Η πρόσφατη ιστορία ανάμεσα στην εταιρεία Gucci και τα μνημεία της Ακρόπολης ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία να ξαναμπούμε στο παιχνίδι του παγκόσμιου πολιτισμού, από το οποίο πρακτικά απουσιάζουμε εδώ και μερικούς αιώνες. Αντίθετα, όμως, διαλέξαμε να ανταποκριθούμε με τη γνωστή φωνή της δημοσιοϋπαλληλικής διαχειριστικής φοβικότητας.
Οι απαντήσεις που δόθηκαν από τα εντεταλμένα πρόσωπα του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, του Υπουργείου Πολιτισμού κτλ. περιείχαν τα γνωστά στερεότυπα του τύπου «η Ακρόπολη είναι μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς» ή «σύμβολο για όλη την ανθρωπότητα», για τα οποία εύλογα διερωτάται κανείς αν οι κύριοι και οι κυρίες, που τα χρησιμοποίησαν, κατανοούσαν σε βάθος τι ακριβώς προσπαθούσαν να τεκμηριώσουν. Περιείχαν, επίσης, συμπληρωματικά, διάφορες απίθανες σοφιστείες, που είναι κρίμα που ακούστηκαν από επίσημα χείλη.
Η Ακρόπολη και τα μνημεία της δεν χτίστηκαν με σκοπό να αποτελέσουν «μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς». Αναδείχθηκαν ως τέτοια, πολύ αργότερα, όταν ο κόσμος τίμησε την αθηναϊκή προσφορά στον πολιτισμό και τα υιοθέτησε ως σύμβολά του, κάτι που εμείς, οι σύγχρονοι Έλληνες δηλαδή, με χαρά και τιμή αποδεχθήκαμε. Επομένως, το γεγονός ότι σήμερα αποτελούν «σύμβολα για όλη την ανθρωπότητα» σημαίνει ότι οφείλουμε να είμαστε συνεπείς στην αμφιμονοσήμαντη αξιακή αντιστοιχία που αυτόματα εγκαθίσταται ανάμεσα σε κάθε τιμώντα και κάθε τιμώμενο. Σημαίνει, επομένως, ότι τα μνημεία αυτά όσο ανήκουν σε μας, ανήκουν και σε κάθε άλλον συνάνθρωπό μας σ’ αυτόν τον πλανήτη. Δεν έχουμε κανένα ιδιαίτερο δικαίωμα πάνω τους, αντίθετα έχουμε μόνο την υποχρέωση της συντήρησής τους.
Η εμπλοκή μας στην περιπέτεια αυτή σημαίνει, επίσης, ότι πρέπει να μάθουμε να αναγνωρίζουμε την αξία εκείνων που παράγουν πολιτισμό, όσο κι αν μας φαίνεται δύσκολο, αφού, όπως συμφωνήσαμε νωρίτερα, εμείς έχουμε πάψει εδώ και αιώνες να παράγουμε. Ο Gucci, η Chanel, ο Yves Saint Laurent δεν είναι τυχαία μοδιστράδικα, παράγουν τέχνη, είναι επομένως σύγχρονοι δημιουργοί πολιτισμού. Όπως, άλλωστε, και η MGM, η Lamborghini, η Boeing, η Apple και ασφαλώς πολλές άλλες εταιρείες σε όλον τον κόσμο, άλλοι ως παραγωγοί τεχνών, άλλοι ως επιστημών.
Με την ιστορία της Gucci μας δόθηκε η ευκαιρία να βγούμε μπροστά και να πρωτοτυπήσουμε. Να θυμηθούμε τις παλιές καλές εποχές του 5ου π.Χ. αιώνα. Όχι μόνο να δώσουμε την άδεια στον Gucci να πραγματοποιήσει την εκδήλωση, αλλά να μη δεχθούμε κανένα απολύτως αντάλλαγμα, σε αναγνώριση της δικής του προσφοράς στον πολιτισμό κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Να δείξουμε στον υπόλοιπο κόσμο ότι η Ελλάδα διαθέτει ακόμη πλούτο αξιών, που δεν τον συμψηφίζει με τα δημοσιονομικά της προβλήματα. Είναι απολύτως βέβαιο ότι μια τέτοια χειρονομία, σωστά διαχειριζόμενη, θα είχε τεράστιο διεθνή αντίκτυπο και θα προκαλούσε πραγματική αναβάθμιση της πολύπαθης χώρας μας.
*Ο Κώστας Χαζάπης είναι μηχανολόγος μηχανικός.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News