Υπάρχει λύση για την Ελλάδα; Αυτό το θεμελιώδες ερώτημα είναι το νήμα που συνδέει κάθε ένα από τα 13 κεφάλαια του βιβλίου του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, ένα συγγραφικό έργο το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα μια σπάνια ανάλυση της ελληνικής πραγματικότητας. Το βιβλίο «Υπάρχει λύση; Συζήτηση με τον Γιάννη Πρετεντέρη» (εκδ. Πόλις) παρέχει στον αναγνώστη αν όχι μια σαφή απάντηση στο ερώτημα, σίγουρα την άποψη και τη διεισδυτική ματιά του κ. Σημίτη, ο οποίος επί μακρόν είχε μια προνομιακή πρόσβαση σε γεγονότα που καθόρισαν τη δημόσια σφαίρα.
Δεν είναι πάντως αισιόδοξος ο κ. Σημίτης. «Σήμερα δεν είναι δυνατό να προσδιορίσουμε με βεβαιότητα πότε θα τελειώσει η κρίση. Το ΑΕΠ μειώθηκε, από το 2009 μέχρι και το 2015, κατά 25%. Οι δανειστές επιδιώκουν την αύξησή του κατά 2,7% το 2017, και κατά 3,1% το 2018. Για τα επόμενα χρόνια, αναφέρεται ανεπίσημα ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι 1,5% μέχρι το 2021 και περίπου 1,25% μέχρι το 2030. Σύμφωνα με αυτούς τους υπολογισμούς θα καλύψουμε τη μείωση που επήλθε, το 2030 περίπου. Προϋπόθεση, βέβαια, είναι να κυλήσουν όλα –από το 2017 και μετά– ομαλά. “Ομαλά”είναι όμως μια λέξη η οποία δεν αρμόζει στην ελληνική πραγματικότητα», σχολιάζει.
Στο βιβλίο-συζήτηση με τον δημοσιογράφο Γιάννη Πρετεντέρη, ο πρώην Πρωθυπουργός διερευνά μεταξύ άλλων ερωτήματα όπως: Πώς προέκυψε η κρίση; Είναι δυνατή μια πολιτική αυτονομίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης; Η υπέρβαση της κρίσης και η επάνοδος στην ανάπτυξη μπορούν να επιτευχθούν με τον τρόπο που χειριζόμαστε τα προβλήματα, ή πρέπει να ακολουθήσουμε και άλλες κατευθύνσεις; Η Ευρωζώνη, στην οποία ανήκουμε, έχει μέλλον ή θα αποτύχει, όπως δείχνει η μέχρι σήμερα απραξία της απέναντι σε καίρια προβλήματα; Ποιες πρωτοβουλίες μπορούν να εξασφαλίσουν μια ευρωπαϊκή συνεργασία, που δεν θα είναι σε βάρος των χωρών του Νότου; Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι μια αριστερή, ή μια εθνικολαϊκιστική κυβέρνηση; Η αναθεώρηση του Συντάγματος και ο νέος εκλογικός νόμος εξασφαλίζουν δημοκρατικότερες λύσεις; Τι, πράγματι είναι, η αναγκαία μεταρρύθμιση και τι είναι μια προοδευτική μεταρρύθμιση; Είναι σκόπιμο και δυνατό η Κεντροαριστερά να αποτελέσει μια εξισορροπητική πολιτική δύναμη ανάμεσα στα δύο άκρα;
Ο κ. Σημίτης δίνει απαντήσεις που αφορούν την απογραφή του 2004 και τα Greek Statistics, το «σκάνδαλο του χρηματιστηρίου», το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων, την υποχώρηση της κυβέρνησής του στο θέμα του ασφαλιστικού το 2001, τις σχέσεις κράτους και εκκλησίας.
Για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, για παράδειγμα, ο πρώην Πρωθυπουργός απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι το κόστος τους μια από τις αιτίες του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της χώρας. «Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν στηρίζονται σε έρευνα, είναι θεωρίες του καφενείου. Οταν αναφέρονται κάποιοι αριθμοί, σκόπιμα προστίθενται, ώστε να διογκωθεί το κόστος, έργα που συνέπεσαν χρονικά με τους Αγώνες και τους εξυπηρέτησαν, αλλά δεν έγιναν λόγω των Αγώνων». Ο ίδιος ωστόσο παραδέχεται: «Οταν, το 1997, ανατέθηκαν στην Ελλάδα οι Αγώνες, φοβήθηκα ότι η προετοιμασία τους θα καθυστερούσε το αναγκαίο για την υπέρβαση της υστέρησης της χώρας μεταρρυθμιστικό έργο. Αυτό και συνέβη ως ένα βαθμό , γιατί αναγκαίες παρεμβάσεις δεν προχώρησαν στο μέτρο που έπρεπε. Η αναστολή της δραστικής αναθεώρησης του ασφαλιστικού είναι ένα παράδειγμα».
Σε άλλο σημείο του βιβλίου, ο πρώην Πρωθυπουργός ερωτάται από τον κ. Πρετεντέρη για το «σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου». Ο κ. Σημίτης, αφού παραπέμπει σε παλαιότερη διεξοδική απάντησή του στο βιβλίο του «Πολιτική για μια Δημιουργική Ελλάδα», σημειώνει: «…Στις κρίσεις υπερτιμητικής κερδοσκοπίας, όπως αυτή που άρχισε στην Ελλάδα το 1997, η πολιτική που εφαρμόζεται διεθνώς είναι η ήπια παρέμβαση, με νουθεσίες και προτροπές για αυτοσυγκράτηση. Οι νουθεσίες αυτές έγιναν τόσο από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. παπαδήμο και τον Διοικητή της Εθνικής Τράπεζας κ. Καρατζά στα μέσα του 1999, όσο και από τον πρόεδρο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κ. Θωμαδάκη. Συνάντησαν την έντονη αντίδραση όχι μόνο εκείνων που επιδίωκαν, για κερδοσκοπικούς λόγους, τη διατήρηση των υψηλών τιμών, αλλά και της Δικαιοσύνης. Ο εισαγγελέας κάλεσε τους παραπάνω και τους επισήμανε ότι ίσως προχώρησαν σε αξιόποινες πράξεις υπονόμευσης του Χρηματιστηρίου και ότι θα επενέβαινε σε επόμενη παρέμβασή τους», υπενθυμίζει ο κ. Σημίτης για να συμπληρώσει λίγο παρακάτω: «Το 1999 η Νέα Δημοκρατία, και κύκλοι που την υποστήριζαν, έπλασαν τον μύθο για “το έγκλημα του Χρηματιστηρίου”. Σήμερα, παρόλο που ο δείκτης έπεσε, μετά το 2004, κατά 3.000 μονάδες, κανείς τους βεβαίως δεν μιλάει για “έγκλημα” ή για σκάνδαλο. Ούτε καν στην περίπτωση των τραπεζικών μετοχών που έχασαν την αξία τους στη διαδικασία των ανακεφαλαιοποιήσεων. Και σωστά. Το Χρηματιστήριο και οι κεφαλαιαγορές επηρεάζονται από την πορεία της οικονομίας και τις κρίσεις». Ο ίδιος επιμένει ότι ουδέποτε ενθάρρυνε το παιχνίδι στο Χρηματιστήριο. «Είχα δώσει αυστηρή οδηγία στο κόμμα να μη γίνεται καμία αναφορά στην κερδοσκοπία που επικρατούσε. Είναι βέβαια αυτονόητο ότι στα καφενεία, την εποχή εκείνη, επικρατούσε άλλο κλίμα και ότι κάποιοι υποψήφιοι βουλευτές θέλησαν να το εκμεταλλευτούν».
Σε γενικότερο πολιτικό πλαίσιο, κατά την άποψη του κ. Σημίτη ένας δρόμος διαφορετικός από τον εθνικολαϊκισμό, την εσωστρέφεια και την στασιμότητα είναι εφικτός. Δυνάμεις υπάρχουν για να επιδιώξει η χώρα τη μεταρρύθμιση για μια πιο δίκαιη κοινωνία. Οφείλουν να συνεργασθούν και να συγκεκριμενοποιήσουν τις επιδιώξεις τους.
Ο πρώην Πρωθυπουργός στο ζήτημα της ρύθμισης του ελληνικού χρέους σημειώνει, μεταξύ άλλων, πως οι εταίροι επιμένουν ότι συμφώνησαν με την Ελλάδα να ρυθμίσουν το χρέος το 2018, την ώρα που οι πολίτες ακούν για βραχυπρόσθεσμα, μεσοπρόσθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αλλά προς το παρόν είναι προς συζήτηση μόνο τα βραχυπρόθεσμα. Ποια είναι τα υπόλοιπα παραμένει άγνωστο, όπως επίσης άγνωστο παραμένει το πότε θα προσδιοριστούν και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις τους, προσθέτει.
Στο βιβλίο-συζήτηση με τον κ. Πρετεντέρη ο κ. Σημίτης υπογραμμίζει την αδυναμία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και αναφέρεται εκτενώς στις ευθύνες της Νέας Δημοκρατίας για την κρίση, ενώ διαπιστώνει -με φόντο την καθίζηση του ΠΑΣΟΚ- τις γενικότερες δυσκολίες που συναντά η σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη. Υπάρχει λοιπόν λύση;
«Στην ιστορία κάθε χώρας υπάρχουν περίοδοι που κυριαρχεί το αίσθημα ενός έντονου αδιεξόδου». αναφέρει στον επίλογό του ο κ. Σημίτης. «Το πιο πρόσφατο παράδειγμα στην Ελλάδα ήταν η εποχή της στρατιωτικής Δικτατορίας. Στις περιόδους αυτές επικρατεί το αίσθημα της αδυναμίας· η κοινωνία δέχεται παθητικά τις εξελίξεις και αμφιβάλλει ότι υπάρχουν δυνατότητες αλλαγής», προσθέτει για να συμπληρώσει λίγο παρακάτω: «Η αριστερό-δεξιά συμμαχία, που κυβερνά τη χώρα, εργάζεται συστηματικά για να εμπεδώσει στη χώρα ένα αυταρχικό καθεστώς. Δημιουργεί όμως ταυτόχρονα, με τη στάση της, αντίρροπες δυνάμεις σε όλο το πολιτικό φάσμα. Αυτές οι δυνάμεις αρνούνται την εθνικολαϊκιστική ιδεολογία, την πελατειακή συντεχνιακή πρακτική, την οικονομική πολιτική που παρεμβάλλει συνεχώς εμπόδια στην ανάπτυξη». Και καταλήγει πιο κάτω: «Οπως έδειξε η περίοδος μετά τη Δικτατορία, οι δυνάμεις αυτές είναι δυνατό να συνεργασθούν και, με συνειδητή και επίμονη δουλειά, να επιτύχουν την ανάπτυξη, να χαράξουν νέους δρόμους για τη χώρα».
* Το βιβλίο του Κώστα Σημίτη «Υπάρχει Λύση; Συζήτηση με τον Γιάννη Πρετεντέρη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News