Πρώτη η Πορτογαλία. Στην απογοητευτική 19η θέση, η δική μας συμμετοχή! Θα μπορούσε να έχει πάει καλύτερα η Ελλάδα στον Διαγωνισμό Τραγουδιού Γιουροβίζιον 2017; Θα μπορούσε και να είχε πάει πολύ χειρότερα, αν δεν απολάμβανε την παραδοσιακή στήριξη της Κύπρου και δεν λάμβανε το άριστα (!) του Μαυροβουνίου!
Εξάλλου το τραγούδι μας, το «This is love» του Δημήτρη Κοντόπουλου, ήταν μάλλον αδιάφορο. Από εκείνα που τα ακούς και σε δύο λεπτά είναι σαν να μην τα άκουσες ποτέ. Φρόντισε και ο Φωκάς Ευαγγελινός, με τη σκηνοθεσία – χορογραφία του, να εξαφανίσει το μεγαλύτερο ατού της ελληνικής αποστολής, τη Demy. Αντί να εκμεταλλευτεί την παρουσία μιας κοπέλας που και θελκτική είναι, και καλά τραγουδάει και με χάρη κινείται, την καθήλωσε πάνω σε μία πλατφόρμα – ασανσέρ, χαρίζοντας όλο το σόου στους δύο άρρενες χορευτές του.
Η σημασία της ερμηνεύτριας υποβαθμίστηκε, εκείνο που κυρίως έμεινε ήταν ένα παρωχημένο και όχι καλόγουστο χορευτικό ντουέτο, κάτι σαν τα αμήχανα χορευτικά ιντερλούδια που παρεμβάλλονται στα αισθητικής «Δελφιναρίου» επιθεωρησιακά νούμερα. Εμεινε, επίσης, ένα μασκαρεμένο, άτολμα σερβιρισμένο μήνυμα υπέρ της ελευθερίας στην ερωτική επιλογή, που θέλησε ως φαίνεται να στείλει ο χορογράφος. Μας το έχουν πει και άλλοι όμως, με πιο δυναμικό και ειλικρινή τρόπο, από τη Σέρβα Μαρίγια Σερίφοβιτς που κέρδισε το διαγωνισμό το 2007 ως τη μουσάτη περσόνα που άκουγε στο όνομα Κοντσίτα Βουρστ και κέρδισε εκπροσωπώντας την Αυστρία το 2014.
Εφέτος και ο Πορτογάλος Σαλβαδόρ Σομπράλ είχε κάτι να πει, να μιλήσει για την απόλυτη αγάπη, και το έκανε με πιο λιτό και ουσιαστικό τρόπο από τον δικό μας, καταφέρνοντας κάτι μοναδικό στην τετράωρης διάρκειας βραδιά: να συγκινήσει. Και (δικαίως κατά τη γνώμη μας) να κερδίσει! Επίσης ο Ιταλός Φραντσέσκο Γκαμπάνι (φαβορί που όμως δεν τα κατάφερε) ήθελε κάτι να πει με το τραγούδι του και το έκανε με πιο έξυπνο τρόπο από τον δικό μας. Με την ελαφρά ειρωνεία του (μέσα από αναφορές στον «Άμλετ», στο «Singing in the rain», στο Βούδα, στο κάρμα, στη σάμπα, στη νιρβάνα, ακόμα και στον Ηράκλειτο) ήρθε να συζητήσει την πολιτισμική σύγχυση, προϊόν της παγκοσμιοποίησης, που παρατηρείται και στη σύγχρονη Ευρώπη. Μια πολιτισμική σύγχυση που βλέπουμε, τα τελευταία χρόνια πιο έντονα, και στο Διαγωνισμό της Γιουροβίζιον με τις όλο και περισσότερες συμμετοχές.
Με όλα αυτά τα κράτη που όσο και αν υποκρίνονται πως επικοινωνούν με τη διεθνή γλώσσα της μουσικής, ενίοτε χρησιμοποιούν τη συμμετοχή τους για να περάσουν πολιτικά μηνύματα και να επιβεβαιώσουν τις συμμαχίες τους. Ποια μουσική λοιπόν; Ολοι γνωρίζουμε πως τα συμφέροντα και οι εθνικές φιλίες και συμπάθειες (βλέπε τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, το Σκανδιναβικό μπλοκ αλλά και το δικό μας «ντουέτο» Ελλάδα – Κύπρος) έρχονται την ώρα της ψηφοφορίας να λειτουργήσουν αποφασιστικά και να επαναφέρουν τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση. H πολιτική παραμένει über alles, ακόμα και στο gay (χαρούμενο) «μουσικό πανηγύρι» της Ευρώπης.
Οπως και αν έχει, ο φετινός διαγωνισμός (ο οποίος περιλάμβανε και το απροσδόκητο στριπτίζ ενός Αυστραλού που έδειξε στην κάμερα τα οπίσθιά του) ήταν ένας από τους πιο αδιάφορους των τελευταίων χρόνων. Μια διοργάνωση χωρίς εντάσεις, τουλάχιστον μετά την αποχώρηση της Ρωσίας (η εκπρόσωπός της δεν έγινε δεκτή στην Ουκρανία για λόγους που αφορούσαν τις πολιτικές διαφορές των δύο χωρών) αλλά και χωρίς ενδιαφέροντα τραγούδια, με πολύ λίγες εξαιρέσεις. Ακόμα και τα κοινωνικά μηνύματα που κάποιες φορές εκφράζονταν ως δηλώσεις προοδευτισμού, απουσίαζαν.
Η Γιουροβίζιον 2017, ήταν την ίδια στιγμή, η επιβεβαίωση μίας νέας τάσης στον χώρο της ψυχαγωγίας και της τέχνης: Η παντοδυναμία της εικόνας επιβάλεται. Το θέαμα γίνεται πανάκριβο υπερθέαμα που καταπίνει τον ήχο και υποβαθμίζει τη σημασία της μουσικής. Αυτό είδαμε και στην τεράστια (σαν γιγαντιαίο διαστημόπλοιο) σκηνή που στήθηκε στο Κίεβο. Μια φαντασμαγορική υπερπαραγωγή με εκτυφλωτικά φώτα και άπειρα ειδικά εφέ μέσα στην οποία ο τραγουδιστής και η μελωδία που ερμήνευε, όχι μόνο έρχονταν σε δεύτερη μοίρα, αλλά και εξαφανίζονταν.
Ο Διαγωνισμός Τραγουδιού έμοιαζε με τεράστιο video game που ακόμα και αν εντυπωσίαζε με την πολυχρωμία του και με τις εναλλαγές των εικόνων, δεν είχε κάτι περισσότερο να μας πει από ό,τι μας λέει ένα παιχνίδι που διαρκεί μερικά λεπτά, έστω δύο – τρεις ώρες. Ψυχαγωγία χωρίς συγκίνηση. Ευτυχώς υπήρχε και η Πορτογαλία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News