Το νομοσχέδιο που συζητιέται και ψηφίζεται κατεπειγόντως αλλάζει τη βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών -νέες επιβαρύνσεις για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Η αλλαγή είναι σωστή, παραδόξως όμως παραβιάζει την ουσία του ασφαλιστικού νόμου. Διότι, αντί οι εισφορές ελεύθερων επαγγελματιών και μισθωτών να εξισώνονται, οι μεν υποχρεούνται να καταβάλλουν 25% περισσότερες εισφορές από τους δε! Αυτό δεν συνιστά βέβαια εξίσωση κι ας δούμε πώς τα κατάφερε η κυβέρνηση.
Η ενοποίηση των Ταμείων -πολύ σημαντική μεταρρύθμιση- επεφύλαξε ελαφρύνσεις για ένα πολυπληθές τμήμα των ελεύθερων επαγγελματιών. Επέφερε όμως και μεγάλες επιβαρύνσεις σε πολλούς κι ένα γενικευμένο μπάχαλο κατά τη μετάβαση…
Ανεξαρτήτως όμως των επιβαρύνσεων-ελαφρύνσεων σε προσωπική βάση, ανεξαρτήτως των επιπτώσεων στα δημόσια έσοδα, η ουσία της μεταρρύθμισης ήταν αναγκαία και δημοκρατική: κανόνες ισοτιμίας, ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις για όλους. Ακόμη και αν η ισοτιμία αναφέρεται σε υπερβολικά υψηλές ασφαλιστικές εισφορές για όλους, μισθωτούς και επαγγελματίες. Οποιος γνώριζε το μέγεθος της αδικίας και των στρεβλώσεων που γέννησε ο κατακερματισμός των ασφαλιστικών Ταμείων αναγνωρίζει πόσο σημαντικό βήμα ήταν η ενοποίηση.
Η μετάβαση στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης γίνεται με νομικά κενά και αβλεψίες, μηχανογραφικά λάθη, καθυστερήσεις στην έκδοση των υπουργικών αποφάσεων, στην ανάρτηση των ειδοποιητηρίων και τόσα άλλα. Αλλά στη χώρα μας, αν περιμένουμε τον άρτιο σχεδιασμό μιας μεταρρύθμισης πριν την ξεκινήσουμε, θα περιμένουμε για πάντα.
Για το μπάχαλο, λοιπόν, της μετάβασης τρέφουμε ελπίδες ομαλοποίησης.
Τα λάθη όμως, στον κανόνα υπολογισμού των εισφορών, στον τρόπο με τον οποίο εξισώνονται οι εισφορές επαγγελματιών-μισθωτών δεν είναι ούτε εύλογα ούτε ανεκτά. Δεν είναι εύλογα, επειδή πρόκειται για πολύ απλό κανόνα, που απαιτεί ελάχιστο χρόνο και επεξεργασία για να καταρτισθεί και να διατυπωθεί. Και δεν είναι ανεκτά, επειδή καταλήγει να παραβιάζει τον ίδιο τον πυρήνα του νόμου και, τελικά, δεν υπάρχει εξίσωση, εφόσον οι ελεύθεροι επαγγελματίες επιβαρύνονται περισσότερο από τους μισθωτούς!
Δύο τέτοια λάθη περιείχε ο νόμος Κατρούγκαλου, αλλά από ευτυχή συγκυρία το ένα λάθος διόρθωνε τη ζημιά που προκαλούσε το άλλο. Σήμερα, με το συζητούμενο νομοσχέδιο το ένα λάθος διορθώνεται, παραμένει όμως το δεύτερο. Κι έτσι, οι εισφορές που θα καταβάλλουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες από το 2019 και μετά θα είναι κατά 25% υψηλότερες του αναγκαίου, προκειμένου να επιτευχθεί η εξίσωση με τις εισφορές των μισθωτών.
Υπενθυμίζω πως ο διακηρυγμένος στόχος του ν. 4387/2016 είναι η εξομοίωση του τρόπου καταβολής των εισφορών ελεύθερων επαγγελματιών και μισθωτών. Να καταβάλλουν όλοι εισφορές ως % του εισοδήματός τους, δηλαδή του μεικτού μισθού τους.
Για να γίνει η μετάβαση από το παλαιό στο νέο σύστημα, έπρεπε να καθοριστούν: α) ποιo εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών θα αποτελούσε τη βάση υπολογισμού των εισφορών και β) οι συντελεστές, δηλαδή τα ποσοστά επί του εισοδήματος, που αναλογούν στις εισφορές.
Δυστυχώς, ο ν.4387/2016 τα όρισε και τα δύο λάθος.
1ο λάθος: Βάση υπολογισμού εισφορών
Αν θέλουμε να εφαρμόσουμε τον ίδιο κανόνα για ΕΕ και μισθωτούς, η βάση υπολογισμού των εισφορών θα έπρεπε να είναι το εισόδημα προ φόρων και εισφορών, γιατί έτσι υπολογίζονται οι εισφορές των μισθωτών. Στον ν.4387/2016 οι εισφορές υπολογίστηκαν ως ποσοστό του εισοδήματος προ φόρων αλλά μετά την αφαίρεση των εισφορών. Eτσι, η βάση υπολογισμού ήταν χαμηλότερη και αντίστοιχα χαμηλότερες ήταν οι εισφορές που καλούνταν να καταβάλει ο ΕΕ. Αυτό το λάθος θα διορθωθεί από το 2019 καθ’ υπόδειξιν της τρόικας, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι εισφορές που καταβάλλουν οι ΕΕ.
2ο λάθος: Συντελεστές – Ποσοστά εισφορών
Εδώ το λάθος οφείλεται στο γεγονός ότι για την εξομοίωση χρησιμοποιούνται οι ονομαστικοί συντελεστές εισφορών των μισθωτών, που υπολογίζονται επί του μικτού ονομαστικού μισθού. Στη περίπτωση των μισθωτών όμως υπάρχει μια ιδιαιτερότητα: μέρος των εισφορών προς τα Ταμεία αποδίδεται από τον εργοδότη. Όταν λέμε για έναν μισθωτό «20% εισφορές για κύρια σύνταξη», εννοούμε πως ο μισθωτός καταβάλλει το 6.67% και ο εργοδότης το 13.33%. Αυτή η …λεπτομέρεια καθιστά την «αντιγραφή» των ποσοστών εντελώς λανθασμένη και οδηγεί σε υπέρμετρη επιβάρυνση των επαγγελματιών.
Για να το αντιληφθούμε ευκολότερα, ας δεχτούμε την ακραία υπόθεση ότι οι εισφορές των μισθωτών για κύρια σύνταξη είναι ίσες με το 100% των μεικτών αποδοχών τους και καταβάλλονται εξ ολοκλήρου από τον εργοδότη. Δηλαδή, για μεικτές αποδοχές 1.000 €, ο μισθωτός εισπράττει 1.000€, ο εργοδότης καταβάλλει στα ταμεία 1.000€ (συνολική δαπάνη εργοδότη 2.000€). Τυπικά, με τον τρόπο που συμφωνήσαμε να το περιγράφουμε, οι εισφορές του μισθωτού για κύρια σύνταξη είναι ίσες με το 100% των εσόδων του (μεικτού μισθού). Αν όμως μεταφέρουμε το ποσοστό 100% στην περίπτωση των ελεύθερων επαγγελματιών, αυτοί θα πρέπει να αποδίδουν ως εισφορές το σύνολο των εισοδημάτων τους! Κι αυτό είναι τουλάχιστον παράδοξο!
Υπάρχει λογιστικά σωστός τρόπος να επιτευχθεί εξομοίωση μισθωτών και επαγγελματιών; Ναι, με δεδομένο πως οι εργοδοτικές εισφορές αντιστοιχούν στο 25% του μικτού μισθού, να οριστεί ως βάση υπολογισμού των εισφορών (και των συντάξιμων αποδοχών) το 80% των καθαρών κερδών (έσοδα-έξοδα προ φόρων και εισφορών) του ελεύθερου επαγγελματία, διατηρώντας τους ίδιους ονομαστικούς συντελεστές. Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιείται ως βάση το 100% των καθαρών κερδών αλλά με μειωμένους ονομαστικούς συντελεστές (περισσότερα εδώ).
Με δυο λόγια, το 1ο λάθος του νόμου Κατρούγκαλου μείωνε λανθασμένα τις εισφορές, ενώ το 2ο , λανθασμένα επίσης, τις αύξανε. Διορθώθηκε το 1ο λάθος και τώρα έχουμε έναν νόμο που υποχρεώνει τους ΕΕ σε περισσότερες εισφορές από τους μισθωτούς. Γιατί;
Γιατί;
Μένουν περίπου δύο χρόνια μέχρι την πλήρη εφαρμογή του νόμου για τις εισφορές. Ελπίζω μέχρι τότε να διορθωθεί το λάθος. Όμως είναι εύλογη η απορία αν τα λάθη ήταν προϊόν άγνοιας ή έγιναν σκόπιμα, το ένα για να μειωθούν οι εισφορές των ΕΕ (1ο λάθος) το άλλο για να αυξηθούν τα έσοδα των Ταμείων (2ο λάθος).
Οπωσδήποτε πάντως, δεν ήταν συνειδητά και τα δύο λάθη, μιας και το ένα εξουδετέρωνε το άλλο. Για ποιο λόγο ένα νομοθετικό σώμα να ψηφίζει νόμο με 2 λάθη, που το ένα ακυρώνει τις συνέπειες του άλλου; Άρα, μερικώς τουλάχιστον, η άγνοια και η αβλεψία δεν πρέπει να αποκλειστεί.
Από τη στιγμή όμως που το 1ο λάθος εντοπίστηκε και διορθώθηκε, έστω και καθ’ υπόδειξη της τρόικας, τι να υποθέσουμε για το 2ο λάθος;
Δεν πιστεύω πως η κυβέρνηση σκοπίμως και παρατύπως φουσκώνει τις εισφορές των ΕΕ, για να αυξήσει τα έσοδα των Ταμείων. Το πρόσθετο έσοδο των Ταμείων δεν συνιστά επαρκές κίνητρο. Εξάλλου, θα εμφανιστεί στη χρήση του 2019 και μέχρι τότε…(βλ. σχετική δήλωση Κ. Ζουράρι)!
Aρα, ισχύει ένα από τα παρακάτω:
Α) Η κυβέρνηση εισάγει προς ψήφιση νομοθετήματα με στοιχειώδη αλλά τερατώδη λάθη. Και παρά τη διακηρυγμένη επιδίωξή της να ελαφρύνει τους πολίτες, με την προχειρότητα και την ανεπάρκειά της καταλήγει να τους επιβαρύνει περισσότερο. Όπως με την «περήφανη διαπραγμάτευση» και τις «αυταπάτες»: επιβάρυνε τη χώρα με υψηλότερο χρέος, capital controls και οικονομική στασιμότητα και τους πολίτες με περισσότερα μνημονιακά μέτρα ενώ επιθυμούσε και επεδίωκε το ακριβώς αντίθετο.
Β) Οι Θεσμοί επέβαλλαν αυτήν τη φόρμουλα υπολογισμού των εισφορών, παρά την επιπρόσθετη επιβάρυνση που προκαλεί στους ελεύθερους επαγγελματίες. Στην περίπτωση αυτή, απορεί κανείς τι ακριβώς διαπραγματεύτηκε τόσους μήνες η κυβέρνηση, αν δεν μπορεί να πείσει τους θεσμούς για το αυτονόητο. Ότι, δηλαδή, η μεταρρύθμιση που αποβλέπει στην ενοποίηση των Ταμείων και την εξομοίωση των ασφαλισμένων –οι Θεσμοί την επέβαλαν- θα πρέπει, όντως, να διασφαλίζει την εξομοίωση.
Ισως, βέβαια, κάποιος καχύποπτος θα σημειώσει ότι δεν ήταν τόσο κακοί διαπραγματευτές. Αυτό που πέτυχαν είναι πολύ βολικό για τον Σύριζα: οι υψηλότερες εισφορές θα ενεργοποιηθούν το 2019 και, πιθανότατα, άλλα κόμματα θα εισπράξουν το σχετικό πολιτικό κόστος.
Τελικά πάντως, είτε από ανεπάρκεια/ασχετοσύνη είτε επειδή φροντίζουν μόνο τους εαυτούς τους (μικροκομματικό συμφέρον), με το νόμο που συζητιέται δεν επιτυγχάνεται εξίσωση αλλά αδικία εις βάρος των ελεύθερων επαγγελματιών.
Οσο για το υπολογιστικό λάθος του νόμου, αυτό προσφέρεται ως δείκτης αξιολόγησης ποιότητας του κοινοβουλευτικού ελέγχου, της νομοθετικής λειτουργίας και των συνδικαλιστικών οργάνων. Η κυβέρνηση θα κερδίσει πόντους αν τροποποιήσει το νομοσχέδιο, η αξιωματική αντιπολίτευση έχει κίνητρο να αλλάξει, γιατί πιθανότατα εκείνη θα χρεωθεί τις αυξήσεις το 2019 και τα συνδικαλιστικά όργανα έχουν το προφανές κίνητρο της εκπροσώπησης των συμφερόντων των μελών τους. Μένει να δούμε πόσο αντέχει το παράλογο…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News