Το κατσίκι το σουβλίζαμε στο εξοχικό. Παίρναμε πάντα κατσίκι επειδή δεν είχε πολλά λίπη. Αραγε το αρνί να βρωμάει λιγότερο; Οι γονείς κάθε χρόνο έτρωγαν την ταλαιπωρία με το κουτάλι για να περάσουν το σφαχτάρι στη σούβλα. Συνεργάζονταν χωρίς καβγάδες σ΄αυτό το πρότζεκτ. Η ιεροτελεστία της σούβλας έδινε (έξτρα) νόημα στον γάμο.
Εκείνα περίπου τα χρόνια, είχα αρχίσει να αποφασίζω ότι ήθελα για μένα μια ζωή χωρίς σούβλα. Μια ζωή «άπιστη». Χωρίς νηστεία, χωρίς θεία κοινωνία, χωρίς επιβεβλημένη κατάνυξη και αγάπη. Χωρίς όλη αυτή την υποχρεωτική κοινωνικοποίηση των πιστών, που μαζεύονται γύρω από ένα τραπέζι για να γιορτάσουν την Ανάσταση και ξεσκίζουν το αρνί με τα λίπη ή το κατσίκι χωρίς αυτά. Που μιλάνε δυνατά χωρίς να λένε τίποτα. Που γελάνε γάργαρα χωρίς να υπάρχει κανένα αστείο. Που ακούνε μουσικές άγριες, παράφωνες, αλλόκοσμες, από κασετόφωνο με μπαταρίες και κεφάρουν σαν υπνωτισμένοι. Ναι μιλάω για τα παιδικά Πάσχα των 80s.
Και πέρασαν τα χρόνια. Δεν θυμάμαι ποιο ήταν το τελευταίο Πάσχα (επί μνημονίου) που είχα λεφτά να ταξιδέψω. Δεν με νοιάζει κιόλας. Όμως εκείνο το Πάσχα είχα πάει στη Βαρκελώνη.
Εμεινα σ΄ένα ξενοδοχείο στην κορυφή της Passeig de Gràcia που ήταν φθηνό αλλά είχε ανακηρυχθεί μνημείο αρχιτεκτονικής από την UNESCO. Εκανα βόλτες όλη μέρα, ξέγνοιαστη, ως «άπιστη» ‒ χωρίς νηστεία, χωρίς λιτανεία.
Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής είχα ορμήσει πάνω σε ένα πλατό θαλασσινών με όλα τα φρούτα του βυθού, συνοδεία φθηνού και καλού κρασιού. Θυμάμαι πως καθώς ρουφούσα το τελευταίο κοχύλι αισθανόμουν την ένοχη πληρότητα που νιώθεις όταν είσαι έφηβος και κάνεις σεξ στα κρυφά από τους γονείς και τους συμμαθητές σου. Ένα Πάσχα χωρίς Πάσχα.
«Αντί για σούβλα, τσούρος» είπα κάποια στιγμή στον φίλο μου καθώς περιπλανιόμασταν ευτυχισμένοι στην άδεια πόλη. Και στρίβουμε σε μία στροφή. Και βλέπουμε μπροστά μας μια εικόνα εξωπραγματική
Το Μεγάλο Σάββατο, μακριά από τη μαγειρίτσα, παράγγειλα αρνί. Για να δω πώς το κάνουν οι Ισπανοί… Μετά το δείπνο, επιδόθηκα σε λίγο κλάμπινγκ ‒ από περιέργεια για τη νυχτερινή ζωή αυτής της ενδιαφέρουσας πόλης.
Και την Κυριακή βόλτες, ατελείωτες. Οι χαλαρές βόλτες της ωριμότητας, όταν έχεις ζήσει μια ζωή μακριά από εκείνα που ήθελες να αφήσεις πίσω σου μικρός. Πάρα πολύ μακριά από τη σούβλα και τη βάναυση, μπανάλ αισθητική της.
«Αντί για σούβλα, τσούρος» είπα κάποια στιγμή στον φίλο μου καθώς περιπλανιόμασταν ευτυχισμένοι στην άδεια πόλη. Ηταν αργά το μεσημέρι και μπήκαμε σε ένα παλιό μικρό ζαχαροπλαστείο, σαν ελληνικό τυροπιτάδικο, με υπαλλήλους δύο εξηντάρες γυναίκες με άσπρες ποδιές. Το ζαχαροπλαστείο πουλούσε μόνο τσούρος, τα μικρά τυπικά ισπανικά γλυκά σε σχήμα λεπτής τουλούμπας που έχουν όμως γεύση που θυμίζει λουκουμά. Γεμίσαμε ένα μικρό σακουλάκι και συνεχίσαμε την ήρεμη βόλτα μας.
Οι δρόμοι άδειοι. Μόνο εμείς. Και στρίβουμε σε μία στροφή. Βλέπουμε, τότε, μπροστά μας μια εικόνα εξωπραγματική.
Η εικόνα περιελάμβανε λίγο κόσμο και πολλούς ρασοφόρους, με κουκούλες Κου Κλουξ Κλαν. Περπατούσαν στοιχισμένοι, με ρυθμό, σε λιτανεία. Εψαλλαν χαμηλόφωνα λατινικούς ύμνους. Κρατούσαν κάτι σαν επιτάφιο γεμάτο λουλούδια, ένα άγαλμα του Χριστού κι άλλο ένα της Παναγίας.
Ακόμα νομίζω ότι αυτή η εικόνα με τους Κου Κλουξ Κλαν και τα χρωματιστά αγάλματα ήταν όνειρο. Η λιτανεία περνούσε από μπροστά μου. Εγώ έτρωγα τσούρος με γουρλωμένα μάτια. Ο φίλος μου είπε «Φέτος συμπίπτουν το ορθόδοξο και το καθολικό Πάσχα». Εγώ σκεφτόμουν: «Το Πάσχα είναι θέμα αισθητικής;».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News