Η οικονομική κατάσταση της χώρας και, κατ’ επέκταση, των δημόσιων πανεπιστημίων, έχει τροφοδοτήσει σοβαρούς προβληματισμούς για τη σκοπιμότητα και τον τρόπο αναδιάρθρωσης του πανεπιστημιακού τοπίου. Βέβαια, αρκετοί τέτοιοι προβληματισμοί κυκλοφορούσαν και πολύ νωρίτερα με αιχμή θέματα όπως η ίδρυση μη δημόσιων πανεπιστημίων, η αδυναμία προάσπισης του πανεπιστημιακού ασύλου και η συμμετοχή φοιτητών στη διοίκηση των πανεπιστημίων.
Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης οδήγησε σε μία σημαντική επιτάχυνση εξελίξεων με συγχωνεύσεις και νομοθετικές παρεμβάσεις σε θέματα διοίκησης. Απ’ αυτές, άλλες τελεσφόρησαν και άλλες καταργήθηκαν (στην πράξη ή και δια νόμου). Όμως, η οικονομική κρίση απλά ανέδειξε αυτό που ο κοινός νους ήδη κατανοούσε: ότι η μαζική διασπορά τμημάτων και πανεπιστημίων στην ελληνική επικράτεια ουσιαστικά πρωτίστως απαντά στην ανάγκη τοπικών κοινωνιών για οικονομική ανάπτυξη μέσω στοιχειώδους παροχής υπηρεσιών και δευτερευόντως υλοποιεί κάποια αναπτυξιακή εκπαιδευτική πολιτική.
Το πλήθος πανεπιστημιακών τμημάτων ανά την επικράτεια κολακεύει τη ματαιοδοξία των φοιτητών και των οικογενειών τους και αναβάλει την είσοδο νέων ανθρώπων στον δύσκολο επαγγελματικό στίβο και την προσμέτρησή τους στους δείκτες ανεργίας
Αυτό το σύντομο άρθρο φιλοδοξεί να υποδείξει μία κατεύθυνση εξορθολογισμού που δεν απαιτεί νομοθετικές παρεμβάσεις.
Μία από τις βασικότερες συνέπειες της μαζικής εκπαίδευσης είναι η πίεση στις υποδομές και στο ανθρώπινο δυναμικό των πανεπιστημίων. Οι επί σειρά ετών εγγραφές φοιτητών σε αριθμούς σχεδόν διπλάσιους απ’ αυτούς που οι καθηγητές μιας σχολής θεωρούν ότι μπορούν να εκπαιδεύσουν αποτελεσματικά, έχει οδηγήσει σε μείωση του διαθέσιμου χρόνου που ένας καθηγητής μπορεί να συζητήσει με τους φοιτητές του και σε αύξηση στο κόστος λειτουργίας και συντήρησης των υποδομών (κυρίως σε τμήματα με ανάγκες εργαστηριακών υποδομών). Ταυτόχρονα, η οικονομική πίεση που νιώθει μία οικογένεια για να σπουδάσει ένα παιδί σε μία άλλη πόλη αναπόφευκτα επιβαρύνει συλλογικά την κοινωνία με άγχος και, πιθανότατα, με ένταση και με θυμό. Ωστόσο, οι φυσικοί περιορισμοί σε εκπαιδευτικούς πόρους, όπως αίθουσες και βιβλία, δεν είναι σήμερα απαγορευτικοί όπως στο παρελθόν, στην πραγματοποίηση πανεπιστημιακών σπουδών σε αρκετές γνωστικές περιοχές.
Το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, εδώ και μία 15-ετία τουλάχιστον, προσφέρει προπτυχιακές σπουδές σε περίπου 5.000 (πέντε χιλιάδες) νέους φοιτητές κάθε χρόνο. Οι φοιτητές αυτοί είναι διασπαρμένοι σε όλη τη χώρα και σπουδάζουν εξ απόστασης, υποστηριζόμενοι από τους καθηγητές-συμβούλους τους καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς, αλλά και δια ζώσης σε περιοδικά διαστήματα. Μία αναλογία 1:20 ή 1:30 (αριθμός φοιτητών ανά καθηγητή) δεν είναι ασυνήθιστη. Για τα περισσότερα προπτυχιακά προγράμματα υπάρχει πληθώρα καθηγητών στα ελληνικά πανεπιστήμια οι οποίοι, συνεπικουρούμενοι από επιστήμονες με διδακτορικές σπουδές, μπορούν να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση που θα γεννιόταν αν το ΕΑΠ, σε ορισμένα από τα προγράμματά του, υλοποιούσε «ανοικτή» πρόσβαση για όλους όσους ενδιαφέρονται, απορροφώντας το ίδιο τους φοιτητές που σήμερα μετακομίζουν για να φοιτήσουν σε κάποιο Πανεπιστήμιο μακριά από τον τόπο τους. Κάτι τέτοιο θα επέφερε σημαντική μείωση του κόστους σπουδών για πολλούς από τους φοιτητές που θα επέλεγαν να μη μετακινηθούν από τον τόπο τους, είτε για λόγους οικονομικούς είτε για λόγους επαγγελματικής δυσκινησίας (π.χ. γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες, εποχιακές δουλειές άλλου τύπου, πατρικές επιχειρήσεις, κλπ).
Το σημαντικότερο, όμως, είναι πως θα επέτρεπε στα συμβατικά πανεπιστήμια να μειώσουν σημαντικά τον αριθμό των εισακτέων, ώστε αυτός να πλησιάσει το πλήθος φοιτητών που πραγματικά πιστεύουν πως μπορούν να εκπαιδεύσουν αποτελεσματικά και, έτσι, να επιτύχουν, σταδιακά, την αναγκαία σημαντική βελτίωση του επιπέδου της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Ταυτόχρονα, θα επέτρεπε σε όσο το δυνατόν ευρύτερο μέρος του πληθυσμού να εκμεταλλευτεί τη δυνατότητα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αξιοποιώντας το γεγονός πως ήδη οι δεκάδες χιλιάδες απόφοιτοι του ΕΑΠ έχουν μπολιάσει την κοινωνία (αλλά και την αγορά) με το απαραίτητο κλίμα καταξίωσης των σπουδών αλλά και με το πνεύμα πειθαρχίας στη μελέτη που μπορεί να συνοψιστεί ως «η φοίτηση στο ΕΑΠ δεν οδηγεί αναγκαστικά σε αποφοίτηση».
H «ανοικτή» πρόσβαση στο ΕΑΠ θα επέτρεπε στα συμβατικά πανεπιστήμια να μειώσουν σημαντικά τον αριθμό των εισακτέων, ώστε αυτός να πλησιάσει το πλήθος φοιτητών που πραγματικά πιστεύουν πως μπορούν να εκπαιδεύσουν αποτελεσματικά και, έτσι, να επιτύχουν, σταδιακά, την αναγκαία σημαντική βελτίωση του επιπέδου της παρεχόμενης εκπαίδευσης
Βέβαια, υπάρχει και αντίλογος. Αν το ΕΑΠ βλέπει τον αριθμό των φοιτητών του ν’ αλλάζει ανάλογα με τη ζήτηση, μιας και θα μπορούσε ν’ απευθυνθεί σε όλους τους απόφοιτους λυκείου (πρόσφατους ή μη), οι αυξομειώσεις στον φοιτητικό πληθυσμό θα μπορούσαν να επιφέρουν δυσκολίες στον προγραμματισμό των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Θα επηρεάζονταν το εύρος των απαιτούμενων υποδομών και υπηρεσιών (συμβόλαια για αίθουσες ή για καθηγητές-συμβούλους) και, πιθανόν, θα ενέτειναν και την εργασιακή ανασφάλεια (τόσο στους καθηγητές-συμβούλους, όσο και σε μία αλυσίδα από σχετιζόμενες υπηρεσίες). Πιθανόν, επίσης, μια τέτοια τοποθέτηση του ΕΑΠ να αύξανε την πίεση σε μερικά λιγότερο ελκυστικά πανεπιστήμια και τμήματα, ώστε αυτά να προχωρήσουν σε βιαστικές αλλαγές, προκειμένου να μη μείνουν χωρίς φοιτητές. Από την άλλη, θα αφαιρούσε από αρκετούς φοιτητές τις ευθύνες και τη συνεπακόλουθη ωρίμανση που επιφέρει η διαβίωση σε μία ξένη πόλη.
Όμως, δεδομένου πως το ΕΑΠ μπορεί να απορροφήσει μία τέτοια ζήτηση και, με βάση το περιθώριο βελτίωσης που αυτή η προσέγγιση θα επέφερε σε όλα τα άλλα ΑΕΙ, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως μία σταδιακή υιοθέτηση αυτής της προσέγγισης θα επέτρεπε σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη (ΕΑΠ, συμβατικά ΑΕΙ και ΑΤΕΙ, τοπικές κοινωνίες) να αμβλύνουν τις όποιες τριβές των πρώτων ετών εφαρμογής.
Στο σημείο αυτό αξίζει να παρατηρήσουμε πως η συμμετοχή στα έξοδα της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο ΕΑΠ είναι σημαντικά μικρότερη από το τυχόν κόστος μετεγκατάστασης. Επίσης, η παραπάνω πρόταση δεν επηρεάζεται από τον τρόπο πρόσβασης στα συμβατικά πανεπιστήμια, αφού όποια και αν είναι η διαδικασία εισαγωγής, τελικά τα πανεπιστήμια έχουν ένα άνω όριο στον αριθμό των φοιτητών που μπορούν να εκπαιδεύσουν. Και, βέβαια, η πρόταση περιορίζεται στο μερικό άνοιγμα της προπτυχιακής εκπαίδευσης, καθώς το ΕΑΠ δεν καλύπτει όλα τα αντικείμενα των προπτυχιακών σπουδών στη χώρα, ενώ τα μεταπτυχιακά προγράμματα απαιτούν πιο εστιασμένες μελέτες σκοπιμότητας και οι πολυτεχνικές και ιατρικές σχολές απαιτούν και άλλου είδους επενδύσεις σε υποδομές.
Το αναμενόμενο κέρδος από το πλήρες άνοιγμα της πρόσβασης σπουδαστών στο ΕΑΠ είναι μεγάλο. Τα συμβατικά ΑΕΙ θα ορίζουν μόνα τους τον φοιτητικό πληθυσμό που μπορούν να δεχτούν και αυτός ο πληθυσμός θα συνεχίζει να μπολιάζει τις πόλεις στις οποίες μετακινείται, όμως θα είναι τέτοιος που θα επιτρέπει στα συμβατικά ΑΕΙ να λειτουργήσουν σωστά
Το ΕΑΠ θα συνεχίσει να δίνει τη δυνατότητα σπουδών σε φοιτητές που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να μετακινηθούν από τον τρόπο διαμονής τους και, έτσι, οι τοπικές κοινωνίες δε θα αποστερούνται άτομα που έχουν ήδη ενταχθεί ή είναι έτοιμα να ενταχθούν στον παραγωγικό ιστό. Και, επίσης σημαντικό, δεν χρειάζεται να νομοθετήσει η πολιτεία γι΄ αυτό, με το συνεπακόλουθο ρίσκο της πολιτικής πόλωσης.
Το μόνο που χρειάζεται είναι το Υπουργείο Παιδείας να ακούσει επιτέλους τα πανεπιστήμια (που θα συμπεριλαμβάνουν ένα αυτόνομο ΕΑΠ) σχετικά με το πόσο κόσμο μπορούν να εκπαιδεύσουν και να περιοριστεί στη δημοσίευση αξιόπιστων δεικτών φοίτησης και αποφοίτησης.
*Ο Δημήτρης Καλλές είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Θετικών Επιστημών και Τεχνολογίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News