβούλιο έχει το δικαίωμα να αποφασίσει μια νέα τρίμηνη παράταση.
Ετσι οι τελικές αποφάσεις για το χρέος μπορεί να μετατεθούν μετά τον ορίζοντα των γερμανικών εκλογών του Σεπτεμβρίου. Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία θα πρέπει να αξιολογήσει κατά πόσο το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο και στη συνέχεια να αποφασίσει αν θα εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το περίφημο QE. Το πιθανότερο σενάριο είναι η ΕΚΤ να μην κάνει τίποτε τον Ιούλιο -κι ας περιμένει κάτι τέτοιο η κυβέρνηση- και να μεταθέσει τον χρόνο αποφάσεων και αυτή πιθανότατα για το προσεχές φθινόπωρο.
Η μοναδική περίπτωση να επιταχυνθούν οι εξελίξεις και να υπάρξει «λύση», είναι το Eurogroup να λάβει μια πολιτική απόφαση τέτοια που να επιτρέπει στην ΕΚΤ την ένταξη της Ελλάδας στο QE.
Κι αυτό μπορεί να γίνει, καθώς όλοι γνωρίζουν ότι η λύση περνά μέσα από την επιμήκυνση της διάρκειας των δανείων της ευρωπαϊκής βοήθειας από 15 ως 17 χρόνια και τη ρύθμιση των τόκων του δανείου του δεύτερου Μνημονίου. Επίσης όλοι έχουν συμφωνήσει ότι δεν πρόκειται να υπάρξει ονομαστικό «κούρεμα» του χρέους.
Νέα μέτρα ελάφρυνσης
Ομως είναι αξιοσημείωτο ότι παρ’ ότι ο «πόλεμος» στο παρασκήνιο μαίνεται, από την ευρωπαϊκή πλευρά και συγκεκριμένα από τον ESM συνεχίζεται η προσπάθεια σταθεροποίησης του κόστους δανεισμού της Ελλάδας, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στο πακέτο των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
Την περασμένη εβδομάδα αυξήθηκε κατά εννέα δισ. ευρώ (από τα 40 στα 49 δισ. ευρώ) το όριο ανταλλαγής ομολόγων από το δάνειο που πήρε η Ελλάδα από το EFSF, δηλαδή το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, στα πλαίσια του δεύτερου Μνημονίου.
Οπως ανακοινώθηκε από το Λουξεμβούργο, στην επίσημη ιστοσελίδα του ESM, η αύξηση αυτή έγινε προκειμένου να εκδοθούν στο δεύτερο εξάμηνο του έτους ομόλογα ύψους περίπου 9 δισ. ευρώ με διάρκεια 10 ετών ή και μεγαλύτερη, στο πλαίσιο της πολιτικής ανταλλαγής ομολόγων που αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του έτους.
Στα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, που εφαρμόζονται από την αρχή του έτους, περιλαμβάνονται ανταλλαγές ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που κατέχουν ελληνικές τράπεζες, με νέα ομόλογα σταθερού επιτοκίου και μεγαλύτερης διάρκειας.
Η απαίτηση του Σόιμπλε
Απ΄όλα αυτά μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι και ο Σόιμπλε έχει το δίκιο του.
Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους υλοποιούνται, τα μεσοπρόθεσμα έχουν μπει ήδη στο χαρτί και όπως λένε οι πληροφορίες το σημείο που παραμένει άκαμπτος και ήταν αυτό που υποστήριξε στο Eurogroup είναι ότι η Ελλάδα πρέπει κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, να εξοφλήσει τα διακρατικά δάνεια ύψους 56 δισ. ευρώ, αυτά δηλαδή που πήρε από το πρώτο Μνημόνιο. Κι αυτά δεν επιδέχονται κούρεμα.
Αρα πρέπει να βρίσκει μόνη τα λεφτά -από τα πλεονάσματα, τις αποκρατικοποιήσεις και από τις αγορές- για να εξοφλήσει τους εταίρους.
Στο τελευταίο Eurogroup υπήρξε συμφωνία επ’ αυτού του ζητήματος. Ευρωζώνη και ΔΝΤ συμφώνησαν ότι η Ελλάδα θα πρέπει να εμφανίσει πρωτογενή πλεονάσματα, ύψους 3,5% του ΑΕΠ για τα επόμενα πέντε χρόνια, μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος (2018). Για τη συνέχεια και τα επόμενη δεκαετία ως το 2032 ο στόχος μειώνεται στο 2-2,2% του ΑΕΠ.
Το δεύτερο ανοιχτό ζήτημα είναι πώς θα πληρώσει τους τόκους του δανείου των 130 δισ. ευρώ από τον ESM το οποίο έλαβε μετά το PSI το 2012, καθώς τότε μας δόθηκε δεκαετής περίοδος χάριτος. Οι τόκοι ύψους 15 δισ. ευρώ σωρεύονται το 2022 και όπως αντιλαμβάνονται όλοι είναι αδύνατον να εξυπηρετηθούν.
Εδώ οι Γερμανοί μπορεί να κάνουν πίσω και να αποδεχθούν τη λύση της κεφαλαιοποίησης των τόκων για την κατανομή του βάρους τους σε βάθος 10-20 ετών (από το 2022 έως το 2042) ίσως και μακρύτερα.
Πόσα χρωστάμε, πότε πληρώνουμε
Με την εργασία που έχει γίνει από την πλευρά του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) και του ESM, το ελληνικό χρέος έχει έρθει κατά κάποιο τρόπο σε λογαριασμό. Αυτό δείχνει τουλάχιστον η «χρονοκατανομή» των λήξεων των ομολόγων και δανείων της Ελλάδας όπως αποτυπώθηκε στο δελτίο δημοσίου χρέους της 31ης Μαρτίου 2017.
Μετά την εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων, καμιά χρονιά την επόμενη τριακονταετία (2018 ως και το 2047) τα χρεολύσια δεν υπερβαίνουν το ποσό των εννέα δισ. ευρώ.
Προ της παρέμβασης, υπήρχαν υψηλές υποχρεώσεις πληρωμής χρεολυσίων στα έτη 2032, 2034, 2035 και 2036 με 10 δισ. ευρώ ετησίως και στα έτη 2037, 2038, 2039 και 2043 με τις λήξεις να κυμαίνονται από 11 έως 14 δισ. ευρώ.
Η ελάφρυνση των χρεολυσίων των ετών έως και το έτος 2045 μεταφέρθηκαν και επιβαρύνουν πλέον τα έτη από το 2047 και μετά.
Το 2018 τα χρεολύσια είναι σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, σε 4,5 δισ. ευρώ.
Το 2019 υπάρχει έξαρση χρεολυσίων, καθώς ανέρχονται σε 13 δισ. ευρώ και κατόπιν εξομαλύνονται σχετικώς, υποχωρώντας στα επίπεδα των 9 δισ. ευρώ στα έτη 2023 και 2024.
Το επείγον πρόβλημα που θα πρέπει να ξεπεραστεί, είναι το γεγονός ότι από το 2021 και μέχρι το 2027 υπάρχει έξαρση πληρωμών τόκων. Ενώ έως και το 2020 οι τόκοι ετησίως κινούνται στα 6,5 δισ. ευρώ, το 2021 αυξάνονται σε 11 δισ. ευρώ και το 2022 εκτινάσσονται σε 24,5 δισ. ευρώ.
Το 2023 ανέρχονται σε 17, 6 δισ. ευρώ, το 2024 σε 13,6 δισ. ευρώ, ενώ έως και το 2027 διατηρούνται πάνω από τα 8 δισ. ευρώ.
Τα ποσά των τοκοχρεολυσίων θα αυξηθούν στην πορεία, εφόσον η χώρα επιστρέψει στις αγορές και εκδώσει νέα ομόλογα. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούνται αναγκαία και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, τα οποία θα απαιτηθεί να εφαρμοστούν από το 2019 και μετά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News