Δεν υπάρχει τίποτε το εκπληκτικό στον Ντόναλντ Τραμπ. Ευχαρίστησε τον Μπαράκ και τη Μισέλ Ομπάμα, σαν να ήταν οι επιστάτες που συντηρούσαν το σπίτι. Υποσχέθηκε μια Αμερική και έναν κόσμο που θα μπορούσε να είναι τηλεοπτική σειρά των 50s. Ενώ ολόκληρος ο πλανήτης τον άκουγε, εκείνος μιλούσε για τα εργοστάσια που έφυγαν από τις ΗΠΑ και άφησαν πίσω τους ανέργους και «ξεχασμένους». Σε αυτό που είχε προαναγγείλει ως «φιλοσοφική» ομιλία, είπε «αγοράζετε αμερικανικά, προσλάβετε Αμερικανούς» – όσα είπε ήταν ένα πατρίς, θρησκεία, οικογένεια με πιπίνι το κουμπί των πυρηνικών. Λες και όλο αυτό έγινε τελικά για το ποιος θα φτιάχνει ευτυχισμένος τσιμούχες και ζάντες.
Μετά τα σημερινά, δεν ξέρω τι είναι τελικά η Αμερική για τους Αμερικανούς. Που κι αυτό βέβαια χωράει πολλή κουβέντα αν αναλογιστεί κανείς ότι 2.865.000 πολίτες των ΗΠΑ περισσότεροι ψήφισαν το όραμα της Κλίντον σε σύγκριση με τους «ξεχασμένους» του Τραμπ (62.980.160, ποσοστό 45,94% ψήφισαν τον Τραμπ και 65.845.063, ποσοστό 48,03% τη Χίλαρι).
Αλλά για εμάς τους υπόλοιπους μέχρι σήμερα η Αμερική ήταν κάτι ανώτερο, πολιτισμικά, πολιτικά και αν θέλετε υπαρξιακά. Ηταν το όνειρο για κάτι καλύτερο και πιο όμορφο.
Για εμάς τους υπόλοιπους οι ΗΠΑ ασφαλώς δεν ήταν τα εργοστάσιά τους που μοιραία έφυγαν καθώς η παγκόσμια οικονομία εξελισσόταν και μετασχηματιζόταν. Την ίδια ώρα, άλλωστε, που τα αυτοκίνητα άρχισαν να κατασκευάζονται στην Κίνα, η Καλιφόρνια γινόταν μια περιοχή με ΑΕΠ μεγαλύτερο της Γαλλίας χάρη στην ψηφιακή τεχνολογία, αλλά για να παραφράσουμε ένα γνωστό ρητό, οι ψηφοφόροι μας δεν γουστάρουν το google και τους nerds, θέλουν αλυσιδωτή εργασία και μαυρίλα από τζιμινιέρες. Και βεβαίως δεν διαβάζουν εφημερίδες και έχουν την υγειά τους. Και τον Τραμπ.
Για εμάς τους υπόλοιπους, η Αμερική του Τραμπ σημαίνει ότι ήρθε η ώρα να ενηλικιωθούμε.
Από το 1945 και μετά, αφού οι Αμερικανοί καθάρισαν για όλον τον κόσμο στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ ήταν το πατρικό μας. Σε αυτό καταφεύγαμε όταν είχαμε ανάγκη (χρημάτων, εργασίας ή ονείρου), στον άρχοντα του πατρικού απευθυνόμασταν όταν υπήρχε ένα πρόβλημα -ακόμη και τα παιδιά του σοσιαλιστικού παραδείσου στον θείο από την Αμερική πήγαν και χτύπησαν το κουδούνι το 1990 και, σαν σχήμα πρωθύστερο, ο Αλέξης Τσίπρας στον Ομπάμα ζήτησε βοήθεια το καλοκαίρι του 2015.
Ο Τραμπ το ξεκαθάρισε. Δεν έχει όρεξη να ασχοληθεί μαζί μας. «America first» επανέλαβε, εγκαινιάζοντας μια εποχή απομονωτισμού. Που αν το έλεγε ο Ρούσβελτ το 1940 τώρα όλοι θα μιλούσαμε γερμανικά και όποιος αμφιβάλει ας διαβάσει τη «Συνωμοσία εναντίον της Αμερικής» του Φίλιπ Ροθ.
Ο Τραμπ θέλει να ασχοληθεί με τους «ξεχασμένους» της Βιρτζίνια, του Μίσιγκαν και του Ουισκόνσιν, αυτούς που του έδωσαν τη νίκη πιστεύοντας ότι είναι αντισυστημικός – για να χτίσει μετά μια κυβέρνηση πιο συστημική, συντηρητική και διαπλεκόμενη από ποτέ. Θέλει να κυνηγήσει τους Μεξικάνους, να ρίξει στη χωματερή της αχρείαστης μεσοαστικής πολυτέλειας τα δικαιώματα των γκέι, των μειονοτήτων και των γυναικών να ορίζουν το σώμα τους και να μην τον νοιάζει τι γίνεται στην Ευρώπη ή αλλού.
Ηρθε όντως η ώρα να ενηλικιωθούμε, να φύγουμε από το σπίτι. Τον κόσμο που ξέραμε πρέπει να τον ξεχάσουμε. Μάς τον έκλεψαν για μερικές δεκάδες χιλιάδες ψήφους στην Πενσιλβάνια, το Μίσιγκαν και τη Φλόριντα. Είναι ώρα να δούμε τον κόσμο με άλλη αυτοπεποίθηση, χωρίς να περιμένουμε την Ουάσιγκτον να παίζει πάντα τον ρόλο του διαιτητή, τον ρόλο του δίκαιου, λίγο ως πολύ, πατέρα που θα ορίσει τη λύση. Διότι αν συνεχίσουμε να πιστεύουμε ότι αυτή η Αμερική είναι ο πατέρας μας, θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι είναι ένας πατέρας με τη φάτσα, τη λίμπιντο και την πνευματική κατάσταση του Τραμπ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News