Η τελευταία μανία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τουλάχιστον της φλύαρης δημοσιολογούσας πτυχής τους, είναι η νέα υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου. Μόλις 31 ετών και με ευχάριστη εμφάνιση, έγινε αμέσως στόχος σφοδρών επιθέσεων από αντιπολιτευόμενους ιντερνετικούς αστέρες που έθεσαν στο στόχαστρο την προσωπική της ζωή και τον πρότερο πολιτικό βίο της.
Μπήκαν στο μικροσκόπιο η σχέση της με τον προκάτοχό της Γιώργο Κατρούγκαλο, ο αντιμνημονιακός ακτιβισμός της, έως και το «ύποπτα» βραχύ διάστημα στο οποίο ολοκλήρωσε το διδακτορικό της. Ορισμένες επιθέσεις έφτασαν σε επίπεδο ανθρωποφαγίας, εντούτοις τέτοιου είδους «αβρότητες» αποτελούν μάλλον τον κανόνα στον ελληνικό δημόσιο βίο και όποιος μετέχει ενεργά σε αυτόν γνωρίζει, ή οφείλει να γνωρίζει, ότι δεν θα του χαριστούν∙ όπως λέει η λαϊκή έκφραση, «όποιος δεν αντέχει τη ζέστη ας βγει από την κουζίνα».
Κάτι άλλο που σχολιάστηκε ιδιαιτέρως δηκτικά ήταν ότι η νέα υπουργός «τόλμησε», ως «πρώτη πράξη» μετά τον διορισμό της, να απενεργοποιήσει το λογαριασμό της στο twitter. Αυτό καταγγέλθηκε ως μέγιστη υποκρισία και ως «προσποιητή» αποκήρυξη του αντιμνημονιακού παρελθόντος της∙ είναι προφανές πως όσοι προχώρησαν σε τέτοιες διαγνώσεις διαθέτουν αξιοσημείωτες παραψυχολογικές ικανότητες.
Το παρόν δεν αποτελεί απόπειρα υπεράσπισης της νεαρής δικηγόρου για κάποιο παράπτωμα της, ούτε αποσκοπεί σε μια ανασκευή της ηθικολογίας των κατηγόρων της με παρόμοια εκφραστικά μέσα. Αλλωστε ο γράφων θα ήταν μάλλον ακατάλληλος για κάτι τέτοιο, ως ευρισκόμενος σε εκ διαμέτρου αντίθετο ιδεολογικό στρατόπεδο. Ωστόσο το περιστατικό και οι αντιδράσεις παρέχουν αφορμή για προβληματισμό σχετικά με μια καθόλου ασυνήθη πρακτική: το «κατέβασμα» των λογαριασμών τους στα social media από άτομα που αποδέχονται μια υψηλή θέση ευθύνης.
Το «κατέβασμα» είναι μέτρο στοιχειώδους αυτοπροστασίας και αυτοσυντήρησης. Μπορεί η ασχήμια και τα κάτω από τη μέση χτυπήματα να είναι μάλλον ο κανόνας στην ελληνική πολιτική κονίστρα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο υπό κρίση αξιωματούχος υποχρεούται να δώσει στους διαδικτυακούς εισαγγελείς του έτοιμη τροφή για να τον διαπομπεύσουν. Δεν είναι υποχρεωμένος να τους διευκολύνει, παραδίδοντας τα παλιά του γραπτά βορά στα θηρία.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με την οιονεί προφορική αμεσότητά τους, έχουν μεταβάλει άρδην τους όρους με τους οποίους συγκροτείται ο εαυτός. Ολοι όσοι μετέχουμε σε αυτό το παιχνίδι παράγουμε πολύ περισσότερες «γνώμες» και «απόψεις» από όσες μπορούμε να αφομοιώσουμε τηρώντας μια στοιχειώδη συνέπεια και συνέχεια. Μια αόρατη απειλή «publish or perish», «δημοσίευε ή εξαφανίσου», επικρέμαται διαρκώς πάνω από τους χρήστες, ιδίως εκείνους που είναι υπέρ το δέον ενεργοί και έχουν δημιουργήσει ένα δικό τους «κοινό», ένα ακροατήριο που μονίμως περιμένει διψασμένο για νέες τοποθετήσεις και γνώμες, για νέα παραγωγή λόγου. Είναι μια εξουθενωτική κούρσα, μια δεύτερη ζωή παράλληλη με την «πραγματική», ένας ιστός από τον οποίο η απεμπλοκή είναι μια δύσκολη και ενίοτε τραυματική εμπειρία. Τα λόγια είναι πλέον πολύ φθηνά και το παλαιό εκδοτικό καθεστώς της ολιγολογίας και του εξαντλητικού επανελέγχου, όπου για να δημοσιευτεί ένα άρθρο σου σε ένα έντυπο έπρεπε να ήσουν «κάποιος», φαντάζει πλέον πολύ μακρινό.
Η νέα πληθωριστική συνθήκη είναι συγχρόνως απελευθερωτική αλλά και καταπιεστική. Παρέχει αδιανόητες για το παρελθόν εκφραστικές διεξόδους, όμως εγκυμονεί και πολύ μεγαλύτερους κινδύνους έκθεσης. Ποιος δεν έχει ποστάρει κάτι όσο ήταν οργισμένος, αγουροξυπνημένος, μεθυσμένος, συνεπαρμένος, ερωτευμένος, συγχυσμένος, υπερενθουσιασμένος, συντετριμμένος; Πόσο τον χαρακτηρίζουν όλα όσα ανέβασε σε τόσο διαφορετικές μεταξύ τους ψυχικές στιγμές και κατά πόσο είναι εφικτό να συντεθούν όλα αυτά σε ένα συνεκτικό και συμπαγές όλον, απαλλαγμένο από αντιφάσεις;
Για ποιο λόγο συνεχίζουμε να είμαστε τόσο προσηλωμένοι στην ουσιοκρατική ιδέα ενός σταθερού ταυτοτικού πυρήνα, μιας «σκληρής» εαυτότητας με πάγια χαρακτηριστικά αναλλοίωτα στο χρόνο; Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια σχεδόν θεολογική φαντασίωση, άσχετη με την ανθρώπινη συνθήκη των αντιφάσεων, της πολλαπλότητας, της αστάθειας του νοήματος, της πολυσημίας και του κερματισμένου υποκειμένου. Απομονωμένα, σε καθεστώς απαγωγής από τα συμφραζόμενα τους, τα λόγια μας μπορούν να χρησιμοποιηθούν καταλλήλως ώστε να υποστηριχθεί σχεδόν οτιδήποτε για εμάς, τα πιο διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα. Η κοπτοραπτική της αποπλαισίωσης μπορεί να παραγάγει προπαγανδιστικά θαύματα όταν ασκείται από επιδέξιους συναρμολογητές. Υπάρχει μια αίσθηση αλλοτρίωσης όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με παλιά ψηφιακά μας ίχνη – γραπτά, φωνητικές ή βίντεο εγγραφές∙ σαν να μην αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας – ή ορθότερα αυτό που έχουμε μάθει να θεωρούμε ως ενοποιημένο εαυτό. Ακόμα και όταν εξακολουθούν να «συμφωνούν» μαζί μας, τα αποτυπώματα των παλιών απόψεων μοιάζουν κάτι ξένο, αδιόρατα εχθρικό, που μπορεί να αποτελέσει όπλο στα χέρια κακόβουλων αντιπάλων μας.
Η αποκοπή από μια τέτοια συσσωρευμένη μάζα «γνωμών» και η επανεφεύρεση ενός «εαυτού», απαλλαγμένου όσο γίνεται από το βάρος των κατηγορημάτων και των ταξινομήσεων, είναι μια χειρονομία απελευθέρωσης και ένα διάβημα χειραφέτησης από την τυραννία του συμβολικού. Μια εικονική αυτοχειρία-απόδραση από τον ψηφιακό κόσμο της υπερέκθεσης, της υπερπαραγωγής, της υπερερμηνείας και της υπερ-υποκειμενοποίησης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News