Μεσημέρι, ο ήλιος έχει αρχίσει να καίει, μπαίνει η Ανοιξη, αλλά η ελπίδα της αναγέννησης και της άνθισης φαίνεται να ξαποσταίνει αμήχανη μπροστά στη σκληρότητα που επιφυλάσσει η ίδια η ζωή. Τέσσερις φίλοι βρίσκονται σε ένα νεκροταφείο έτοιμοι να συνοδέψουν τον πέμπτο της παρέας στην τελευταία του στράτα στην οδό Αναπαύσεως. Λόγω του νεαρού της ηλικίας τού φίλου που έφυγε για άλλους κόσμους, οι καρδιές ραγίζουν. Αλλά δεν είναι ώρα ούτε για τσιτάτα ούτε για εύκολα δημοσιογραφικά κλισέ…
Την ίδια στιγμή, η ευφράδεια και κάποιος λόγος δεν βγαίνουν από τα χείλη, οι φίλοι δεν μιλάνε μεταξύ τους, κοιτάζονται μόνο και βουβοί πνίγουν το κλάμα τους που ταΐζεται από το άδικο αυτής της ζήσης. Η μάνα τού φίλου που ταξίδεψε σε παίρνει αγκαλιά και μέσα στο παραλήρημά της σε ρωτά «γιατί τον αφήσατε να φύγει;». Και εσύ, όσο κι αν έχεις πάντα την ατάκα στο στόμα, σιωπάς και μένεις ακίνητος, σε στάση στρατιωτικής προσοχής μπροστά στο δράμα της: υπάρχει τίποτε πιο σκληρό και πιο αφύσικο σε αυτόν τον κόσμο από μια μάνα κι έναν πατέρα που θάβουν το παιδί τους;
Την ίδια στιγμή που οι φίλοι βρίσκονται στο νεκροταφείο για το τελευταίο «αντίο», στα μυαλά τους στροβιλίζονται στιγμές ευτυχίας, γέλια, στιγμές που δεν θα έρθουν ποτέ ξανά με εκείνον, που με γαλήνια μορφή βρίσκεται ανάμεσα σε λουλούδια και σε ανθρώπους που ήρθαν να τον δουν για τελευταία φορά. Αυτό, αντίστοιχα, είναι το πιο σκληρό για τους φίλους: αυτή η «τελευταία φορά», αυτή η φιλία που έριξε αυλαία και είχε ημερομηνία λήξης όχι λόγω ενός τσακωμού, αλλά επειδή ο Θάνατος ήθελε να σπάσει τη δική του πλάκα.
Αυτό που μπορείς, είναι να σκεφτείς ότι όλα στέκονται μάταια απέναντι στην ίδια την ύπαρξή μας…
Τα λόγια συνεχίζουν να μη βγαίνουν από τα σφαλιστά στόματα των φίλων, ενώ στο μυαλό οι σκέψεις συνεχίζουν τα δικά τους σουλάτσα, ως επιστέγασμα, ως επίλογο και αυλαία σε έναν αποχαιρετισμό. Την ίδια στιγμή που θάβεις έναν φίλο σου, βάζεις στο χώμα ένα δικό σου κομμάτι ζωής που δεν θα έρθει ποτέ ξανά, που δεν μπορεί να επαναληφθεί με τον ίδιο τρόπο και αν -κάποια στιγμή- έρθει με άλλες συνθήκες, θα τονίζει πάντα την απουσία. Θα θυμίσει ότι «τώρα που κλαίμε από τα γέλια, πόσο υπέροχα θα ήταν να βρισκόταν και ο φίλος μας εδώ».
Ο φίλος, όμως, δεν θα μπορεί να είναι εκεί κι εσύ δεν μπορείς ήδη να το πάρεις απόφαση. Αυτό που μπορείς, είναι να σκεφτείς ότι όλα στέκονται μάταια απέναντι στην ίδια την ύπαρξή μας. Αν δεν υπάρχει ζωή δεν έχουν σημασία ούτε οι καλές δουλειές με τα πολλά λεφτά ούτε τα αυτοκίνητα ούτε οτιδήποτε υλικό. Ολα είναι φθαρτά – όπως, άλλωστε, και ο ίδιος ο άνθρωπος. Δεν κηδεύεις, λοιπόν, έναν φίλο παρά ένα σώμα, έναν σπόρο που θα κουβαλά αιώνια μια αλήθεια και θα ανθεί μέσα σε ένα παντοτινά αγέραστο μήνυμα, το οποίο θα συνοψίζει όλο το νόημα του βίου σου: μάθε να ζεις την κάθε στιγμή σαν να μην υπάρχει αύριο, όχι κυνικά και στέρφα, αλλά με ουσία.
Επειτα φεύγεις από το νεκροταφείο με αυτές τις βαριές σκέψεις της απώλειας, «καλό ταξίδι, ρε μαν» λες, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά πίσω σου. Εγραψα στην αρχή του κειμένου ότι δεν ώρα για τσιτάτα, όμως επειδή δεν υπάρχει γάμος δίχως κλάμα και κηδεία χωρίς γέλια, θυμάσαι αυτό που είχε πει ο Γούντι Αλεν: «Δεν είναι που με τρομάζει ο θάνατος. Απλώς, δεν θα ήθελα να είμαι παρών όταν θα συμβεί».
Μπαίνεις στο αυτοκίνητο και στα μάτια σου λιμνάζουν δάκρυα, αλλά δεν ξέρεις, πια, εάν είναι από τα γέλια ή από βαθιά λύπη. Για το μόνο που είσαι βέβαιος είναι ότι ο φίλος που αποχαιρέτισες, αν το άκουγε αυτό, θα γελούσε με την καρδιά του.
Εκείνη που τον πρόδωσε…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News