Δεν γνωρίζω για εσάς, αλλά εγώ το κάνω πολλές φορές: αναλογίζομαι πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή, στην περίπτωση που τα πράγματα δεν είχαν την εξέλιξη που γνωρίζουμε, αναφορικά με κάποιο πρόσωπο. Παράδειγμα, ο Ελτον Τζον.
Γεννήθηκε σε ένα χωριό του Μίντλσεξ της Βρετανίας στις 25 Μαρτίου 1947, ως Ρέτζιναλντ Κένεθ Ντουάιτ. Ξεκίνησε να παίζει πιάνο στα 3 του χρόνια και στα 11 του εισήχθη στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής. Την παιδική του ηλικία ο ίδιος την έχει περιγράψει ως «μελαγχολική». Ηταν υπέρβαρος, δεν ήταν καθόλου δημοφιλής, την ίδια στιγμή που ο πατέρας του, πιλότος της Βασιλικής Αεροπορίας, τον καταπίεζε. Ο Ελτον είχε μονάχα μία αγάπη: τη μουσική.
Σκεφτείτε, λοιπόν, πόσο διαφορετική θα ήταν η εξέλιξη της ιστορίας στην περίπτωση που δεν άλλαζε το όνομά του, δεν αποφάσιζε να εκδηλώσει την αγάπη του για τη μουσική και, βασικά, δεν αποφάσιζε να απογαλακτιστεί από ένα μέρος όπου έτσι κι αλλιώς ήταν γεμάτο με γάλατα και αγελάδες. Ο Ελτον ξεκίνησε να παίζει πιάνο και να τραγουδά σε μια παμπ όταν ήταν 16 ετών. Το 1969 απάντησε σε μια αγγελία που ζητούσε τραγουδοποιούς και, έτσι, έκανε το πρώτο του συμβόλαιο.
Τα υπόλοιπα αποτελούν μέρος μιας μεγάλης ιστορίας, προσωπικής και καλλιτεχνικής, όπου το ένα δεν αποκλείει το άλλο, ειδικά στην περίπτωση του συγκεκριμένου καλλιτέχνη. Ο οποίος δεν δίστασε το 1976 αναλογιστείτε το κοινωνικό υπόβαθρο της εποχής- να αποκαλύψει σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό «Rolling Stone» ότι ήταν αμφισεξουαλικός.
Μιλάμε για τον ίδιο άνθρωπο ο οποίος, αργότερα, παραδέχθηκε ότι η «αποκάλυψή» του αυτή ήταν ένας συμβιβασμός, καθώς δίσταζε να δηλώσει δημοσίως ότι ήταν ομοφυλόφιλος. «Στο σχολείο ερωτευόμουν διαφόρους, αλλά δεν ήταν σεξουαλικό. Ενώ όλοι υπερηφανεύονταν για τις σεξουαλικές τους επιδόσεις, εγώ ψόφαγα να με παρενοχλήσει κάποιος, απλώς για να μου μάθει τι είναι το σεξ. Ωσπου, στα 23 μου, η ομοφυλοφιλία μου εξερράγη σαν ηφαίστειο. Ηταν μεγάλη ανακούφιση», εκμυστηρεύεται τώρα πια.
Σήμερα, μια παρόμοια αποκάλυψη σεξουαλικών προτιμήσεων δεν θα έκανε σχεδόν σε κανέναν εντύπωση. Τότε, όμως, το μακρινό 1976, πολλοί θαυμαστές του είχαν αντιδράσει αρνητικά στο νέο της αμφισεξουαλικότητάς του. Αυτό είχε ως συνέπεια να συρρικνωθεί το κοινό του προς το τέλος εκείνης της δεκαετίας. Το 1978 ο Τζον ανακοίνωσε ότι αποσύρεται, επειδή είχε εξαντληθεί η φλόγα του. Ευτυχώς, η απόφασή του αυτή αναιρέθηκε τον αμέσως επόμενο χρόνο. Φανταστείτε, ξανά, πόσο διαφορετική θα ήταν αυτή η ιστορία σήμερα.
Ακολούθησε η δεκαετία της βάτας και του γκλίτερ, εκείνη του ’80, η μία επιτυχία ερχόταν πίσω από την άλλη, οι δίσκοι του γίνονταν -ανελλιπώς- χρυσοί. Ωστόσο, καθώς η καριέρα του συνεχιζόταν ακάθεκτα με επιτυχία, όπως και στα ‘90s, η προσωπική του ζωή γινόταν συχνά πρωτοσέλιδο, επειδή ήταν ο ορισμός τού χάους.
Ετσι κι αλλιώς, από τα μέσα του ’70 ήταν εθισμένος στην κοκαΐνη και στο αλκοόλ και η εξάρτησή του μεγάλωνε συνεχώς, όλοι πίστευαν ότι θα πεθάνει πολύ νωρίς. Οπου αν αυτό συνέβαινε, πάλι θα μιλούσαμε για μια άλλη ιστορία. Εκείνος, όμως, βάστηξε γερά και το 1984 άφησε άφωνους τους πάντες όταν παντρεύτηκε τη μηχανικό Ρενάτε Μπλάουελ, σε έναν γάμο που διήρκεσε τέσσερα χρόνια. Ποιος να ήξερε τότε, ότι θα ερχόταν ο Δεκέμβριος του 2014 και θα παντρευόταν, στο Λονδίνο, με τον -αυτή τη φορά- σύντροφό του -με τον οποίο ήδη είχαν σύμφωνο συμβίωσης- Ντέιβιντ Φέρνις.
Για αυτά και για άλλα τόσα, έχει επικριθεί πολλές φορές, αρκετά συχνά μπήκε στο στόχαστρο (ηθικολόγων) ανθρώπων που μπορεί και να τον ζήλευαν. Τις περισσότερες φορές οι κατηγορίες ήταν έωλες, ενώ άγγιζαν τα όρια της τρέλας. Για παράδειγμα, το «Candle in the Wind 1997», που ηχογράφησε στη μνήμη της Λαίδης Νταϊάνα, έσπασε κάθε ρεκόρ, πουλώντας 32 εκατομμύρια αντίτυπα. Ο συνθέτης-μουσικός-τραγουδιστής, κατηγορήθηκε για «εκμετάλλευση ενός θανάτου προς χάριν μιας καριέρας». Το γεγονός ότι δώρισε όλα τα έσοδα (περίπου 40 εκατομμύρια στερλίνες, μέχρι σήμερα σήμερα) στους φιλανθρωπικούς σκοπούς του ιδρύματος που υποστήριζε η Νταϊάνα, προφανώς και δεν έχουν καμία σημασία.
Για την ακρίβεια, όμως, ούτε ο σεξουαλικός του προσανατολισμός έχει σημασία ούτε ότι ήπιε τόνους αλκοόλ ούτε ότι πήρε κιλά ναρκωτικών ούτε ότι άλλαξε συντρόφους σαν τα λαχούρια πουκάμισα που φορούσε ή σαν τους απίστευτους σκελετούς γυαλιών που έβαλε στο πρόσωπό του ή σαν τα ιδιαίτερα καπέλα του. Με μια καριέρα που κράτησε πέντε γεμάτες δεκαετίες, σημασία έχει ότι ο Ελτον Τζον είναι από τους πιο πετυχημένους μουσικούς όλων των εποχών – δείτε τη δισκογραφία του εδώ.
Εχει πουλήσει περισσότερα από 250 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως -μόνο πίσω από τον Ελβις και τους Beatles- είναι ο καλλιτέχνης με τις περισσότερες ζωντανές εμφανίσεις στην ιστορία της μουσικής, έχοντας πραγματοποιήσει πάνω από 3.000 συναυλίες. Και αν θα έπρεπε να επιλέξω μόνο ένα τραγούδι του ως το απόλυτα αγαπημένο μου, θα ήταν αυτό…
Είναι ένας από τους λίγους τραγουδιστές της ποπ του οποίου η απήχηση «δεν γνωρίζει δημογραφικούς περιορισμούς», όπως έχει γράψει το περιοδικό «Time». Είναι το σύμβολο της νεανικής πίστης ότι κανείς δεν είναι υπερβολικά κοντός, υπερβολικά χοντρός, υπερβολικά αδέξιος ή υπερβολικά καταπιεσμένος από τους γονείς του για να γίνει όχι μόνο πλούσιος και διάσημος, αλλά αγαπητός στα πλήθη.
Σίγουρα όλη αυτή η στάση του απέναντι στη ζωή, το ίδιο το γεγονός ότι έζησε μια τρελή ζωή, θα μπορούσε να περιλαμβάνεται σε ένα ολόκληρο κεφάλαιο Κοινωνιολογίας. Η καριέρα του, χωρίς να είναι εσκεμμένο αυτό, βασίστηκε στο γεγονός ότι έκανε αυτά που έκανε, επειδή ήταν εκείνος με ό,τι κουβαλούσε στο μυαλό και στην καρδιά του, ως απόσταγμα της συγκεκριμένης κοσμοθεωρίας του. Είτε διαφωνείς με κάποια από αυτά που έκανε είτε συμφωνείς απόλυτα, πλέον δεν έχει σημασία, από τη στιγμή που ίδιος δεν μετανιώνει για τίποτα. Και αν υπάρχει Θεός, ίσως και να του συγχωρούσε όλες του τις αμαρτίες, μόνο και μόνο για τις μουσικές που έχει γράψει. Θεός δεν είμαι, αλλά πιστεύω ότι όλες οι νότες που βγήκαν από μέσα του ήταν απαύγασμα αυτής, της… αμαρτωλής ζωής του και του χαρακτήρα μικρού παιδιού που ακόμα έχει μέσα του.
Και όπως έλεγα και στην αρχή του κειμένου, ποτέ δεν θα μάθουμε τι θα συνέβαινε στην περίπτωση κατά την οποία έμενε για πάντα σε εκείνο το χωριό του Μίντλσεξ, βόσκοντας αγελάδες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News