Οι πιστωτές της Ελλάδας είναι υποχρεωμένοι μέχρι το τέλος του έτους να εφαρμόσουν τουλάχιστον τη βραχυπρόθεσμη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Eurogroup του περασμένου Μαΐου. Η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει να γίνει η τελική ρύθμιση τώρα, ώστε να διευκολυνθεί η έξοδος της χώρας στις αγορές, να αρθεί η αβεβαιότητα για τις επενδύσεις και να χαλαρώσει η ασφυκτική πίεση προς την ελληνική κοινωνία. Προς την κατεύθυνση της άμεσης και τελικής ελάφρυνσης του χρέους συνηγορούν το ΔΝΤ, οι ΗΠΑ, και δεκάδες επιφανείς οικονομολόγοι. Η βραχυπρόθεσμη ρύθμιση προβλέπει:
- Ομαλοποίηση των πληρωμών τόκων (smoothing), όπως αυτών του 2022 και 2023. «Εξομάλυνση του προφίλ αποπληρωμής για το EFSF, σύμφωνα με την τρέχουσα σταθμισμένη μέση λήξη».
- Μείωση επιτοκίων σε συγκεκριμένο κομμάτι του χρέους. «Χρήση της χρηματοδότησης από EFSF /ESM για τη μείωση του κινδύνου από τα επιτόκια χωρίς να συνεπάγεται κανένα επιπλέον κόστος».
- Σταθεροποίηση των επιτοκίων, προκειμένου να μειωθεί το ρίσκο, μέσω της αξιοποίησης εργαλείων του ESM. Τα σταθερά επιτόκια δημιουργούν ασφαλές επενδυτικό περιβάλλον καθώς αφαιρούν την αβεβαιότητα που προκύπτει από τα κυμαινόμενα.
Επίσης, το Μάιο συμφωνήθηκε το ΔΝΤ να κάνει εντός του 2016 μία νέα DSA, Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα μέτρα που προτείνει ο ESM επαρκούν για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους. Δηλαδή, αν υπάρξουν και άλλες ανάγκες για την υλοποίηση της αναδιάρθρωσης του χρέους, που θα πρέπει να υλοποιηθούν εντός του 2018.
Η συνάντηση των τεχνοκρατών
Χωρίς αμφιβολία, η ατζέντα αυτή ήταν το βασικό μενού στη συνάντηση σε τεχνοκρατικό επίπεδο του λεγόμενου «Ουάσιγκτον Γκρουπ» το περασμένο Σάββατο, ήτοι των Πόουλ Τόμσεν από το ΔΝΤ, Μπενουά Κερέ από την ΕΚΤ, Μάρκο Μπούτι από την Κομισιόν και Κλάους Ρέγκλινγκ από τον ESM, όπου επιπλέον συζητήθηκαν η δεύτερη αξιολόγηση και ο ρόλος του ΔΝΤ. Τα πρακτορεία ειδήσεων έκαναν λόγο για «πολιτικό αδιέξοδο», καθώς ο κ. Τόμσεν επιχειρηματολόγησε πως το Ταμείο πρέπει να αποχωρήσει από το ελληνικό πρόγραμμα, γιατί διαβλέπει πολιτική κούραση σε Ελλάδα και ΕΕ. Οι Financial Times θεωρούν με πρόσφατο editorial ότι «η Ελλάδα έχει κάνει ήδη τεράστια προσπάθεια στην εξάλειψη του πρωτογενούς ελλείμματος και του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών από τα διψήφια επίπεδα που βρίσκονταν πριν από έξι χρόνια, αλλά έχει βασιστεί σε μονομερείς προσαρμογές και στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών σε μια περιορισμένη φορολογική βάση, στρατηγικές που δύσκολα θα αποδειχθούν βιώσιμες».
Σύμφωνα με την επίσημη ανάλυση βιωσιμότητας (DSA) των Ευρωπαίων πιστωτών για το ελληνικό χρέος που είχε διαρρεύσει προ μηνών στην Wall Street Journal αυτή παρουσίαζε 4 σενάρια για την εξέλιξη του ελληνικού χρέους έως το 2060. Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ μπορεί να κυμανθεί από 62,6% στο πιο ευνοϊκό σενάριο ως το 258,3% του ΑΕΠ στο χειρότερο. Στο βασικό σενάριο, το χρέος της Ελλάδας θα κορυφωθεί στο 182,9% του ΑΕΠ το 2019 και θα υποχωρήσει στο 104,9% του ΑΕΠ το 2060, δηλαδή πολύ μακριά από το 60% του ΑΕΠ που απαιτεί το Μάαστριχτ και το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Υπενθυμίζεται ότι ο ESM έχει εκφράσει ανησυχίες για τη διαχείριση του χρέους και προβλέπει λιτότητα διαρκείας, καθώς εκτιμά πενιχρή ανάπτυξη για την Ελλάδα 3,1% το 2018, 2,8% το 2019, 2,5% το 2020, 1,5% το 2025 και 1,3% την περίοδο 2030-2060. Με βάση αυτό το σενάριο η Ελλάδα θα πρέπει να έχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 έως το 2025. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ έχει προτείνει την εξόφληση μέρους του ελληνικού χρέους προς το ΔΝΤ από τον ESM.
Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) έχει κάνει μάλλον την καλύτερη πρόταση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους του δεύτερου προγράμματος διάσωσης:
α. Μέση επιμήκυνση των δανείων που πήραμε από τον EFSF στο δεύτερο πρόγραμμα κατά πέντε έτη, δηλαδή στα 37,5 έτη.
β. Οι ετήσιες πληρωμές για αυτά να περιοριστούν στο 1% του ΑΕΠ ως το 2050.
γ. Πλαφόν 2% στο ύψος του επιτοκίου αυτών των δανείων.
δ. Επιστροφή των κερδών που έχουν οι κεντρικές τράπεζες των κρατών της ευρωζώνης και η ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα. Το συνολικό ποσό της επιστροφής υπολογίζεται στα 8 δισ. ευρώ.
ε. Η Ελλάδα θα έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει όσα χρήματα περισσέψουν από το γ’ πακέτο διάσωσης των 86 δισ. ευρώ προκειμένου να αποπληρώσει νωρίτερα τα δάνεια του ΔΝΤ.
Στο δεύτερο σενάριό της, η JP Morgan εκτιμά ότι χωρίς κούρεμα χρέους, με κόστος χρηματοδότησης στο 6,25% και πρωτογενές πλεόνασμα που θα διατηρηθεί στο 3,5% του ΑΕΠ, θα χρειαστούν δύο δεκαετίες (2038) για να υποχωρήσει το χρέος κάτω από το 100% του ΑΕΠ
Η JP Morgan σε πρόσφατη έκθεσή της θεωρεί αναγκαία την ελάφρυνση ελληνικού χρέους, το βάρος του οποίου εκτιμά διαχειρίσιμο έως το 2023, λόγω του χαμηλού κόστους χρηματοδότησης αλλά και της περιόδου χάριτος που έχουν δώσει οι δανειστές. Θεωρεί ότι υπάρχει μεγάλο περιθώριο ελιγμών για να δοθεί ελάφρυνση με 10ετή επέκταση των ωριμάνσεων στα δάνεια του EFSF και του ESM, καθώς και μια δεκαετής περίοδος χάριτος για τις πληρωμές τόκων του ESM. Στο πρώτο αυτό σενάριο, το χρέος υποχωρεί κάτω από το 100% του ΑΕΠ λίγο πριν το 2033. Οι κινήσεις αυτές δεν θα είναι επαρκείς για να οδηγήσουν σε δυναμική βιωσιμότητας, η οποία δείχνει αδύνατη χωρίς ονομαστικό κούρεμα. Η ελάφρυνση χρέους μπορεί να δοθεί υπό όρους, με συμφωνία τώρα αλλά σχετική υλοποίηση σε μεταγενέστερο χρόνο, αναλόγως της ευθυγράμμισης της Αθήνας με συγκεκριμένους δημοσιονομικούς στόχους. Στο δεύτερο σενάριό της, η JP Morgan εκτιμά ότι χωρίς κούρεμα χρέους, με κόστος χρηματοδότησης στο 6,25% και πρωτογενές πλεόνασμα που θα διατηρηθεί στο 3,5% του ΑΕΠ, θα χρειαστούν δύο δεκαετίες (2038) για να υποχωρήσει το χρέος κάτω από το 100% του ΑΕΠ. Επιπλέον, ένα μόνιμο έλλειμμα σε σχέση με τον στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος, της τάξης του 1%, αλλάζει τα δεδομένα ακόμη και εάν υποτεθεί χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης, στο 5,25%.
Η συμφωνία του Μαΐου στο Eurogroup
Υπενθυμίζεται ότι στο Eurogroup του περασμένου Μαΐου υπήρξαν σημαντικές αποφάσεις για το ελληνικό χρέος, καθώς αποφασίστηκαν βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για την ρύθμιση του χρέους δημιουργούν ένα σαφή οδικό χάρτη που εξομαλύνει τις συνθήκες ρευστότητας στην οικονομία.
Συμφωνήθηκε ότι η Ελλάδα δεν θα πληρώνει πάνω από το 15% του ΑΕΠ για τόκους και χρεολύσια το μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια ο περιορισμός αυξάνεται στο 20% του ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό, στο οποίο θα περιλαμβάνονται και τα έντοκα γραμμάτια (τα οποία είναι σταθερά στο ύψος των 14,8 δις το χρόνο), είναι χαμηλό με βάση όλους τους συγκριτικούς δείκτες για χώρες με ανάλογα οικονομικά χαρακτηριστικά. Και μειώνει αποφασιστικά τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για τα επόμενα χρόνια. Επίσης, τα 20 δισ. ευρώ που περίσσεψαν από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών χαρακτηρίζονται ως «διαθέσιμα» για πράξεις επαναγοράς του χρέους.
Μεσοπρόθεσμα, σύμφωνα με την απόφαση είναι δυνατόν να υπάρξει «μερική εξόφληση των υφιστάμενων δανείων προς την Ελλάδα με τη ενεργοποίηση αχρησιμοποίητων πόρων στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM με σκοπό να μειωθεί το κόστος των επιτοκίων και να επεκταθούν οι διάρκειες». Για παράδειγμα μπορούν να αγοραστούν δάνεια του ΔΝΤ, για τα οποία το σημερινό επιτόκιο είναι περίπου 3%, από τον ESM. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα το επιτόκιο να πέσει στο 0,9%! Επίσης, να γίνει χρήση των κερδών του 2014 από τον ESM και αποκατάσταση της μεταφοράς των κερδών από τα ομόλογα των προγραμμάτων ANFA και SMP στην Ελλάδα (από το οικονομικό έτος 2017) προς τον ESM για τη μείωση των μελλοντικών ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών. Να καταργηθεί το περιθώριο επιτοκίου που σχετίζεται με την επαναγορά χρέους του 2ου ελληνικού προγράμματος για το 2018. Δηλαδή να πάμε σε επιτόκια back-to-back, γεγονός που σημαίνει ότι η χώρα θα μπορεί να δανείζεται με χαμηλά επιτόκια. Σήμερα όταν ο ESM δανείζεται για τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας η Ελλάδα πληρώνει το μέσο επιτόκιο δανεισμού του ESM. Αν ισχύσει το back-to-back σημαίνει ότι η χώρα θα πληρώνει το επιτόκιο με το οποίο δανείστηκε ο ESM – που είναι αρκετά πιο χαμηλό!
Στοχευμένη αναδιαμόρφωση του EFSF
Εάν κριθεί απαραίτητο μπορεί να υπάρξει κάποια στοχευμένη αναδιαμόρφωση του EFSF (π.χ. επέκταση της μέσης σταθμισμένης διάρκειας, εκ νέου απόσβεση του προφίλ του EFSF, καθώς και μείωση ή αναβολή των πληρωμών τόκων), στο βαθμό που απαιτείται, προκειμένου να κρατηθεί το GFN (Gross Financing Needs) κάτω από το συμφωνηθέν σημείο αναφοράς, για να ικανοποιηθεί το ΔΝΤ, χωρίς, όμως, να συνεπάγεται κανένα επιπλέον κόστος για τις χώρες του προηγούμενου προγράμματος ή για τον EFSF.
Μακροπρόθεσμα, συμφωνήθηκε ότι θα υπάρξει «μηχανισμός έκτακτης ανάγκης για το χρέος που θα ενεργοποιηθεί μετά την λήξη του προγράμματος του ESM για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους μακροπρόθεσμα». Δηλαδή θα υπάρχει αυτόματος «κόφτης» (άρα δεν θα υπάρχει διαπραγμάτευση κάθε φορά) και για το χρέος που θα αποφασίζει «μέτρα, όπως η περαιτέρω αναδιαμόρφωση του EFSF και η αναβολή των πληρωμών τόκων»!
Η Νέα Δημοκρατία, σε ότι αφορά το χρέος παραδέχεται ότι το πρόβλημα της βιωσιμότητας παραμένει κρίσιμης σημασίας. Ο συντονιστής Οικονομικών Υποθέσεων της Χρήστος Σταϊκούρας, είχε τονίσει τον περασμένο Μάιο σε δηλώσεις του ότι η αυξητική δυναμική του χρέους «φρέναρε» με τη διπλή αναδιάρθρωση του 2012, αλλά η βιωσιμότητα επιδεινώθηκε ραγδαία μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Συνεπώς, είναι αναγκαία η λήψη πρόσθετων παραμετρικών μέτρων για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους. Μακροπρόθεσμα θεωρεί αναγκαία την επιμήκυνση της περιόδου χάριτος, την επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής, την χορήγηση χαμηλότερων επιτοκίων και τη μετατροπή των κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά, για όλα τα δάνεια που δόθηκαν στην Ελλάδα από επίσημες πηγές μετά το πρώτο Μνημόνιο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News