Την ίδια ημέρα, Δευτέρα, που ο τούρκος πρόεδρος, Ταγίπ Ερντογάν απειλούσε ότι θα θέσει το ζήτημα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στον τουρκικό λαό με δημοψήφισμα, οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ συνεδρίαζαν για να αποφασίσουν αν πρέπει να συνεχιστούν οι συζητήσεις για την ένταξη της χώρας στην Ενωση.
Ο εκπρόσωπος της Αυστρίας στη συνεδρίαση, υπουργός Εξωτερικών Σεμπάστιαν Κουρτς, ζήτησε και επισήμως να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις. «Είμαι ενάντια στη συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και πιστεύω ότι η σημερινή Τουρκία δεν έχει θέση στην Ευρωπαϊκή Ενωση», δήλωσε.
Το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο τήρησαν επίσης επικριτική στάση έναντι της Τουρκίας, αλλά οι πλέον ισχυρές χώρες της ΕΕ, Γαλλία και Γερμανία, υποστήριξαν τη συνέχιση των συζητήσεων, σημειώνοντας ότι ο τερματισμός των διαπραγματεύσεων αυτή τη χρονική συγκυρία θα επιφέρει περισσότερη ζημιά παρά κάποιο όφελος. Ο βρετανός υπουργός, Μπόρις Τζόνσον –βρέθηκε εκεί καθώς δεν έχουν αρχίσει οι διαδικασίες εξόδου της χώρας από την Ενωση- δήλωσε ότι «δεν πρέπει να σπρώξουμε την Τουρκία στην γωνία, δεν θα πρέπει να αντιδράσουμε υπέρμετρα, με έναν τρόπο που θα είναι ενάντια στα συλλογικά μας συμφέροντα».
«Είναι σημαντικό να κρατήσουμε σε εξέλιξη τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, καθώς είναι ο μόνος τρόπος για να ασκήσουμε επιρροή στην Τουρκία», επεσήμανε αργότερα στους δημοσιογράφους ο υπουργός Εξωτερικών της Φινλανδίας, Τίμο Σόινι. Ωστόσο «οποιοσδήποτε κατανοεί ότι αν η κατάσταση συνεχίσει ως έχει σήμερα, η Τουρκία δεν πρόκειται να γίνει κράτος–μέλος της ΕΕ. Η θανατική ποινή αποτελεί την αδιαπραγμάτευτη κόκκινη γραμμή για την Ενωση», τόνισε αναφερόμενος στην πρόθεση της Αγκυρας να θέσει την επαναφορά της θανατικής ποινής προς ψήφιση στο κοινοβούλιο.
Τελικά επικράτησε η γνώμη υπέρ της συνέχισης των διαπραγματεύσεων καθώς το αίτημα της Αυστρίας δεν συγκέντρωσε την ευρύτερη στήριξη. Αλλά στο σύνολό τους, οι υπουργοί της ΕΕ επέκριναν τα μέτρα καταστολής που έχει λάβει η Αγκυρα εναντίον φερόμενων υποστηρικτών του αποτυχημένου πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου.
Εμπόδια στις διμερείς σχέσεις αποτελούν τόσο οι συνεχείς διώξεις του τουρκικού κράτους, η προσπάθεια επαναφοράς της θανατικής ποινής αλλά και η εφαρμογή της συμφωνίας για το Προσφυγικό.
Την Κυριακή, ο Ερντογάν δήλωσε πως η ΕΕ προσπαθεί να υποχρεώσει την Τουρκία να αποσυρθεί από τη διαδικασία ένταξης, τονίζοντας πως «αν μας θέλουν, ας το δηλώσουν ξεκάθαρα και ας πάρουν τη σχετική απόφαση».
Turkey could put EU talks to a referendum next year: Erdogan https://t.co/rb6jO9bUj1
— Reuters World (@ReutersWorld) November 14, 2016
Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, τάχθηκε εκ νέου υπέρ της επιστροφής της θανατικής ποινής, σχολιάζοντας πως μόλις το κοινοβούλιο λάβει τη σχετική απόφαση, εκείνος θα την εγκρίνει και εν συνεχεία ο τουρκικός λαός θα δώσει την τελική συγκατάθεση. «Η υπομονή μας δεν είναι απεριόριστη», έσπευσε να συμπληρώσει.
Τη Δευτέρα, στο πλαίσιο εκδήλωσης, στην οποία συμμετείχε ο πρωθυπουργός Μπιν Αλί Γιλντιρίμ και τα μέλη της τουρκικής κυβέρνησης, επανέφερε το ζήτημα και δήλωσε πως η μοίρα του τουρκικού έθνους βρίσκεται στα χέρια του ίδιου του έθνους, «όχι στα χέρια της Δύσης».
Συνέχισε τονίζοντας πως η ανακήρυξη του PKK ως τρομοκρατική οργάνωση δεν αρκεί, καθώς χρειάζεται να εντοπιστούν οι εκπρόσωποι της οργάνωσης, που τριγυρνούν παντού στην ΕΕ. «Ο κύριος Πρωθυπουργός είναι εδώ. Οι υπουργοί είναι εδώ. Με την ιδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας προτείνω να κάνουμε υπομονή μέχρι το τέλος του έτους. Στο τέλος του έτους να πάμε στον λαό. Η Αγγλία το έπραξε. Ζήτησε την γνώμη του λαού», σημείωσε.
Ο Ερντογάν επανέλαβε καταλήγοντας ότι η χώρα του δεν θα επιτρέψει στη Δύση να επιβάλλει τα σχέδιά της, καθώς, όπως ανέφερε, τη νύχτα της 15ης Ιουλίου ο ίδιος και οι συνοδοιπόροι του αντιλήφθηκαν ότι «δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο, εκτός από τις ζωές τους»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News